Έχω δει πολλές ταινίες του Ventura Pons, αλλά καμία δε μου άρεσε, εκτός απ' αυτή. Είναι όμως απ' τις πιο αγαπημένες μου ταινίες, την έχω δει αρκετές φορές και συνεχίζω να την λατρεύω. Αυτό μάλλον έχει να κάνει με το σενάριο και με το παίξιμο των ηθοποιών για τις οποίες γίνεται λόγος στον τίτλο. Γιατί οι «Ηθοποιοί» που είναι διασκευή ενός θεατρικού (E.R.) του Josep Maria Benet i Jornet βασίζεται αποκλειστικά στους διαλόγους -και τους μονολόγους.
Η ιστορία είναι ότι μια απόφοιτος δραματικής σχολής θέλει να κερδίσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια θεατρική παράσταση που θα είναι η πρώτη της. Η παράσταση αφορά τα νεανικά χρόνια της Empar Ribera μιας θρυλικής ηθοποιού που έχει πεθάνει πριν χρόνια. Για να μπει καλύτερα στο πετσί του ρόλου αποφασίζει να πάρει συνέντευξη από τρεις παλιές μαθήτριες της Ριμπέρα, οι οποίες την γνώρισαν τον τελευταίο χρόνο της ζωής της. Από τις τρεις παλιές μαθήτριες η πρώτη, η Γκλόρια έχει γίνει ντίβα του θεάτρου- έχει παίξει σε διάφορα θέατρα του κόσμου και έχει ενσαρκώσει άπειρες τραγικές ηρωίδες. Η δεύτερη, η Ασούμπτα άρχισε την καριέρα της στο ελαφρύ θέατρο, ήταν συνδικαλίστρια, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει γίνει δημοφιλής και πλούσια από τη συμμετοχή της στην τηλεόραση. Η τρίτη η Μαρία δεν παίζει πλέον, απλά ντουμπλάρει φωνές, ταπεινό (και ελεεινό) επάγγελμα. Και οι τρεις έχουν μια διαφορετική εκδοχή για τα γεγονότα τον τελευταίο χρόνο της ζωής της δασκάλας τους, αλλά κυρίως έχουν διαφορετική αντίληψη για τη ζωή, την τέχνη, τον εαυτό τους.
Η αντίληψη αυτή φαίνεται καλύτερα στην ερμηνεία από τις τρεις γυναίκες του μύθου της Ιφιγένειας, που είναι και ένα από τα σημαντικότερα μοτίβα της ταινίας και συμβολίζει τη «θυσία του ηθοποιού για την τέχνη του». Η Γκλόρια βλέπει την Ιφιγένεια σαν την απόλυτη ηρωίδα που θυσιάζεται για υψηλά ιδανικά, η Ασσούμπτα την βλέπει σαν θύμα, ενώ για τη Μαρία οι δραματικοί μονόλογοι της Ιφιγένειας είναι απλά μεγάλα λόγια και δεν έχουν αξία, τη στιγμή που η ηρωίδα τελικά δεν πέθανε αλλά έγινε ιέρεια που σκοτώνει κάθε ξένο που πλησιάζει.
Ένας ύμνος αγάπης και μίσους για το θέατρο, μαθήματα ηθοποιίας από τρεις
«μεγάλες κυρίες» της τέχνης, μια μοντέρνα διασκευή ενός αρχαίου μύθου, το κλασικό τρικ με τις πολλαπλές εκδοχές
ενός γεγονότος, μια ταινία
μόνο με γυναίκες φτιαγμένη μόνο από άντρες- η ταινία αυτή είναι πολύ πιο
πολύπλοκη απ' όσο φαίνεται, και θα μπορούσα να την αναλύω για ώρες.
Ενδιαφέρον είναι ότι εκτός από τις τέσσερις πρωταγωνίστριες, όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι που εμφανίζονται, οι κομπάρσοι δηλαδή, είναι γυναίκες. Στη διάρκεια της ταινίας τρεις από τις τέσσερις ηθοποιούς διαβάζουν από την Ιφιγένεια του Ευριπίδη σε καταλανική μετάφραση. Η τελευταία φράση της Ιφιγένειας πριν θυσιαστεί «adéu llum que jo estimava» (χαῖρέ μοι, φίλον φάος) είναι και η φράση με την οποία αποχωρούν οι δυο ηθοποιοί από το θέατρο στο τέλος.
Οι ηθοποιοί
Glòria Marc (Núria Espert) Η Γκλόρια πιστεύει ότι το θέατρο είναι μια ανώτερη τέχνη και λέει όλες τις ψωνίστικες αηδίες που ακούς από ντίβες της «ποιοτικής», «κλασσικής» τέχνης. Η ζωή της είναι κι αυτή γεμάτη με συγκινήσεις και με κάποιες τραγικές στιγμές. Έχει γνωρίσει σπουδαίους ανθρώπους, έχει ζήσει αντισυμβατικούς έρωτες κτλ.
Assumpta Roca (Rosa Maria Sardà) Η Ασούμπτα έχει μια πιο κυνική και χυδαία άποψη για τη ζωή και την τέχνη. Η ζωή της είναι πιο συμβατική, δεν έχει ταξιδέψει, ζει με τον άπιστο σύζυγό της και την κόρη της, πιστεύει ότι το θέατρο πρέπει να είναι κοντά στον «απλό λαϊκό άνθρωπο» αλλά παράλληλα ζηλεύει την Γκλόρια. Ίσως είναι ο πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας και η Σαρδά παίζει πολύ καλά.
Maria Caminal (Anna Lizaran) Η Μαρία είναι φιλική και προσγειωμένη και αρχικά φαίνεται ο πιο συμπαθητικός χαρακτήρας. Η νεαρή ηθοποιός της μιλάει κατευθείαν στον ενικό, είναι πολύ γήινη, μιλάει χωρίς στόμφο. Έχει όμως κι αυτή ένα είδος κυνισμού για τη ζωή, αντίθετα με τις φίλες της δε δραματοποιεί τις καταστάσεις, αλλά τις απομυθοποιεί. Νιώθει πικρία που δε διάλεξε ή δεν τόλμησε να ασχοληθεί κι αυτή με το σκληρό κόσμο του θεάτρου.
Η ηθοποιός χωρίς όνομα (Mercè Pons) Η επίδοξη ηθοποιός δεν έχει ακόμα όνομα, και δε μαθαίνουμε πολλά γι' αυτή, εκτός απ' το ότι είναι φιλόδοξη, είναι κι αυτή φτιαγμένη απ' την ίδια «πάστα του ηθοποιού»
Την ταινία μπορεί να την βρει κανείς νόμιμα και με αγγλικούς και γαλλικούς υπότιτλους στη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Θερβάντες στην Αθήνα. Γενικά αν κάποιος ενδιαφέρεται για ισπανικό κινηματογράφο πέρα από Αλμοδόβαρ και σία, ή ακόμα καλύτερα για ισπανική και ισπανόφωνη λογοτεχνία, για μουσική, ή γενικότερα για τον ισπανόφωνο κόσμο, αυτή η βιβλιοθήκη είναι θησαυρός. Αφήνω και δυο λινκ:
http://bibliotecacervantesatenas.wordpress.com/http://atenas.cervantes.es/gr/library_spanish/library_spanish.htm
Επίσης, όλο και κάτι βρίσκεις για την Καταλωνία και τις άλλες (ας πούμε) αυτόνομες Ισπανίες.
Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011
Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011
My Queen Karo (2009) της Dorothée Van Den Berghe
Δεκαετία του 70. Η μικρή Κάρο φτάνει με τους γονείς της στο Άμστερνταμ για να ζήσουν σε ένα κοινόβιο από τα πολλά που υπήρχαν τότε στην πόλη. Η Κάρο ζει σε έναν κόσμο όπου όλα είναι κοινά, δεν υπάρχουν πόρτες και τοίχοι, όλα μοιράζονται, ο έρωτας είναι ελεύθερος. Όμως η ζωή στο κοινόβιο παρά την αρχική ευφορία δεν είναι και τόσο ουτοπική. Ας πούμε ο πατέρας που αν και αναρχικός έχει εμφανείς αρχηγικές τάσεις αποφασίζει να πάρει ακόμα μια σύντροφο, και η μητέρα δεν ενθουσιάζεται με την ιδέα.
Η βασίλισσα Κάρο είναι μια ακόμα ταινία ενηλικίωσης, όπου ένα παιδί ανακαλύπτει τον έρωτα κτλ. τη στιγμή που γύρω συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα «ιδωμένα μέσα από τα μάτια του παιδιού». Οι ηθοποιοί -ειδικά οι γυναίκες- είναι νέοι και όμορφοι, έχουν τέλειο σώμα. Η Déborah François με το αγγελικό πρόσωπο στο ρόλο της μητέρας είναι στην πραγματικότητα μόλις 9 χρόνια μεγαλύτερη από την «κόρη» της.
Σίγουρα δεν είναι αριστούργημα ούτε κάτι πρωτότυπο, αλλά το γεγονός ότι παρουσιάζει χωρίς να κρίνει, και δεν καταδικάζει (ευθέως) τον «ελεύθερο τρόπο ζωής» σαν κάτι μάταιο, αλλά ούτε έχει υπερβολική νοσταλγία, την κάνουν συμπαθητική ταινία. Συν ότι δεν υπάρχουν μεγαλόστομοι διάλογοι, σοφές συμβουλές και άλλα παρόμοια, ούτε σαφή μηνύματα στο τέλος. Τα γεγονότα απλά ..ρέουν.
Η βασίλισσα Κάρο είναι μια ακόμα ταινία ενηλικίωσης, όπου ένα παιδί ανακαλύπτει τον έρωτα κτλ. τη στιγμή που γύρω συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα «ιδωμένα μέσα από τα μάτια του παιδιού». Οι ηθοποιοί -ειδικά οι γυναίκες- είναι νέοι και όμορφοι, έχουν τέλειο σώμα. Η Déborah François με το αγγελικό πρόσωπο στο ρόλο της μητέρας είναι στην πραγματικότητα μόλις 9 χρόνια μεγαλύτερη από την «κόρη» της.
Σίγουρα δεν είναι αριστούργημα ούτε κάτι πρωτότυπο, αλλά το γεγονός ότι παρουσιάζει χωρίς να κρίνει, και δεν καταδικάζει (ευθέως) τον «ελεύθερο τρόπο ζωής» σαν κάτι μάταιο, αλλά ούτε έχει υπερβολική νοσταλγία, την κάνουν συμπαθητική ταινία. Συν ότι δεν υπάρχουν μεγαλόστομοι διάλογοι, σοφές συμβουλές και άλλα παρόμοια, ούτε σαφή μηνύματα στο τέλος. Τα γεγονότα απλά ..ρέουν.
Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011
Hyvä poika [The Good Son] (2011) της Zaida Bergroth
Μια διάσημη ηθοποιός μετά από αδιευκρίνιστο καυγά στην πρεμιέρα της ταινίας της, παίρνει τους γιους της για να περάσουν ένα σαββατοκύριακο στην εξοχή. Το ξύλινο εξοχικό τους είναι ευρύχωρο, έχει όλες τις ανέσεις όπως σάουνα, τζάκι και θάλασσα, και δε νυχτώνει και ποτέ. Ο μικρός κατάξανθος γιος ασχολείται με την κάμερά του και με τις φανταστικές του ιστορίες, ενώ ο μεγαλύτερος είναι γενικά βαρεμένος και έχει αδυναμία στη μητέρα του.
Το Hyvä poika ξεκινάει σαν οικογενειακή κομεντί με αρκετό υπόγειο μαύρο χιούμορ, αλλά τελικά είναι μια παράξενη ταινία. Κάπου στη μέση αρχίζει να μοιάζει με δράμα ενηλικίωσης. σιγά σιγά γίνεται πιο σκοτεινό. Με το σενάριο που έχει, θα μπορούσε να έχει γυριστεί σαν θρίλερ, αλλά η σκηνοθεσία, σε στιλ δόγματος κάνει τα περίεργα γεγονότα να φαίνονται καθημερινά, φυσιολογικά. Γενικά είναι μια παράξενη ταινία, με μερικές καλές στιγμές, μερικά κλισε, σίγουρα καλύτερη απ'ότι προϊδεάζει το πόστερ.
Το Hyvä poika ξεκινάει σαν οικογενειακή κομεντί με αρκετό υπόγειο μαύρο χιούμορ, αλλά τελικά είναι μια παράξενη ταινία. Κάπου στη μέση αρχίζει να μοιάζει με δράμα ενηλικίωσης. σιγά σιγά γίνεται πιο σκοτεινό. Με το σενάριο που έχει, θα μπορούσε να έχει γυριστεί σαν θρίλερ, αλλά η σκηνοθεσία, σε στιλ δόγματος κάνει τα περίεργα γεγονότα να φαίνονται καθημερινά, φυσιολογικά. Γενικά είναι μια παράξενη ταινία, με μερικές καλές στιγμές, μερικά κλισε, σίγουρα καλύτερη απ'ότι προϊδεάζει το πόστερ.
Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011
Δυο ακόμα ταινίες του Bahram Beizai με τη Susan Taslimi
Tcherike-ye Tara [Ballad of Tara] (1979) Μια γυναίκα φτάνει με το κάρο της στο χωριό. Από το δρόμο κιόλας οι συγχωριανές της λένε ότι ο παππούς της πέθανε. Η Τάρα μοιράζει τα πράγματα του παππού της: ανάμεσα σ' αυτά βρίσκεται ένα μυστηριώδες σπαθί, το οποίο δεν κάνει ούτε για θέρισμα, ούτε για κόψιμο ξύλων. Ανήκει σε έναν αρχαίο πολεμιστή του οποίου η φυλή έχει εξαφανιστεί σε μια αιματηρή μάχη πριν από αιώνες. Για την Τάρα αρχίζει μια εσωτερική μάχη ανάμεσα στη γοητεία που ασκεί ο νεκρός, ξεχασμένος από όλους πολεμιστής και στην ανάγκη για συνέχιση της «πεζής» ζωής στο χωριό.
Η φωτογραφία είναι πολύ ωραία, η παραδοσιακή μουσική δημιουργεί μια απόκοσμη ατμόσφαιρα, και τα διάφορα αλλόκοτα, μαγικά στοιχεία κάνουν την ταινία πολύ ενδιαφέρουσα.Υποτίθεται ότι η Τάρα συμβολίζει το Ιράν, το φάντασμα του στρατιώτη
συμβολίζει την ένδοξη αλλά μακρινή ιστορία, ενώ το χωριό είναι η
καθημερινότητα, το παρόν. Η μπαλάντα της Τάρας γυρίστηκε πριν την επανάσταση κι αυτό είναι εμφανές στο σχετικά άσεμνο ντύσιμο της ηρωίδας , της οποίας τα μαλλιά ουκ ολίγες φορές ανεμίζουν ελεύθερα. Εκτυλίσσεται, όπως και ο «Μπασού» σε ένα ειδυλλιακό χωριό της Κασπίας θάλασσας, και έχει για πρωταγωνίστρια την Τασλιμί, που είναι κι εδώ μια δυναμική μόνη γυναίκα που έρχεται σε σύγκρουση με τους συγχωριανούς της. Μάλιστα ο μικρός Μπασού μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από κάποιο τυπικό ιρανικό δράμα με ήρωα ταλαιπωρημένο παιδί και να έχει εισβάλει στο χωριό και τον μυθικό κόσμο της Τάρα.
Ο Beizai χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία από τη λαϊκή κουλτούρα. Εδώ αναπαράσταση του πάθους της οικογένειας του Προφήτη από χωριάτες |
Shāyad Vaghti Deegar [Maybe Some Other Time] (1988) Γυρισμένη μετά το «Μπασού», το «Θάνατο του Γιασνγκέρντ» και τη «Μπαλάντα της Τάρα», αυτή η ταινία δε μοιάζει με καμιά από τις προηγούμενες. Είναι ένα αστικό δράμα, όπου ένας σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ ανακαλύπτει τυχαία σε ένα πλάνο τη γυναίκα του στο αυτοκίνητο ενός άλλου άντρα. Υποπτεύεται ότι η γυναίκα του τον απατάει και αρχίζει να την ανακρίνει, ενώ αυτή βασανίζεται από μπερδεμένες αναμνήσεις. Δε ξέρω αν οι χαρακτήρες του δράματος συμβολίζουν και πάλι κάτι απ' την ιρανική ιστορία, πάντως η ταινία μου φάνηκε υπερβολικά μεγάλης διάρκειας, το παίξιμο των ηθοποιών υπερβολικά δραματικό και η λύση του μυστηρίου προφανής για όποιον έχει δει τουλάχιστον 5-6 σαπουνόπερες.
Οι ταινίες του Beizai που έχω δει με σειρά προτίμησης :
Bashu, the Little Stranger
Ballad of Tara
Death of Yazdgerd
Maybe Some Other Time
Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011
Boycott (1985) του Mohsen Makhmalbaf
Το Boycott, βασισμένο στις εμπειρίες του ίδιου του σκηνοθέτη στη φυλακή, είναι μια από τις πρώτες ταινίες του και έγινε αμέσως εισπρακτική επιτυχία. Και τι δεν έχει αυτή η ταινία: όλα τα στοιχεία ενός δράματος φυλακής, το τυπικό κυνηγητό με αυτοκίνητα, πυροβολισμούς, σκηνές τρόμου, περίεργα ειδικά εφέ, μπόλικο μελόδραμα, συμβολισμούς, πολιτικά και ανθρωπιστικά μηνύματα. Τι βγαίνει μέσα απ' αυτό το χάος; Χμ
Ας πάρουμε την ιστορία απ' την αρχή: Ένας κομμουνιστής που έχει χάσει την πίστη του στον αγώνα, συλλαμβάνεται σε ενέδρα από τη μυστική αστυνομία του Σάχη, βασανίζεται και στέλνεται στη φυλακή, όπου αρχικά αντιμετωπίζει την ψυχρότητά των πρώην συναγωνιστών του- το μποϊκοτάζ του τίτλου- μέχρι που το κόμμα αποφασίζει ότι τον χρειάζεται σαν μάρτυρα. Οι σκηνές από τις ανακρίσεις και τη φυλακή είναι ενδιαφέρουσες, γιατί είναι αυτοβιογραφικές: ο Μαχμαλμπάφ είχε πει ότι αυτό που τον βασάνισε περισσότερο ήταν η απομόνωσή του από τους συγκρατούμενούς του που τον θεώρησαν προδότη, και όχι τα σωματικά βασανιστήρια. Και η συμπεριφορά ορισμένων κρατούμενων, όπως το να κάνουν γυμναστική για να είναι έτοιμοι να πολεμήσουν την ώρα της επανάστασης βασίζεται στην εμπειρία του. Βέβαια, ας μην ξεχνάμε ότι ο Μαχμαλμπάφ ήταν ισλαμιστής και όχι κομμουνιστής, και γι' αυτό και φυσικά επειδή είμαστε στο 85, οι κομμουνιστές παρουσιάζονται σαν ανόητοι, σκληροί και ενίοτε εγκληματίες.
Υπάρχει μια ιδιαίτερα ενοχλητική για μένα σκηνή, όπου μυρμήγκια τραβούν και μασουλάνε το πτώμα μιας τεράστιας κατσαρίδας,-απ' αυτές που βγαίνουν απ' τους υπονόμους το καλοκαίρι- και την οποία έχει σκοτώσει προ ολίγου ο πρωταγωνιστής.
Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να δει κανείς το Μποϊκότ , μπορεί να είναι άνισο και να έχει πολλά κλισέ, αλλά ο συνδυασμός όλων των ετερόκλητων στοιχείων είναι τουλάχιστον ασυνήθιστος. Είναι μάλλον ένα σινεφίλ και πολιτικό μπι-μούβι, από κάποιον που αγαπάει τον κινηματογράφο αλλά μόλις έχει αρχίσει να τον ανακαλύπτει.
Ας πάρουμε την ιστορία απ' την αρχή: Ένας κομμουνιστής που έχει χάσει την πίστη του στον αγώνα, συλλαμβάνεται σε ενέδρα από τη μυστική αστυνομία του Σάχη, βασανίζεται και στέλνεται στη φυλακή, όπου αρχικά αντιμετωπίζει την ψυχρότητά των πρώην συναγωνιστών του- το μποϊκοτάζ του τίτλου- μέχρι που το κόμμα αποφασίζει ότι τον χρειάζεται σαν μάρτυρα. Οι σκηνές από τις ανακρίσεις και τη φυλακή είναι ενδιαφέρουσες, γιατί είναι αυτοβιογραφικές: ο Μαχμαλμπάφ είχε πει ότι αυτό που τον βασάνισε περισσότερο ήταν η απομόνωσή του από τους συγκρατούμενούς του που τον θεώρησαν προδότη, και όχι τα σωματικά βασανιστήρια. Και η συμπεριφορά ορισμένων κρατούμενων, όπως το να κάνουν γυμναστική για να είναι έτοιμοι να πολεμήσουν την ώρα της επανάστασης βασίζεται στην εμπειρία του. Βέβαια, ας μην ξεχνάμε ότι ο Μαχμαλμπάφ ήταν ισλαμιστής και όχι κομμουνιστής, και γι' αυτό και φυσικά επειδή είμαστε στο 85, οι κομμουνιστές παρουσιάζονται σαν ανόητοι, σκληροί και ενίοτε εγκληματίες.
Υπάρχει μια ιδιαίτερα ενοχλητική για μένα σκηνή, όπου μυρμήγκια τραβούν και μασουλάνε το πτώμα μιας τεράστιας κατσαρίδας,-απ' αυτές που βγαίνουν απ' τους υπονόμους το καλοκαίρι- και την οποία έχει σκοτώσει προ ολίγου ο πρωταγωνιστής.
Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να δει κανείς το Μποϊκότ , μπορεί να είναι άνισο και να έχει πολλά κλισέ, αλλά ο συνδυασμός όλων των ετερόκλητων στοιχείων είναι τουλάχιστον ασυνήθιστος. Είναι μάλλον ένα σινεφίλ και πολιτικό μπι-μούβι, από κάποιον που αγαπάει τον κινηματογράφο αλλά μόλις έχει αρχίσει να τον ανακαλύπτει.
Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011
Nun va Goldoon [A Moment of Innocence] (1996) του Mohsen Makhmalbaf
Δε ξέρω πόσοι γνωρίζουν το επαναστατικό παρελθόν του Μοσεν Μαχμαλμπάφ. Ο ίδιος αναφέρει συχνά σε συνεντεύξεις ότι έφηβος είχε σχηματίσει μια μικρή ισλαμιστική επαναστατική ομάδα νέων που αγωνιζόταν εναντίον του Σάχη. Στα 17 του μαχαίρωσε ένα αστυνόμο και πήγε φυλακή 5 χρόνια. Αργότερα, μετά την επανάσταση του 79 υποστήριξε το καθεστώς. Αρχικά.
Στο Nun va Goldoon(Ψωμί και γλάστρα), η βασική ιστορία είναι ότι ο αστυνόμος, τον οποίο είχε μαχαιρώσει τότε ο Μαχμαλμπάφ, έρχεται μετά από 20 χρόνια και ζητάει από το σκηνοθέτη να συμμετέχει στην επόμενη ταινία του. Αποφασίζουν να γυρίσουν μαζί την αναπαράσταση αυτού του γεγονότος. Έτσι εμείς παρακολουθούμε τους δυο μεσήλικες τώρα, να προσπαθούν να διαλέξουν τον νεαρό ηθοποιό που θα τους ενσαρκώσει, να τον καθοδηγούν στο παίξιμο, και να διηγούνται το γεγονός του μαχαιρώματος, ο καθένας από τη δική του πλευρά. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν συμμετέχει και ένα κορίτσι που υποδύεται μια ξαδέρφη του Μαχμαλμπάφ που τάχα τον βοήθησε στην προσπάθειά του να αφοπλίσει τον αστυνομικό. Όμως η αλήθεια είναι ότι όλη η ταινία είναι σκηνοθετημένη από το Μαχμαλμπάφ και η αίσθηση του ντοκιμαντέρ είναι εντελώς πλαστή. Στην πραγματικότητα κορίτσι δεν υπήρχε. Και ο «αστυνόμος» είμαι σχεδόν σίγουρη ότι δεν είναι ο αυθεντικός.
Αυτό που ενδιαφέρει το σκηνοθέτη δεν είναι όμως η «αυθεντική» εξιστόρηση των γεγονότων. Αντίθετα η μυθοπλασία και η πραγματικότητα περιπλέκονται, και τα όρια μεταξύ ταινίας και «ταινίας μέσα στην ταινία» συχνά χάνονται. Αυτό συμβαίνει και σε πολλές άλλες ιρανικές ταινίες, όπως πχ. ο «Καθρέπτης» του Παναχί, εδώ όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο μπερδεμένα.
Η ταινία αυτή είναι από τις αγαπημένες μου, όχι μόνο για το παιχνίδι με την πραγματικότητα, αλλά και για το απλοϊκό ίσως αλλά συγκινητικό μήνυμά της, και κυρίως για τη φωτογραφία.
Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011
3 ταινίες του Amir Naderi
Davandeh [The Runner] (1985) Αυτή λένε ότι είναι η πρώτη μετεπαναστατική ιρανική ταινία που τράβηξε την προσοχή των ξένων, κι αυτή που έκανε της μόδας ιστορίες με φτωχά αθώα παιδιά που δεινοπαθούν. Αν και νομίζω ο Κιαροσταμι είχε αρχίσει να γυρίζει ταινίες με παιδιά πριν ακόμα κι απ' την επανάσταση.
Εδώ πρωταγωνιστής είναι ο Amiro, ένα αγόρι που ζει μόνο του σε ένα εγκαταλειμμένο πλοίο σ' ένα λιμάνι του Περσικού Κόλπου. Κάνει κάθε είδους δουλειά, αλλά σε καμιά δεν ορθοποδεί, και συνέχεια τρέχει. Για να πάει στη δουλειά, για να κυνηγήσει κλέφτες, σε αγώνα δρόμου με φίλους του, ή απλά γιατί του αρέσει.
Αντίθετα με τα «Παιδιά του Παραδείσου» του Ματζιντί, το τρέξιμο δε γίνεται από έκτακτη ανάγκη, ούτε φέρνει την τελική λύση στα προβλήματα του μικρού και την «κάθαρση» στην ταινία. Αντίθετα, ο Amiro δε φαίνεται καν δυστυχισμένος ή αγχωμένος με τη ζωή του, της οποίας παρακολουθούμε απλά κάποια αποσπάσματα, και όχι μια ιστορία με αρχή και τέλος. Και το έπαθλο του τελικού αγώνα δρόμου είναι ένα κομμάτι πάγος που λιώνει μπροστά στη φωτιά.
Πέρα από το συμβολισμό και την κοινωνική κριτική, ο «Δρομέας» έχει πολύ ωραία φωτογραφία. Η φωτογραφία σε συνδυασμό με την έλλειψη μιζέριας και εκβιαστικής συγκίνησης είναι που κάνουν την ταινία μια απ' τις ωραιότερες ιρανικές που έχω δει.
Διάβασα ότι στις πρώτες ταινίες μετά την επανάσταση δεν εμφανίζονταν καθόλου γυναίκες, αργότερα άρχισαν να εμφανίζονται χωρίς όμως να κινούνται στο χώρο, και τελικά έγιναν ένα από τα κύρια θέματα του καλλιτεχνικού αλλά και του εμπορικού κινηματογράφου. Κι εδώ, χαρακτηριστικά, δεν εμφανίζεται καμία σχεδόν γυναίκα, και 2-3 που εμφανίζονται, δε βλέπουμε τα πρόσωπά τους.
Aab, baad, khaak [Water, wind, sand] Εδώ έχουμε τον ίδιο πρωταγωνιστή-δε ξέρω αν είναι και ο ίδιος χαρακτήρας-, που επιστρέφει στο χωριό των γονιών του, οι οποίοι όμως έχουν φύγει επειδή η λίμνη έχει ξεραθεί. Και στην υπόλοιπη διάρκεια της ταινίας, κάπου μια ώρα δηλαδή, το παιδί περιπλανιέται στην έρημο προσπαθώντας να βρει την οικογένειά του. Εδώ υπάρχουν ελάχιστοι διάλογοι, και το περισσότερα πλάνα δείχνουν απλά ανθρώπους να κινούνται ανάμεσα σε αμμοθύελλες, με μικρή ορατότητα. Όλοι ψάχνουν απεγνωσμένα για νερό, κάποιοι προσεύχονται, ζώα κείτονται ψόφια. Η κατάσταση θυμίζει βιβλική καταστροφή. Διαφορετικοί άνθρωποι δρουν με διαφορετικό τρόπο, οι περισσότεροι δεν ενδιαφέρονται για το διπλανό τους. Φυσικά ο ήρωας μας προσπαθεί να βοηθήσει τους γύρω του, δε χάνει την ανθρωπιά του, ούτε δέχεται τη μοίρα του με δεμένα χέρια όπως οι υπόλοιποι.
Το Aab, baad, khaak είναι μια επίσης ενδιαφέρουσα εντελώς μινιμαλιστική ταινία, αλλά δυστυχώς η κόπια που έχω βρει δεν είναι καλή, κι έτσι χάνεται το μεγάλο μέρος της γοητείας της. Κρίμα
Υπάρχει μια σύγχυση σχετικά με την ημερομηνία που γυρίστηκαν αυτές οι ταινίες. Σύμφωνα με την ιρανική βικιπαίδεια, το Davandeh είναι του 1363 (1984-1985) και το Aab, baad, khaak του 1364.
Τυχαία έπεσα και σε μια τρίτη, παλιότερη ταινία του Ναντερί, το Tangsir του 1974. Είναι ένα «έπος» που περιγράφει την εκδίκηση ενός φτωχού άντρα απέναντι στους πλούσιους έμπορους και σια που του πήραν τα χρήματα και δε σκοπεύουν να τα επιστρέψουν. Πέρα από το γεγονός ότι ..χμ, σαν ταινία με δυσκολία βλέπεται (και δε φταίει η κακή ποιότητα εικόνας), είναι ενδιαφέρον ότι προτρέπει ανοιχτά τους φτωχούς σε επανάσταση εναντίον της άρχουσας τάξης.Κι αυτό την εποχή της βασιλείας του Σάχη. Ενδιαφέρον είχε κι ο τρόπος που ο ήρωας σκοτώνει τους άοπλους κακούς: τους ανακοινώνει ότι θα πεθάνουν αλλά δεν τους σκοτώνει αμέσως, ώστε να χουμε την ευκαιρία να τους δούμε να τον ικετεύουν (μάταια βέβαια) και να κυλιούνται στο πάτωμα με πρόσωπα γεμάτα αγωνία. Επίσης δε θα ξεχάσω τα λόγια που λέει στον πρωταγωνιστή η γυναίκα του: «Σ' αγαπάω πιο πολύ κι απ' τα παιδιά μας- καλά ως εδώ-, αυτά κι αν πεθάνουν, θα μου κάνεις άλλα». Έλεος!
Η αρχική σκηνή, όπου ένα βόδι έχει αφηνιάσει και κυνηγάει τον κόσμο, κι αργότερα μια αναμαλλιασμένη γυναίκα θρηνεί απάνω του, θύμισε λίγο την «Αγελάδα».
Το θελε η τύχη και χτες, κι ενώ έξω έβρεχε, εκτός απ' το Aab, baad, khaak είδα ακόμα μια ταινία με διψασμένους στην έρημο: το Meek's Cutoff της Kelly Reichardt που μου άρεσε αρκετά, αν και τα μηνύματα του θα μπορούσε να τα είχε περάσει πολύ πιο διακριτικά. Θα μπορούσε να γίνει ένα ακόμα κινηματογραφικό είδος : «Δίψα στην έρημο» ή «Συμπεριφορά των ανθρώπων σε απρόσμενες αλλαγές κλίματος»!
Εδώ πρωταγωνιστής είναι ο Amiro, ένα αγόρι που ζει μόνο του σε ένα εγκαταλειμμένο πλοίο σ' ένα λιμάνι του Περσικού Κόλπου. Κάνει κάθε είδους δουλειά, αλλά σε καμιά δεν ορθοποδεί, και συνέχεια τρέχει. Για να πάει στη δουλειά, για να κυνηγήσει κλέφτες, σε αγώνα δρόμου με φίλους του, ή απλά γιατί του αρέσει.
Αντίθετα με τα «Παιδιά του Παραδείσου» του Ματζιντί, το τρέξιμο δε γίνεται από έκτακτη ανάγκη, ούτε φέρνει την τελική λύση στα προβλήματα του μικρού και την «κάθαρση» στην ταινία. Αντίθετα, ο Amiro δε φαίνεται καν δυστυχισμένος ή αγχωμένος με τη ζωή του, της οποίας παρακολουθούμε απλά κάποια αποσπάσματα, και όχι μια ιστορία με αρχή και τέλος. Και το έπαθλο του τελικού αγώνα δρόμου είναι ένα κομμάτι πάγος που λιώνει μπροστά στη φωτιά.
Πέρα από το συμβολισμό και την κοινωνική κριτική, ο «Δρομέας» έχει πολύ ωραία φωτογραφία. Η φωτογραφία σε συνδυασμό με την έλλειψη μιζέριας και εκβιαστικής συγκίνησης είναι που κάνουν την ταινία μια απ' τις ωραιότερες ιρανικές που έχω δει.
Διάβασα ότι στις πρώτες ταινίες μετά την επανάσταση δεν εμφανίζονταν καθόλου γυναίκες, αργότερα άρχισαν να εμφανίζονται χωρίς όμως να κινούνται στο χώρο, και τελικά έγιναν ένα από τα κύρια θέματα του καλλιτεχνικού αλλά και του εμπορικού κινηματογράφου. Κι εδώ, χαρακτηριστικά, δεν εμφανίζεται καμία σχεδόν γυναίκα, και 2-3 που εμφανίζονται, δε βλέπουμε τα πρόσωπά τους.
Το Aab, baad, khaak είναι μια επίσης ενδιαφέρουσα εντελώς μινιμαλιστική ταινία, αλλά δυστυχώς η κόπια που έχω βρει δεν είναι καλή, κι έτσι χάνεται το μεγάλο μέρος της γοητείας της. Κρίμα
Υπάρχει μια σύγχυση σχετικά με την ημερομηνία που γυρίστηκαν αυτές οι ταινίες. Σύμφωνα με την ιρανική βικιπαίδεια, το Davandeh είναι του 1363 (1984-1985) και το Aab, baad, khaak του 1364.
Τυχαία έπεσα και σε μια τρίτη, παλιότερη ταινία του Ναντερί, το Tangsir του 1974. Είναι ένα «έπος» που περιγράφει την εκδίκηση ενός φτωχού άντρα απέναντι στους πλούσιους έμπορους και σια που του πήραν τα χρήματα και δε σκοπεύουν να τα επιστρέψουν. Πέρα από το γεγονός ότι ..χμ, σαν ταινία με δυσκολία βλέπεται (και δε φταίει η κακή ποιότητα εικόνας), είναι ενδιαφέρον ότι προτρέπει ανοιχτά τους φτωχούς σε επανάσταση εναντίον της άρχουσας τάξης.Κι αυτό την εποχή της βασιλείας του Σάχη. Ενδιαφέρον είχε κι ο τρόπος που ο ήρωας σκοτώνει τους άοπλους κακούς: τους ανακοινώνει ότι θα πεθάνουν αλλά δεν τους σκοτώνει αμέσως, ώστε να χουμε την ευκαιρία να τους δούμε να τον ικετεύουν (μάταια βέβαια) και να κυλιούνται στο πάτωμα με πρόσωπα γεμάτα αγωνία. Επίσης δε θα ξεχάσω τα λόγια που λέει στον πρωταγωνιστή η γυναίκα του: «Σ' αγαπάω πιο πολύ κι απ' τα παιδιά μας- καλά ως εδώ-, αυτά κι αν πεθάνουν, θα μου κάνεις άλλα». Έλεος!
Η αρχική σκηνή, όπου ένα βόδι έχει αφηνιάσει και κυνηγάει τον κόσμο, κι αργότερα μια αναμαλλιασμένη γυναίκα θρηνεί απάνω του, θύμισε λίγο την «Αγελάδα».
Το θελε η τύχη και χτες, κι ενώ έξω έβρεχε, εκτός απ' το Aab, baad, khaak είδα ακόμα μια ταινία με διψασμένους στην έρημο: το Meek's Cutoff της Kelly Reichardt που μου άρεσε αρκετά, αν και τα μηνύματα του θα μπορούσε να τα είχε περάσει πολύ πιο διακριτικά. Θα μπορούσε να γίνει ένα ακόμα κινηματογραφικό είδος : «Δίψα στην έρημο» ή «Συμπεριφορά των ανθρώπων σε απρόσμενες αλλαγές κλίματος»!
Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011
Nar-o-nay [Pomegranate and Reed] (1989) του Saeed Ebrahimifar
Το Nar-o-nay είναι μια σχετικά δυσεύρετη ταινία, είναι δύσκολο να βρεις πληροφορίες γι'αυτή, φαίνεται σα να προβλήθηκε απλά σε φεστιβάλ και μετά ξεχάστηκε. Τόσο μεγαλύτερη ήταν η έκπληξή μου, όταν το έργο που άρχισε σαν ένα τυπικό ιρανικό αστικό δράμα με κίνδυνο να εξελιχθεί σε θρίλερ, με μαγικό τρόπο μετατράπηκε ξαφνικά σε μια λυρική, ποιητική ταινία. Που έχει πολλές επιρροές από το «Σαγιατ Νοβα». Οι ομοιότητες είναι τόσο έντονες που μπορεί να θεωρηθεί και αντιγραφή. Γιατί όχι όμως; Είναι καλό που δε δημιούργησε ποτέ σχολή ο Παρατζάνοφ; Εγώ προσωπικά συγκινήθηκα.
Το μόνο που με ενόχλησε λίγο ήταν το τέλος, όπου η ταινία ξαναγυρνάει στο αρχικό συμβατικό της στυλ. Και οι πιο ωραίες σκηνές είναι στην αρχή του κυρίου μέρους, εκεί που ο ποιητής θυμάται την παιδική του ηλικία, αυτές είναι και οι σκηνές που μοιάζουν περισσότερο με το «Σαγιατ Νοβα». Βέβαια αντί για το μυθικό «Βασιλιά του Τραγουδιού», εδώ έχουμε την ιστορία ενός ποιητή στο Ιράν του προηγούμενου αιώνα που παρουσιάζεται σαν καθημερινός άνθρωπος. Πάντως τα ποιήματα που ακούγονται είναι του Sohrab Sepehri, αλλά δε ξέρω αν ο χαρακτήρας του ποιητή στο «Nar-o-nay» έχει κάποια σχέση μ' αυτόν.
Το αρχείο που βρήκα στο worldscinema.com δεν είναι πολύ καλό, αλλά χαλάλι
Το μόνο που με ενόχλησε λίγο ήταν το τέλος, όπου η ταινία ξαναγυρνάει στο αρχικό συμβατικό της στυλ. Και οι πιο ωραίες σκηνές είναι στην αρχή του κυρίου μέρους, εκεί που ο ποιητής θυμάται την παιδική του ηλικία, αυτές είναι και οι σκηνές που μοιάζουν περισσότερο με το «Σαγιατ Νοβα». Βέβαια αντί για το μυθικό «Βασιλιά του Τραγουδιού», εδώ έχουμε την ιστορία ενός ποιητή στο Ιράν του προηγούμενου αιώνα που παρουσιάζεται σαν καθημερινός άνθρωπος. Πάντως τα ποιήματα που ακούγονται είναι του Sohrab Sepehri, αλλά δε ξέρω αν ο χαρακτήρας του ποιητή στο «Nar-o-nay» έχει κάποια σχέση μ' αυτόν.
Το αρχείο που βρήκα στο worldscinema.com δεν είναι πολύ καλό, αλλά χαλάλι
Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011
Shirin (2008) του Abbas Kiarostami
Έχουμε δει πολλές φορές ταινίες στον κινηματογράφο. Έχουμε αναρωτηθεί όμως ποτέ πως μας βλέπει η ίδια η ταινία; Αυτή ακριβώς την αίσθηση είχα όταν παρακολουθούσα τη «Σιρίν», όπου οι ρόλοι αντιστρέφονται: δεν βλέπουμε την ταινία που προβάλλεται και που είναι μια διασκευή της τραγικής ιστορίας «Χοσρόης και Σιρίν», αλλά τα πρόσωπα των γυναικών που την παρακολουθούν. Ακούμε όμως τους διαλόγους και γενικά τον ήχο της ταινίας. Οι γυναίκες θεατές είναι διάφορες Ιρανές ηθοποιοί, (πολύ περισσότερες από αυτές που έχει καταγράψει το imdb), μερικές είναι γνωστά πρόσωπα από ταινίες, άλλες όχι, μερικές είναι νέες και όμορφες, άλλες είναι φυσιολογικές. Συχνά δακρύζουν, η ιστορία είναι άλλωστε αρκετά μελοδραματική. Παρόλο που η ιδέα φαίνεται βαρετή, εγώ τουλάχιστον μπορούσα να φανταστώ ζωντανά τα τραγικά συμβάντα που υποτίθεται ότι συμβαίνουν στην οθόνη. Είναι μάλλον τα γεμάτα έκσταση πρόσωπα που δημιουργούν αυτήν την παράξενη αίσθηση, γιατί η ίδια η ιστορία δεν ήταν τόσο καλή.
Φυσικά, η υποτιθέμενη ταινία που παρακολουθούν οι γυναίκες δεν υπάρχει. Φαίνεται εξάλλου από την κακή ποιότητα του ήχου, και από την ίδια την αφήγηση που μοιάζει περισσότερο να ανήκει σε ραδιοφωνικό δράμα. Και η φωνές, ειδικά της Σιρίν είναι λίγο ψεύτικες. Δε ξέρω αν αυτό ήταν στα σχέδια του Κιαροστάμι, αλλά ειδικά προς το τέλος είχα αρχίσει να ενοχλούμαι από τις ηθοποιούς που έκλαιγαν με μια τόσο γλυκανάλατη «ταινία». Βέβαια για τους Ιρανούς η ιστορία είναι γνωστή και σίγουρα κάνουν συνειρμούς που εγώ δε μπορώ να κάνω. Επίσης δε ξέρω κατά πόσο το κείμενο που μιλάει για τη δυστυχία μιας γυναίκας που προκλήθηκε από τα λάθη και τις μηχανορραφίες των αντρών, επιλέχθηκε για να μεταφέρει ένα πολιτικό μήνυμα.
Συνολικά δε ξέρω πως να περιγράψω την ταινία αυτή , για μένα ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία, και θα ήθελα να δω και άλλες παρόμοιες ταινίες που να δείχνουν την αντίδραση των θεατών σε αυθεντική (ή και όχι) παρακολούθηση ταινίας στον κινηματογράφο
Προσωπικά έπεσα και στην παγίδα να προσπαθώ να αναγνωρίσω πρόσωπα, και να σκέφτομαι αχ που έπαιξε αυτή, κάπου την ξέρω. Η ταινία έχει πλάκα και για όσους θέλουν να δουν φυσιογνωμίες από κάθε πλευρά του Ιράν, και διαφορετικούε τύπους μακιγιάζ, ή φορέματος της μαντήλας. Υπάρχει μια ηθοποιός χωρίς καθόλου φρύδι, μόνο μια ζωγραφιστή γραμμή στη θέση των φρυδιών, και κάπως έτσι είναι στην πραγματικότητα η πλειοψηφία των μοντέρνων γυναικών στο Ιράν σήμερα. Στο βάθος φαίνεται και μια γυναίκα με επιδέσμους στη μύτη από πλαστική εγχείρηση. Και πάλι οι πλαστικές εγχειρήσεις μύτης είναι συχνότατες και μάλιστα, οι γυναίκες και κάποιοι άντρες που τις κάνουν δεν ντρέπονται να κυκλοφορούν στο δρόμο με τους επιδέσμους. Βέβαια τα πρόσωπα των ηθοποιών εδώ δεν είναι αντιπροσωπευτικά: ένα πολύ μεγάλο ποσοστό Ιρανών χρησιμοποιεί τόσο έντονο μακιγιάζ που φαίνεται κακόγουστο για τα δυτικά τουλάχιστον δεδομένα.
Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011
L'étoile du soldat (2006) του Christophe de Ponfilly
L'étoile du soldat, το άστρο του στρατιώτη, ή η «Ιστορία ενός στρατιώτη» όπως το βρήκα στο google είναι μια ιδιόμορφη ταινία που θυμίζει ντοκιμαντέρ. Έψαξα να το βρω γιατί είδα ότι συμμετείχε η μικρή Gol-Ghotai, που εδώ όμως παίζει ένα εντελώς δευτερεύοντα ρόλο. Το χειρότερο είναι ότι βρήκα μόνο γαλλικούς υπότιτλους και ξέρω ελάχιστα γαλλικά, οπότε δεν κατάλαβα τα πάντα. Σε γενικές γραμμές βλέπουμε την ιστορία ενός Ρώσου στρατιώτη που στέλνεται να πολεμήσει στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του 80. Ο Νικολάι είναι τραγουδιστής ροκ σε μια μουντή ρώσικη κωμόπολη και το τελευταίο που θέλει είναι να γίνει στρατιώτης. Στο Αφγανιστάν γνωρίσει τη σκληρότητα του πολέμου, και καταλαβαίνει ότι η σοβιετική προπαγάνδα δε λέει την αλήθεια για τον αφγανικό λαό, φίλοι του τραυματίζονται κτλ. Κάποια στιγμή Αφγανοί πολεμιστές τον συλλαμβάνουν και αφού γνωρίζει τον πολιτισμό τους, αλλάζει στρατόπεδο και γίνεται μουσουλμάνος. Η ιστορία αυτή είναι αληθινή: ένας από τους χαρακτήρες που εμφανίζονται , ένας Γάλλος ρεπόρτερ που ακολουθεί τους Αφγανούς είναι το αλτερ εγκο του σκηνοθέτη, κι ο Νικολάι είναι ένας Ρώσος αιχμάλωτος που γνώρισε σε μια από τις «αποστολές» του στο Αφγανιστάν.
Το κακό με την ταινία είναι η φωνή που ακούγεται συχνότατα και που αφηγείται γεγονότα, περιγράφει συναισθήματα εκφράζει απόψεις κτλ. Δεν έχω κάτι εναντίον του voice over, αλλά εδώ νομίζω ότι έγινε κατάχρηση: μερικές σκηνές φαίνονται σαν αναπαράσταση των γεγονότων σε ντοκιμαντέρ πχ αυτά με τους πρωτόγονους χομο σαπιενς, όπου μια φωνή λέει «οι άνθρωποι τρέφονταν με ρίζες και καρπούς γιατί δεν υπήρχαν ζώα για κυνήγι» κι εμείς βλέπουμε δυο τρεις πρωτόγονους να τρώνε ρίζες και καρπούς. Πέρα από αυτό υπάρχουν μερικές σκηνές κλισέ, όπως οι Ρώσοι στρατιώτες που τραγουδάνε παλιές μπαλάντες ή ειδυλλιακές στιγμές από τη ζωή των αμάχων που καταστρέφεται από τον πόλεμο. Οι Αφγανοί πολεμιστές φαίνονται άγιοι (η ενοχλητική φωνή έχει προλάβει να μας μιλήσει για τον πατριωτισμό τους), και ο πρωταγωνιστής δεν πείθει σαν νέος τραγουδιστής ροκ- μοιάζει περισσότερο με σαραντάρη. Βέβαια δε ξέρω την αληθινή του ιστορία, και σίγουρα δε θέλω να κρίνω αρνητικά μια ταινία, της οποίας δεν κατάλαβα καλά τους διαλόγους (και το voice over).
Η αλήθεια είναι ότι η εκτίμησή μου για το «étoile du soldat» ανέβηκε όταν διάβασα περισσότερα για το σκηνοθέτη της, ο οποίος αγάπησε τη χώρα αυτή και διακινδύνεψε τη ζωή του για να κινηματογραφήσει τον «αγώνα του λαού». Αυτοκτόνησε το 2006 πριν την προβολή της ταινίας στο φεστιβάλ της Βενετίας. Ο Massoud είναι μια ακόμα ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, που είχε συναρπάσει το σκηνοθέτη, εδώ όμως ο χαρακτήρας του δεν παρουσιάζεται αρκετά. Πολύ θα ήθελα πάντως να βρω κάποια από τα ντοκιμαντέρ που είχε γυρίσει ο de Ponfilly προηγουμένως.
Το κακό με την ταινία είναι η φωνή που ακούγεται συχνότατα και που αφηγείται γεγονότα, περιγράφει συναισθήματα εκφράζει απόψεις κτλ. Δεν έχω κάτι εναντίον του voice over, αλλά εδώ νομίζω ότι έγινε κατάχρηση: μερικές σκηνές φαίνονται σαν αναπαράσταση των γεγονότων σε ντοκιμαντέρ πχ αυτά με τους πρωτόγονους χομο σαπιενς, όπου μια φωνή λέει «οι άνθρωποι τρέφονταν με ρίζες και καρπούς γιατί δεν υπήρχαν ζώα για κυνήγι» κι εμείς βλέπουμε δυο τρεις πρωτόγονους να τρώνε ρίζες και καρπούς. Πέρα από αυτό υπάρχουν μερικές σκηνές κλισέ, όπως οι Ρώσοι στρατιώτες που τραγουδάνε παλιές μπαλάντες ή ειδυλλιακές στιγμές από τη ζωή των αμάχων που καταστρέφεται από τον πόλεμο. Οι Αφγανοί πολεμιστές φαίνονται άγιοι (η ενοχλητική φωνή έχει προλάβει να μας μιλήσει για τον πατριωτισμό τους), και ο πρωταγωνιστής δεν πείθει σαν νέος τραγουδιστής ροκ- μοιάζει περισσότερο με σαραντάρη. Βέβαια δε ξέρω την αληθινή του ιστορία, και σίγουρα δε θέλω να κρίνω αρνητικά μια ταινία, της οποίας δεν κατάλαβα καλά τους διαλόγους (και το voice over).
Η αλήθεια είναι ότι η εκτίμησή μου για το «étoile du soldat» ανέβηκε όταν διάβασα περισσότερα για το σκηνοθέτη της, ο οποίος αγάπησε τη χώρα αυτή και διακινδύνεψε τη ζωή του για να κινηματογραφήσει τον «αγώνα του λαού». Αυτοκτόνησε το 2006 πριν την προβολή της ταινίας στο φεστιβάλ της Βενετίας. Ο Massoud είναι μια ακόμα ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, που είχε συναρπάσει το σκηνοθέτη, εδώ όμως ο χαρακτήρας του δεν παρουσιάζεται αρκετά. Πολύ θα ήθελα πάντως να βρω κάποια από τα ντοκιμαντέρ που είχε γυρίσει ο de Ponfilly προηγουμένως.
Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011
Roozi ke zan shodam [The Day I Became a Woman](2000) και Sag-haye velgard [Stray Dogs] (2004) της Marzieh Meshkini
Roozi ke zan shodam Η «μέρα που έγινα γυναίκα» ξεκινάει υπο τους ήχους παραδοσιακής μουσικής ενώ βλέπουμε ένα μαύρο πανί που ανήκει σε μια αυτοσχέδια βάρκα όπως μαθαίνουμε αργότερα, μια βάρκα που πλέει αλλά μοιάζει να μην πηγαίνει πουθενά. Έτσι αρχίζει η πρώτη ιστορία που δίνει και το τίτλο στην ταινία: Η Χαβά κλείνει τα 9 χρόνια και γίνεται γυναίκα σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο. Γι' αυτό η μητέρα και η γιαγιά της της απαγορεύουν να παίζει με αγόρια, επειδή όμως γεννήθηκε μεσημέρι, έχει χρόνο μέχρι τις 12 μμ για να αποχαιρετήσει τον καλύτερό της φίλο.
Στο δεύτερο μέρος, το ωραιότερο κατά τη γνώμη μου, βλέπουμε μια γυναίκα που παίρνει μέρος σε αγώνα δρόμου με ποδήλατα, και που όλοι οι αρσενικοί συγγενείς της προσπαθούν να την εμποδίσουν. Οι διάλογοι εδώ είναι ελάχιστοι, η ίδια η γυναίκα δε μιλάει σχεδόν καθόλου, στα λόγια και τις απειλές των συγγενών της απλά επιταχύνει. Δεν είναι τόσο η υπόθεση που εντυπωσιάζει όσο η υπέροχη φωτογραφία: μαύρες φιγούρες να τρέχουν με φόντο ένα ερημικό τοπίο, κι από πίσω οι καβαλάρηδες σαν άγγελοι θανάτου.
Και το τρίτο μέρος είναι σουρεαλιστικό -ας μην ξεχνάμε ότι η ταινία γυρίστηκε στο νησί Κις του Περσικού κόλπου, και για κάθε ιρανό σκηνοθέτη που σέβεται τον εαυτό του Κόλπος=Σουρεαλισμός. Μια ηλικιωμένη που μόλις έχει κληρονομήσει πολλά χρήματα φτάνει στο νησί για να αγοράσει ότι τόσα χρόνια είχε στερηθεί, όπως ψυγείο (το σπουδαιότερο), ηλεκτρική κουζίνα, σαλόνι, νυφικό, πλυντήριο ρούχων κτλ, και τα αφήνει όλα στην αμμουδιά. Θα μπορούσε να το δει κανείς βέβαια σαν σάτιρα του καταναλωτισμού, πχ κάποια στιγμή στην παραλία, τα παιδιά ανοίγουν το ψυγείο, και είναι γεμάτο με φαγητά και φρούτα ακριβώς όπως στις διαφημίσεις, ενώ ένα άλλο παιδί τραβάει την άμμο με την ηλεκτρική σκούπα. Ένα άλλο αγόρι πάλι δοκιμάζει το νυφικό και το μακιγιάζ της γριάς, γενικά γίνεται το έλα να δεις.
Όταν είδα πρώτη φορά την ταινία πριν 10 χρόνια, μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση το πρώτο μέρος, αφού παρουσιάζει και μια πιο κραυγαλέα κατάσταση, ενώ το τρίτο μέρος με τη γριά μου φάνηκε εντελώς άκυρο. Τώρα το πρώτο μέρος δε μου άρεσε τόσο, είναι και τα παιδιά που δεν παίζουν τόσο καλά.
Γενικά πάντως, αυτή η ταινία είναι από τις αγαπημένες μου, κι αυτό παρά τα σύμβολα που περισσεύουν, και παρόλο που συχνά φαίνεται σαν να ζητάει να δει ο «κόσμος» τα πάθη των γυναικών του Ιράν. Η μουσική είναι ιδιαίτερα υποβλητική και βασίζεται στη μουσική περιοχών του Ιράν αλλά και εκτός Ιράν- πολύ θα θελα να βρω το σάουντρακ αν υπάρχει.
Sag-haye velgard. Το πόστερ από πάνω παραπέμπει σε ταινία φανταστικού, όμως τα «Αδέσποτα Σκυλιά» είναι μια απολύτως νεορεαλιστική ταινία, εμπνευσμένη από τις θεωρίες του Cesare Zavattini. Στο Αφγανιστάν, δυο παιδιά που η μητέρα τους είναι φυλακή για μοιχεία, και ο πατέρας τους είναι φυλακή επειδή είναι ταλιμπάν (αργότερα μάλιστα το στέλνουν στο ...Γκουαντάναμο) αναγκάζονται να δουλέψουν τη μέρα για να βγάλουν το ψωμί τους. Τη νύχτα κοιμούνται στη φυλακή της μητέρας τους. Τα παιδιά συμβολίζουν φαντάζομαι τον αφγανικό λαό που υποφέρει ταυτόχρονα από τη μεσαιωνική του νοοτροπία και από τους δυτικούς εισβολείς.
Εδώ δεν υπάρχουν τα σύμβολα και ο σουρεαλισμός της «Μέρας που έγινα Γυναίκα». Η κάμερα παρακολουθεί τα παιδιά στις καθημερινές τους ασχολίες και αργότερα στην προσπάθειά τους να βρουν στέγη, δίνοντας μας την ευκαιρία να μάθουμε αρκετά για τη δυστυχία και το χάος της μετα-ταλιμπάν εποχής. Μερικές σκηνές μοιάζουν να είναι από ντοκιμαντέρ, όπως η σκυλομαχία. Υπάρχει και μια -ατυχής για μένα- αναφορά στους «Κλέφτες των Ποδηλάτων». Γενικά υπάρχει πολύς διδακτισμός και την ταινία την παρακολούθησα με ενδιαφέρον μόνο για τη μικρή Gol-Ghotai που παίζει καταπληκτικά. Και για μερικές ωραίες σκηνές, όπως η κλοπή του κεφαλιού του ταύρου.
Η Gol-Ghotai (αυτό είναι και το πραγματικό όνομα του κοριτσιού) παίζει και στο Two-Legged Horse (2008) της Σαμιρα Μαχμαλμπάφ. Δε ξέρω αν υποδύεται τον ίδιο χαρακτήρα, αλλά είναι κρίμα αν το μικρό κοριτσάκι από τα «Αδέσποτα Σκυλιά» κατέληξε έτσι όπως παρουσιάζεται στο Two-Legged Horse.
Πολύ ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις της Μεσκινί μπορεί να βρει κανείς στο σαιτ των Μαχμαλμπάφ: http://www.makhmalbaf.com
Στο δεύτερο μέρος, το ωραιότερο κατά τη γνώμη μου, βλέπουμε μια γυναίκα που παίρνει μέρος σε αγώνα δρόμου με ποδήλατα, και που όλοι οι αρσενικοί συγγενείς της προσπαθούν να την εμποδίσουν. Οι διάλογοι εδώ είναι ελάχιστοι, η ίδια η γυναίκα δε μιλάει σχεδόν καθόλου, στα λόγια και τις απειλές των συγγενών της απλά επιταχύνει. Δεν είναι τόσο η υπόθεση που εντυπωσιάζει όσο η υπέροχη φωτογραφία: μαύρες φιγούρες να τρέχουν με φόντο ένα ερημικό τοπίο, κι από πίσω οι καβαλάρηδες σαν άγγελοι θανάτου.
Και το τρίτο μέρος είναι σουρεαλιστικό -ας μην ξεχνάμε ότι η ταινία γυρίστηκε στο νησί Κις του Περσικού κόλπου, και για κάθε ιρανό σκηνοθέτη που σέβεται τον εαυτό του Κόλπος=Σουρεαλισμός. Μια ηλικιωμένη που μόλις έχει κληρονομήσει πολλά χρήματα φτάνει στο νησί για να αγοράσει ότι τόσα χρόνια είχε στερηθεί, όπως ψυγείο (το σπουδαιότερο), ηλεκτρική κουζίνα, σαλόνι, νυφικό, πλυντήριο ρούχων κτλ, και τα αφήνει όλα στην αμμουδιά. Θα μπορούσε να το δει κανείς βέβαια σαν σάτιρα του καταναλωτισμού, πχ κάποια στιγμή στην παραλία, τα παιδιά ανοίγουν το ψυγείο, και είναι γεμάτο με φαγητά και φρούτα ακριβώς όπως στις διαφημίσεις, ενώ ένα άλλο παιδί τραβάει την άμμο με την ηλεκτρική σκούπα. Ένα άλλο αγόρι πάλι δοκιμάζει το νυφικό και το μακιγιάζ της γριάς, γενικά γίνεται το έλα να δεις.
Όταν είδα πρώτη φορά την ταινία πριν 10 χρόνια, μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση το πρώτο μέρος, αφού παρουσιάζει και μια πιο κραυγαλέα κατάσταση, ενώ το τρίτο μέρος με τη γριά μου φάνηκε εντελώς άκυρο. Τώρα το πρώτο μέρος δε μου άρεσε τόσο, είναι και τα παιδιά που δεν παίζουν τόσο καλά.
Γενικά πάντως, αυτή η ταινία είναι από τις αγαπημένες μου, κι αυτό παρά τα σύμβολα που περισσεύουν, και παρόλο που συχνά φαίνεται σαν να ζητάει να δει ο «κόσμος» τα πάθη των γυναικών του Ιράν. Η μουσική είναι ιδιαίτερα υποβλητική και βασίζεται στη μουσική περιοχών του Ιράν αλλά και εκτός Ιράν- πολύ θα θελα να βρω το σάουντρακ αν υπάρχει.
Sag-haye velgard. Το πόστερ από πάνω παραπέμπει σε ταινία φανταστικού, όμως τα «Αδέσποτα Σκυλιά» είναι μια απολύτως νεορεαλιστική ταινία, εμπνευσμένη από τις θεωρίες του Cesare Zavattini. Στο Αφγανιστάν, δυο παιδιά που η μητέρα τους είναι φυλακή για μοιχεία, και ο πατέρας τους είναι φυλακή επειδή είναι ταλιμπάν (αργότερα μάλιστα το στέλνουν στο ...Γκουαντάναμο) αναγκάζονται να δουλέψουν τη μέρα για να βγάλουν το ψωμί τους. Τη νύχτα κοιμούνται στη φυλακή της μητέρας τους. Τα παιδιά συμβολίζουν φαντάζομαι τον αφγανικό λαό που υποφέρει ταυτόχρονα από τη μεσαιωνική του νοοτροπία και από τους δυτικούς εισβολείς.
Εδώ δεν υπάρχουν τα σύμβολα και ο σουρεαλισμός της «Μέρας που έγινα Γυναίκα». Η κάμερα παρακολουθεί τα παιδιά στις καθημερινές τους ασχολίες και αργότερα στην προσπάθειά τους να βρουν στέγη, δίνοντας μας την ευκαιρία να μάθουμε αρκετά για τη δυστυχία και το χάος της μετα-ταλιμπάν εποχής. Μερικές σκηνές μοιάζουν να είναι από ντοκιμαντέρ, όπως η σκυλομαχία. Υπάρχει και μια -ατυχής για μένα- αναφορά στους «Κλέφτες των Ποδηλάτων». Γενικά υπάρχει πολύς διδακτισμός και την ταινία την παρακολούθησα με ενδιαφέρον μόνο για τη μικρή Gol-Ghotai που παίζει καταπληκτικά. Και για μερικές ωραίες σκηνές, όπως η κλοπή του κεφαλιού του ταύρου.
Η Gol-Ghotai (αυτό είναι και το πραγματικό όνομα του κοριτσιού) παίζει και στο Two-Legged Horse (2008) της Σαμιρα Μαχμαλμπάφ. Δε ξέρω αν υποδύεται τον ίδιο χαρακτήρα, αλλά είναι κρίμα αν το μικρό κοριτσάκι από τα «Αδέσποτα Σκυλιά» κατέληξε έτσι όπως παρουσιάζεται στο Two-Legged Horse.
Η Gol-Ghotai με το αδέσποτο σκυλάκι που έσωσε από φανατισμένα παιδιά |
Η Gol-Ghotai 4 χρόνια αργότερα στο Two-legged horse της Samira Makhmalbaf |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)