Σ' αυτή τη σατιρική ταινία το 1981 σε ένα χωριό της Καταλονίας, ένας νέος εφημέριος προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην προοδευτικότητα και την καλή του καρδιά από τη μία, και στους κανόνες της καθολικής εκκλησίας από την άλλη. Όλες οι γυναίκες του χωριού τον έχουν ερωτευτεί. Η ισορροπία χαλάει όταν φτάνει ο θείος του από το Βατικανό και αποφασίζει να διοργανώσει ένα συνέδριο για τη «Σεξουαλικότητα στον Καθολικισμό» και απαιτεί την απομάκρυνση μιας δημοφιλούς πόρνης. Παράλληλα εμφανίζονται κρούσματα ανήθικης συμπεριφοράς από νεαρές γυναίκες που τις έχει ξεμυαλίσει όλες ο ίδιος άντρας, ο οποίος έχει ταυτόχρονα σχέσεις με το φαρμακοποιό. Τελικά πόρνες, φεμινίστριες, γκέι, και αριστεροί φτάνουν από τη Βαρκελώνη για να διαδηλώσουν εναντίον του συνεδρίου, ο εφημέριος ερωτεύεται μια τραβεστί και στο τέλος οι διαφορετικές πλευρές συμφιλιώνονται.
Γενικά δεν αντέχω πολύ αυτού του είδους τις κωμωδίες με τα συνεχή σεξουαλικά υπονοούμενα και τα αντιεκκλησιαστικά αστεία, αλλά εδώ οι διάλογοι είναι μερικές φορές πετυχημένοι και οι ηθοποιοί παίζουν καλά, κυρίως η Rosa Maria Sardà στο ρόλο της πόρνης του χωριού. Υπάρχει και μια ευαισθησία στην παρουσίαση των χαρακτήρων, όλοι είναι συμπαθητικοί. Από την άλλη το μήνυμα της ταινίας και η ατμόσφαιρα που περιγράφεται είναι σήμερα ξεπερασμένα, η καθολική εκκλησία δεν ασκεί σχεδόν καθόλου επιρροή στην κοινωνία, η παρουσίαση των εκδιδόμενων γυναικών σαν επαναστάτριες μοιάζει αφελής, η απεικόνιση λάγνων ιερέων δε σοκάρει.
Η ταινία γυρίστηκε το 1981, λίγο μετά το θάνατο του Φράνκο, όταν η δικτατορία του είχε αρχίζει να μετατρέπεται σιγά σιγά σε δημοκρατία. Η λογοκρισία στον κινηματογράφο είχε πάψει να υπάρχει κι αυτό έδωσε την ευκαιρία σε όλο τον προοδευτικό κόσμο να σατιρίσει αλύπητα τις άλλοτε ακλόνητες δομές του ισπανικού κράτους, όπως η εκκλησία, η αστυνομία, αλλά και τον υποκριτικό και συντηρητικό τρόπο ζωής που προωθούσε το καθεστώς. Έτσι εμφανίστηκαν ταινίες με έντονη διάθεση να κριτικάρουν το ήδη ξεπερασμένο σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη «σύστημα» και είχαν επίκεντρο την καθυστερημένη σεξουαλική απελευθέρωση. Δεν είναι τυχαίο ότι από αυτή την εποχή ξεπήδησε ο Αλοδόβαρ- η αγαπημένη μου Pepi, Luci, Bom y otras chicas del montón, είναι ένα παράδειγμα. Βέβαια, σήμερα οι περισσότερες από τις ταινίες που ξεφύτρωσαν τότε έχουν χάσει τη γοητεία τους, ο Αλμοδόβαρ είναι εξαίρεση.
Με το τέλος της δικτατορίας, καταργήθηκαν και οι νόμοι που απαγόρευαν τη χρήση άλλης γλώσσας από τα καστιλιάνικα, κι αυτό έδωσε την ευκαιρία να γυριστούν οι πρώτες καταλανόφωνες ταινίες, όπως και η παραπάνω. Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος: Στον «Εφημέριο του Ολότ» συμμετέχουν πολλοί αντιπρόσωποι της καταλανικής κουλτούρας. Ανάμεσά τους η πολύ καλή ηθοποιός Rosa Maria Sardà (είναι η μαμά της Πενέλοπε στο Όλα για τη μητέρα μου), η συγγραφέας, ακτιβίστρια και πολλά άλλα Maria Aurèlia Capmany στο ρόλο της αντιδραστικής οικονόμου, η Núria Feliu, ντίβα του ελαφρού τραγουδιού και μία από του πρώτους που τραγούδησαν στην καταλανική γλώσσα, η πολύ νέα τότε τραγουδοποιός Marina Rossell, ο επίσης τραγουδοποιός Pere Tàpias, ο βαλενσιάνος Joan Monleón και πολλοί ηθοποιοί που δεν τους ξέρω αλλά όλο και κάπου τους έχω ξαναδεί.
Μερικά τραγούδια της Núria Feliu και της Marina Rossell
Πήρα και κάτι άλλο από την ταινία: Κάποια στιγμή ο εφημέριος εξομολογείται στο φαρμακοποιό ότι όταν ήταν έφηβος έβγαζε τις τρίχες από το εφήβαιο και τις μασχάλες του, γιατί ήθελε να παραμείνει αγνός και καθαρός. Ο φαρμακοποιός του λέει ότι αυτό είναι μια μορφή ευνουχισμού. Λοιπόν αυτό πιστεύω κι εγώ για τις σύγχρονες γυναίκες: είμαστε όλες από την εφηβεία μας ευνουχισμένες, με την ευλογία μαμάδων, φιλενάδων και κέντρων ομορφιάς
Σάββατο 30 Ιουλίου 2011
Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011
Sans toit ni loi (1985) της Agnès Varda
Η ταινία Sans toit ni loi περιγράφει τις τελευταίες μέρες της ζωής μιας νέας γυναίκας που μόλις έχει βρεθεί νεκρή στα χωράφια. Είναι μια γυναίκα που ταξιδεύει χωρίς σκοπό ψάχνοντας μόνο φαγητό, τσιγάρα, ναρκωτικά, ένα μέρος να κοιμηθεί. Ζητιανεύει, κάνει οτοστόπ, δε δείχνει σεβασμό σε τίποτα, πάντα λέει αυτό που σκέφτεται. Οι σκηνές από τη ζωή της εναλλάσσονται από συνεντεύξεις που παίρνει η αφηγήτρια από τους ανθρώπου που τη γνώρισαν τον τελευταίο καιρό. Η πορεία της ηρωίδας είναι απ' το κακό στο χειρότερο και τελικά πεθαίνει από το κρύο.
Το Sans toit ni loi είναι το ακριβώς αντίθετο του L'une chante, l'autre pas απ 'όλες τος απόψεις: Εδώ η πρωταγωνίστρια είναι άσχημη βρώμικη και αντιπαθητική, τα χρώματα μουντά, το τέλος δείχνει την αποτυχία της ελευθερίας.
Προσωπικά με προβλημάτισε πάρα πολύ και ακόμα δεν έχω καταλάβει τί ήθελε να πει η δημιουργός της. Σίγουρα το κύριο θέμα της είναι η ελευθερία. Η Μονά αποφασίζει να ζήσει εντελώς ελεύθερα, όχι μόνο επειδή δεν έχει σταθερή κατοικία, ούτε δεσμούς με ανθρώπους, αλλά και επειδή έχει σταματήσει να υποκρίνεται, και λέει ότι σκέφτεται: πολλές φορές θυμώνει που κάποιος δε θέλει να την κρατήσει άλλο μαζί του, και τον βρίζει. Δεν κάνει τίποτα για τους άλλους, ούτε καν μπάνιο, για να μη μυρίζει. Κάνει ότι θέλει, εκτός από τις λίγες στιγμές που πεινάει και αναγκάζεται να δουλέψει, και θέλει πολύ λίγα. Έχει χάσει την εξάρτηση από τα υλικά αγαθά. Δεν έχει ιδεολογίες που να τη βασανίζουν. Είναι λοιπόν εντελώς ελεύθερη.
Δε φαίνεται να έχει ιδιαίτερα έντονη θέληση για ζωή, ή δε ξέρει καλά να φροντίζει τον εαυτό της, έτσι κι αλλιώς δε ξέρουμε πόσο καιρό ζει έτσι.Η αγένεια της μερικές φορές μου φάνηκε υπερβολική, πέρα από τον αυθορμητισμό της, δείχνει να έχει περιφρόνηση προς τους ανθρώπους. Δε ξέρουμε αν είναι ένα «δύσκολο» άτομο που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερα ή αν στο τέλος κουράστηκε από τη δειλία και τη συμβατικότητα των άλλων.
Εκτός από το ψυχογράφημα της ηρωίδας, ενδιαφέρον έχουν οι αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι της. Αλλά και αυτά που έχουν να πουν γι' αυτή στη «συνέντευξη». Ο καθένας στέκεται σε ένα διαφορετικό στοιχείο του χαρακτήρα της. Τη θαυμάζουν, τη ζηλεύουν, τη σιχαίνονται, τη λυπούνται, την βλέπουν με περιέργεια, κάποιοι θέλουν απλά να την πηδήξουν ή τέλος πάντων να την εκμεταλλευτούν, για τους περισσότερους δε ξέρουμε τί ακριβώς νιώθουν γι' αυτή. Μάλλον υπονοείται ότι βλέπουν σ' αυτή αυτό που θέλουν να δουν.
Το φύλο της είναι κι αυτό σημαντικό. Αν ήταν άντρας δε θα ξάφνιαζε τόσο. Η θέα όμως μιας βρώμικης γυναίκας που ταξιδεύει μόνη της προκαλεί. Βασικά είναι η πρώτη φορά που βλέπω στον κινηματογράφο μια γυναίκα που να φαίνεται πραγματικά βρώμικη, με μαλλιά κολλημένα, μαύρα νύχια, σκισμένα ρούχα, και όχι λίγο ψεύτικο μακιγιάζ ίσα ίσα για να υποδηλώσει μια υποψία ακαθαρσίας. Αλλά και το κουρασμένο και ανήσυχο βλέμμα της, οι γκριμάτσες του προσώπου της απέχουν πολύ από τις ατσαλάκωτες ηθοποιούς που παριστάνουν τις ταλαιπωρημένες. Επίσης το γεγονός ότι η Sandrine Bonnaire δεν είναι όμορφη προσθέτει στο ρεαλισμό της ταινίας.
Αν και ήθελα να αποφύγω να γράψω πάλι τις ιδεολογικές μου ανησυχίες, τελικά δεν άντεξα. Σκέφτομαι το κατά τα άλλα πολύ πιο συμβατικό και διάσημο Into the wild, όπου ο τελείως διαφορετικός ήρωας επίσης πεθαίνει στο τέλος. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας νεκρός ήρωας είναι πιο ρομαντικός και σίγουρα πιο τραγική φιγούρα από κάποιον που καταλήγει βοσκός ή ξαναγυρίζει στη «φυσιολογική» ζωή. Σίγουρα όμως δεν υπάρχει άλλη λύση για κάποιον που θέλει να ζει ελεύθερος εκτός από το θάνατο; Για μένα οι δύο αυτές ταινίες, και όχι μόνο αυτές φυσικά, επαναλαμβάνουν το μύθο της Κοκκινοσκουφίτσας: αν βγεις από το μονοπάτι θα σε φάει ο λύκος. Η αλλιώς: Ωραία η ελευθερία, αλλά εγώ θέλω να ζήσω, άρα ας μείνω στον καναπέ μου. Και με αυτή την αντίληψη διαφωνώ. Διαφωνώ γενικά με την τάση της τέχνης και του κινηματογράφου ειδικότερα να σκοτώνει όποιον είναι αντισυμβατικός.
Στην αρχή, όταν εμφανίζεται το πτώμα, υπάρχει ένα κοντινό πλάνο στο πρόσωπο της νεκρής Μονα, και στο λαιμό της φαίνεται η καρωτίδα που χτυπάει. Είναι λοιπόν δυνατό για έναν ηθοποιό να κρατήσει την αναπνοή του, αλλά όχι την καρδιά του!
Το Sans toit ni loi είναι το ακριβώς αντίθετο του L'une chante, l'autre pas απ 'όλες τος απόψεις: Εδώ η πρωταγωνίστρια είναι άσχημη βρώμικη και αντιπαθητική, τα χρώματα μουντά, το τέλος δείχνει την αποτυχία της ελευθερίας.
Προσωπικά με προβλημάτισε πάρα πολύ και ακόμα δεν έχω καταλάβει τί ήθελε να πει η δημιουργός της. Σίγουρα το κύριο θέμα της είναι η ελευθερία. Η Μονά αποφασίζει να ζήσει εντελώς ελεύθερα, όχι μόνο επειδή δεν έχει σταθερή κατοικία, ούτε δεσμούς με ανθρώπους, αλλά και επειδή έχει σταματήσει να υποκρίνεται, και λέει ότι σκέφτεται: πολλές φορές θυμώνει που κάποιος δε θέλει να την κρατήσει άλλο μαζί του, και τον βρίζει. Δεν κάνει τίποτα για τους άλλους, ούτε καν μπάνιο, για να μη μυρίζει. Κάνει ότι θέλει, εκτός από τις λίγες στιγμές που πεινάει και αναγκάζεται να δουλέψει, και θέλει πολύ λίγα. Έχει χάσει την εξάρτηση από τα υλικά αγαθά. Δεν έχει ιδεολογίες που να τη βασανίζουν. Είναι λοιπόν εντελώς ελεύθερη.
Δε φαίνεται να έχει ιδιαίτερα έντονη θέληση για ζωή, ή δε ξέρει καλά να φροντίζει τον εαυτό της, έτσι κι αλλιώς δε ξέρουμε πόσο καιρό ζει έτσι.Η αγένεια της μερικές φορές μου φάνηκε υπερβολική, πέρα από τον αυθορμητισμό της, δείχνει να έχει περιφρόνηση προς τους ανθρώπους. Δε ξέρουμε αν είναι ένα «δύσκολο» άτομο που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερα ή αν στο τέλος κουράστηκε από τη δειλία και τη συμβατικότητα των άλλων.
Εκτός από το ψυχογράφημα της ηρωίδας, ενδιαφέρον έχουν οι αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι της. Αλλά και αυτά που έχουν να πουν γι' αυτή στη «συνέντευξη». Ο καθένας στέκεται σε ένα διαφορετικό στοιχείο του χαρακτήρα της. Τη θαυμάζουν, τη ζηλεύουν, τη σιχαίνονται, τη λυπούνται, την βλέπουν με περιέργεια, κάποιοι θέλουν απλά να την πηδήξουν ή τέλος πάντων να την εκμεταλλευτούν, για τους περισσότερους δε ξέρουμε τί ακριβώς νιώθουν γι' αυτή. Μάλλον υπονοείται ότι βλέπουν σ' αυτή αυτό που θέλουν να δουν.
Το φύλο της είναι κι αυτό σημαντικό. Αν ήταν άντρας δε θα ξάφνιαζε τόσο. Η θέα όμως μιας βρώμικης γυναίκας που ταξιδεύει μόνη της προκαλεί. Βασικά είναι η πρώτη φορά που βλέπω στον κινηματογράφο μια γυναίκα που να φαίνεται πραγματικά βρώμικη, με μαλλιά κολλημένα, μαύρα νύχια, σκισμένα ρούχα, και όχι λίγο ψεύτικο μακιγιάζ ίσα ίσα για να υποδηλώσει μια υποψία ακαθαρσίας. Αλλά και το κουρασμένο και ανήσυχο βλέμμα της, οι γκριμάτσες του προσώπου της απέχουν πολύ από τις ατσαλάκωτες ηθοποιούς που παριστάνουν τις ταλαιπωρημένες. Επίσης το γεγονός ότι η Sandrine Bonnaire δεν είναι όμορφη προσθέτει στο ρεαλισμό της ταινίας.
Αν και ήθελα να αποφύγω να γράψω πάλι τις ιδεολογικές μου ανησυχίες, τελικά δεν άντεξα. Σκέφτομαι το κατά τα άλλα πολύ πιο συμβατικό και διάσημο Into the wild, όπου ο τελείως διαφορετικός ήρωας επίσης πεθαίνει στο τέλος. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας νεκρός ήρωας είναι πιο ρομαντικός και σίγουρα πιο τραγική φιγούρα από κάποιον που καταλήγει βοσκός ή ξαναγυρίζει στη «φυσιολογική» ζωή. Σίγουρα όμως δεν υπάρχει άλλη λύση για κάποιον που θέλει να ζει ελεύθερος εκτός από το θάνατο; Για μένα οι δύο αυτές ταινίες, και όχι μόνο αυτές φυσικά, επαναλαμβάνουν το μύθο της Κοκκινοσκουφίτσας: αν βγεις από το μονοπάτι θα σε φάει ο λύκος. Η αλλιώς: Ωραία η ελευθερία, αλλά εγώ θέλω να ζήσω, άρα ας μείνω στον καναπέ μου. Και με αυτή την αντίληψη διαφωνώ. Διαφωνώ γενικά με την τάση της τέχνης και του κινηματογράφου ειδικότερα να σκοτώνει όποιον είναι αντισυμβατικός.
Αυτή η εικόνα με κάνει να σκέφτομαι τη φράση της Αντιγόνης ότι μόνο τα δέντρα που λυγίζουν επιζούν στη θύελλα. Χμ.. |
Στην αρχή, όταν εμφανίζεται το πτώμα, υπάρχει ένα κοντινό πλάνο στο πρόσωπο της νεκρής Μονα, και στο λαιμό της φαίνεται η καρωτίδα που χτυπάει. Είναι λοιπόν δυνατό για έναν ηθοποιό να κρατήσει την αναπνοή του, αλλά όχι την καρδιά του!
Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011
11'09"01 September 11 [11 minutes 9 secondes 1 image] (2002)
Λίγο μετά το χτύπημα στους δίδυμους πύργους και πριν ο κόσμος συνειδητοποιήσει τις συνέπειές του, 11 σκηνοθέτες από διάφορες χώρες γύρισαν ταινίες που κρατάνε 11 λεπτά 9 δευτερόλεπτα και ένα καρέ. Το όλο πρότζεκτ θεωρήθηκε αντιαμερικανικό και η αλήθεια είναι ότι κάποιες ταινίες όντως είναι, ενώ στην πλειοψηφία τους απλά θέλουν να πουν όσο πιο πολιτικά ορθά γίνεται: «σιγά το πράμα, έχουμε κι εμείς τα δικά μας προβλήματα που ο υπόλοιπος κόσμος αγνοεί».
1) Samira Makhmalbaf, Ιράν: Μια δασκάλα προσπαθεί να εξηγήσει το συμβάν στους μικρούς μαθητές σε ένα στρατόπεδο Αφγανών προσφύγων, αλλά αυτοί μοιάζουν να έχουν άλλες ανησυχίες. Γνωστή είναι η ευαισθησία της οικογένειας Μαχμαλμπάφ για το Αφγανιστάν και η ταινία είχε κάποια πολύ καλά στοιχεία αλλά νομίζω ότι προσπάθησε να χωρέσει όλα τα δεινά της χώρας σε 11 λεπτά και το παράκανε. Ωραία σκηνοθεσία όμως.
2) Claude Lelouch, Γαλλία: Μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σε μια κωφή Γαλλίδα και έναν Αμερικάνο ξεναγό με φόντο την καταστροφή των πύργων. Είχε κάποιες ωραίες σκηνές, βέβαια το τέλος ήταν λίγο μελό.
3) Youssef Chahine, Αίγυπτος: Αυτή η ταινία μου φαίνεται απαράδεκτη από πολλές απόψεις, το κορυφαίο είναι όταν φάντασμα παλαιστίνιου μάρτυρα λέει ότι ο αραβικός κόσμος δε θεωρεί τους δυτικούς πολίτες που σκοτώνονται στις επιθέσεις αυτοκτονίας αθώους, γιατί στη Δύση υπάρχει δημοκρατία, και φάντασμα αμερικανού στρατιώτη συμφωνεί.
4) Danis Tanović, Βοσνία: Εδώ βόσνιες γυναίκες θύματα του πολέμου (βιασμού;) διαδηλώνουν ταυτόχρονα για το κακό που τους έχει συμβεί και για συμπαράσταση στα θύματα των πύργων. Ναι καλά.
5) Idrissa Ouedraogo , Μπουρκίνα Φάσο: Έφηβοι μαθητές συνωμοτούν για να πιάσουν έναν κύριο που τον περνάνε για τον Μπιν Λάντεν, με σκοπό να χρηματοδοτήσουν την ιατρική περίθαλψη της μάνας ενός απ 'αυτούς. Αυτή ήταν και η ελαφρότερη ταινία.
6) Ken Loach , Αγγλία: Χιλιανός εξόριστος στην Αγγλία μιλάει για την ενδεκάτη Σεπτεμβρίου στη Χιλή,επέτειος του πραξικοπήματος του Πινοσέτ. Χμ
7) Alejandro González Iñárritu , Μεξικό: Σε μια μαύρη οθόνη ακούγονται σχόλια απ την τηλεόραση που περιγράφει την κατάρρευση των πύργων.
8) Amos Gitai, Ισραήλ: Το χάος μετά από μια επίθεση αυτοκτονίας στο Ισραήλ, με γιατρούς αστυνόμους στρατιωτικού και μια τρελή δημοσιογράφο να προσπαθούν να βγάλουν άκρη μες στον πανικό, όλα σε ένα πλάνο.
9) Mira Nair, Ινδία: Ο γιος μιας μουσουλμάνας ινδικής καταγωγής αγνοείται και η αστυνομία υποπτεύεται ότι είναι τρομοκράτης. Εδώ τίθεται το θέμα των διακρίσεων εναντίον μουσουλμάνων στην Αμερική μετά το τρομοκρατικό χτύπημα.
10) Sean Penn , ΗΠΑ: Ένας χήρος ζει στο σκοτάδι αφού ένας από τους δίδυμους πύργους ρίχνει τη σκιά του στο παράθυρό του, και αρνείται να παραδεχτεί ότι η γυναίκα του είναι νεκρή, ζώντας ανέμελα την καθημερινότητά του. Όταν ο πύργος πέφτει, μπαίνει φως στο δωμάτιο και συνειδητοποιεί την οδυνηρή αλήθεια.
11)Shohei Imamura, Ιαπωνία: Ένας στρατιώτης μετά την επιστροφή του από τον πόλεμο, αρνείται την επαφή με τους ανθρώπους και ζει σα φίδι. Η αγαπημένη μου ιστορία που δεν έχει σχέση με την τρομοκρατική επίθεση, και θα προτιμούσα να έχει γίνει μεγάλου μήκους. Κρίμα
Το πρόβλημα με τις συλλογικές ταινίες σαν αυτή είναι για μένα η πολιτική ορθότητα και η διάθεση διδακτισμού. Στο χωριό μου πχ ο κόσμος είχε ενθουσιαστεί με το χτύπημα στους πύργους και είμαι σίγουρη ότι οι περισσότεροι Έλληνες το χάρηκαν. Έτσι μου φαίνεται λίγο ψεύτικη αυτή η συμπαράσταση που δείχνουν οι άνθρωποι απ' όλον τον κόσμο. Γιατί δε λέμε τα πράγματα με το όνομά τους;
Ετικέτες
Alejandro González Iñárritu,
Amos Gitai,
Claude Lelouch,
Danis Tanović,
Idrissa Ouedraogo,
Ken Loach,
Mira Nair,
Samira Makhmalbaf,
Sean Penn,
Shohei Imamura,
Youssef Chahine
Κυριακή 24 Ιουλίου 2011
L'une chante, l'autre pas (1977) της Agnès Varda
Το L'une chante, l'autre pas είναi η πρώτη της Agnès Varda που βλέπω, μάλιστα ενδιαφέρθηκα όταν διάβασα ότι μέρος της εκτυλίσσεται στο Ιράν. Πιο συγκεκριμένα, ενώ έκανα μια βόλτα στο μπλογκ scalisto.blogspot.com , έπεσα πάνω στη μικρού μήκους Plaisir d'amour en Iran, που μου άφησε ανάμεικτα συναισθήματα. Αργότερα στο ίδιο πάντα μπλογκ διάβασα ότι σχετίζεται με μια ταινία μεγάλου μήκους, το L'une chante, l'autre pas.
Ας ξεκινήσουμε από το Plaisir d'amour en Iran, που μπορεί να το δει κανείς κι εδώ: http://www.youtube.com/watch?v=m3uNpwoA_7U Είναι μια πολύ ερωτική ταινία μόλις 5 λεπτών, όπου ένα ζευγάρι, Ιρανός και Γαλλίδα περνάνε την ώρα τους στα αξιοθέατα του Εσφαχάν. Μέσα από ένα πολύ ωραίο μοντάζ από εικόνες τζαμιών, αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, και τοιχογραφίες, και μέσα από ποιήματα και τη συνομιλία του ζευγαριού, βγαίνει ο ερωτισμός που η αφηγήτρια αποδίδει στην ιρανική (μουσουλμανική) τέχνη.
Ενώ θαύμασα τη σκηνοθεσία της Βαρντα, δεν παύει να με ενοχλεί η ματιά του δυτικού που είναι ικανός να δει παντού ερωτισμό στην «ανατολή». Σε κάθε τρούλο αναγνωρίζει το γυναικείο στήθος, στο κάθε περίεργο βλέμμα, αναγνωρίζει ερωτικό πάθος. Προσωπικά δε βλέπω στην ιρανική τέχνη περισσότερο ερωτισμό απ' ότι πχ στη γαλλική, ούτε στα τζαμιά περισσότερο από τις εκκλησίες.
Η ταινία γυρίστηκε το 76, τη χρυσή εποχή που στο Ιράν οι γυναίκες μπορούσαν να κυκλοφορούν με το φουστανάκι της πρωταγωνίστριας και που στις δημόσιες τουαλέτες υπήρχε χαρτί υγείας. Αν και αυτό το τελευταίο μου φαίνεται πολύ καλό για να ήταν αλήθεια και υποψιάζομαι παρέμβαση της σκηνοθέτισσας.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο L'une chante, l'autre pas. Είναι η ιστορία δύο διαφορετικών μεταξύ τους γυναικών -η μία τραγουδάει και η άλλη όχι- που γίνονται φίλες με αφορμή μια έκτρωση το 62, και που η φιλία τους κρατάει μέχρι την τότε σύγχρονη εποχή (77). Η δυο γυναίκες είναι η δυναμική μαθήτρια λυκείου Πολίν, που θέλει να γίνει τραγουδίστρια και η νεαρή άγαμη μητέρα δυο παιδιών Σουζάν. Τις δυο γυναίκες ενώνει αρχικά αυτή η έκτρωση και η αυτοκτονία του φίλου της Σουζάν, και όταν ξανασυναντιούνται τυχαία (ή μάλλον όχι και τόσο τυχαία) μετά από δέκα χρόνια, οι ζωές τους έχουν αλλάξει πολύ. Η Πολίν ονομάζεται πλέον Πομ (μήλο) και είναι τραγουδίστρια χίπικων και φεμινιστικών τραγουδιών που τα γράφει η ίδια, ενώ έχει σχέση με Ιρανό οικονομολόγο. Η Σουζάν διευθύνει ένα κέντρο οικογενειακού προσανατολισμού. Μέσα από γράμματα και καρτ ποστάλ διηγούνται η μία στην άλλη την πορεία της ζωής τους, αλλά και ότι τους συμβαίνει στο παρόν. Με λίγα λόγια η μία ζει μια ελεύθερη και ανατρεπτική ζωή και η άλλη προσπαθεί να μεγαλώσει τα παιδιά της και σταθεί στα πόδια της οικονομικά και συναισθηματικά.
Και γι' αυτήν την ταινία ενώ η σκηνοθεσία μου άρεσε ή καλύτερα με ενθουσίασε, κι ενώ ο φεμινισμός είναι θέμα ενδιαφέρον όσο και σπάνιο στον κινηματογράφο, το σενάριο δε με ικανοποίησε ιδιαίτερα. Οι χαρακτήρες είναι μάλλον χάρτινοι, σύμβολα, πρότυπα γυναικών και όχι πραγματικές προσωπικότητες. Αλλά και ο φεμινισμός που προτείνει η Βαρντά είναι λίγο ουτοπικός, και ξεπερασμένος. Όταν λέω ξεπερασμένος εννοώ όχι ότι τώρα δεν υπάρχουν προβλήματα, αλλά ότι τα πρώτα κινήματα είχαν μια πιο επιφανειακή αντίληψη της κατάστασης. Δε λύνονται και πολλά προβλήματα μόνο και μόνο επειδή μπορείς να κάνεις έκτρωση ή καριέρα σαν τραγουδίστρια, ούτε εμφανίζονται από παντού γιατροί ιππότες και πρόθυμοι δωρητές σπέρματος. Και πολλά άλλα πράγματα θα μπορούσε να πει κανείς για το πόσο φεμινιστικές είναι στην πραγματικότητα οι επιλογές των ηρωίδων. Κι ας μην προσθέσω τις αναμενόμενες υπεραπλουστεύσεις για το Ιράν.
Από την άλλη είναι ένα αισιόδοξο φεμινιστικό παραμύθι, όπου οι ηρωίδες δεν πεθαίνουν ούτε το βάζουν κάτω, και το γυναικείο σώμα δεν παρουσιάζεται με τη συνηθισμένη χυδαιότητα/σεμνοτυφία. Και απεικονίζεται μια εποχή που είναι ακόμα, για μένα τουλάχιστον, γοητευτική.
Ας ξεκινήσουμε από το Plaisir d'amour en Iran, που μπορεί να το δει κανείς κι εδώ: http://www.youtube.com/watch?v=m3uNpwoA_7U Είναι μια πολύ ερωτική ταινία μόλις 5 λεπτών, όπου ένα ζευγάρι, Ιρανός και Γαλλίδα περνάνε την ώρα τους στα αξιοθέατα του Εσφαχάν. Μέσα από ένα πολύ ωραίο μοντάζ από εικόνες τζαμιών, αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, και τοιχογραφίες, και μέσα από ποιήματα και τη συνομιλία του ζευγαριού, βγαίνει ο ερωτισμός που η αφηγήτρια αποδίδει στην ιρανική (μουσουλμανική) τέχνη.
Ενώ θαύμασα τη σκηνοθεσία της Βαρντα, δεν παύει να με ενοχλεί η ματιά του δυτικού που είναι ικανός να δει παντού ερωτισμό στην «ανατολή». Σε κάθε τρούλο αναγνωρίζει το γυναικείο στήθος, στο κάθε περίεργο βλέμμα, αναγνωρίζει ερωτικό πάθος. Προσωπικά δε βλέπω στην ιρανική τέχνη περισσότερο ερωτισμό απ' ότι πχ στη γαλλική, ούτε στα τζαμιά περισσότερο από τις εκκλησίες.
Η ταινία γυρίστηκε το 76, τη χρυσή εποχή που στο Ιράν οι γυναίκες μπορούσαν να κυκλοφορούν με το φουστανάκι της πρωταγωνίστριας και που στις δημόσιες τουαλέτες υπήρχε χαρτί υγείας. Αν και αυτό το τελευταίο μου φαίνεται πολύ καλό για να ήταν αλήθεια και υποψιάζομαι παρέμβαση της σκηνοθέτισσας.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο L'une chante, l'autre pas. Είναι η ιστορία δύο διαφορετικών μεταξύ τους γυναικών -η μία τραγουδάει και η άλλη όχι- που γίνονται φίλες με αφορμή μια έκτρωση το 62, και που η φιλία τους κρατάει μέχρι την τότε σύγχρονη εποχή (77). Η δυο γυναίκες είναι η δυναμική μαθήτρια λυκείου Πολίν, που θέλει να γίνει τραγουδίστρια και η νεαρή άγαμη μητέρα δυο παιδιών Σουζάν. Τις δυο γυναίκες ενώνει αρχικά αυτή η έκτρωση και η αυτοκτονία του φίλου της Σουζάν, και όταν ξανασυναντιούνται τυχαία (ή μάλλον όχι και τόσο τυχαία) μετά από δέκα χρόνια, οι ζωές τους έχουν αλλάξει πολύ. Η Πολίν ονομάζεται πλέον Πομ (μήλο) και είναι τραγουδίστρια χίπικων και φεμινιστικών τραγουδιών που τα γράφει η ίδια, ενώ έχει σχέση με Ιρανό οικονομολόγο. Η Σουζάν διευθύνει ένα κέντρο οικογενειακού προσανατολισμού. Μέσα από γράμματα και καρτ ποστάλ διηγούνται η μία στην άλλη την πορεία της ζωής τους, αλλά και ότι τους συμβαίνει στο παρόν. Με λίγα λόγια η μία ζει μια ελεύθερη και ανατρεπτική ζωή και η άλλη προσπαθεί να μεγαλώσει τα παιδιά της και σταθεί στα πόδια της οικονομικά και συναισθηματικά.
Και γι' αυτήν την ταινία ενώ η σκηνοθεσία μου άρεσε ή καλύτερα με ενθουσίασε, κι ενώ ο φεμινισμός είναι θέμα ενδιαφέρον όσο και σπάνιο στον κινηματογράφο, το σενάριο δε με ικανοποίησε ιδιαίτερα. Οι χαρακτήρες είναι μάλλον χάρτινοι, σύμβολα, πρότυπα γυναικών και όχι πραγματικές προσωπικότητες. Αλλά και ο φεμινισμός που προτείνει η Βαρντά είναι λίγο ουτοπικός, και ξεπερασμένος. Όταν λέω ξεπερασμένος εννοώ όχι ότι τώρα δεν υπάρχουν προβλήματα, αλλά ότι τα πρώτα κινήματα είχαν μια πιο επιφανειακή αντίληψη της κατάστασης. Δε λύνονται και πολλά προβλήματα μόνο και μόνο επειδή μπορείς να κάνεις έκτρωση ή καριέρα σαν τραγουδίστρια, ούτε εμφανίζονται από παντού γιατροί ιππότες και πρόθυμοι δωρητές σπέρματος. Και πολλά άλλα πράγματα θα μπορούσε να πει κανείς για το πόσο φεμινιστικές είναι στην πραγματικότητα οι επιλογές των ηρωίδων. Κι ας μην προσθέσω τις αναμενόμενες υπεραπλουστεύσεις για το Ιράν.
Από την άλλη είναι ένα αισιόδοξο φεμινιστικό παραμύθι, όπου οι ηρωίδες δεν πεθαίνουν ούτε το βάζουν κάτω, και το γυναικείο σώμα δεν παρουσιάζεται με τη συνηθισμένη χυδαιότητα/σεμνοτυφία. Και απεικονίζεται μια εποχή που είναι ακόμα, για μένα τουλάχιστον, γοητευτική.
Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011
Shokaran [Hemlock] (2000) του Behruz Afkhami
Το Shokaran είναι ακόμα μια ταινία που ανήκει μάλλον στον εμπορικό ιρανικό κινηματογράφο, αν και χωρίς να φτάνει σε ακρότητες. Η ιστορία είναι η εξής: ο επιχειρηματίας Μαχμούντ ζει μια άνετη ζωή με τη γυναίκα του, τα δυο παιδιά τους και τον αδερφό του. Κάποια στιγμή όμως ένας φίλος και συνεργάτης του παθαίνει ένα ατύχημα και νοσηλεύεται σε ένα νοσοκομείο στην Τεχεράνη. Εκεί ο Μαχμούντ συναντάει μια νοσοκόμα που είναι το ακριβώς αντίθετο από την όμορφη αλλά κάπως χαζούλα γυναίκα του: δυναμική, ανεξάρτητη, με χιούμορ και φαντασία. Πολύ γρήγορα αρχίζουν μια σχέση, και επειδή εκείνος είναι θρήσκος κάνουν προσωρινό γάμο (σιγκέ), όμως παρόλο που όλα γίνονται «με το νόμο», η σχέση τους καταλήγει στην τραγωδία. Ο προσωρινός γάμος είναι νόμιμος, αλλά αρκετά αμφιλεγόμενος θεσμός, αφού για πολλούς ισοδυναμεί με μοιχεία, και είναι ντροπή για μια γυναίκα κυρίως να κάνει σιγκέ, (εκτός αν πρόκειται για αρραβώνα). Έτσι έχουμε μια κατάσταση στην οποία, η νοσοκόμα μπορεί να πει τα πάντα στη σύζυγο και να χαλάσει το γάμο του Μαχμούντ, και ο Μαχμούντ μπορεί να πει τα πάντα στον πατέρα της νοσοκόμας και να καταστρέψει την τιμή της.
Στην αρχή μου φάνηκε ότι η υπόθεση του σιγκέ επινοήθηκε γιατί απαγορεύεται να παρουσιαστεί μια παράνομη σχέση στον ιρανικό κινηματογράφο. Όμως νομίζω ότι τελικά μέσα από την ταινία ασκείται κριτική στην υποκρισία του κλήρου και γενικά στη θρησκεία. Η νοσοκόμα πολλές φορές ειρωνεύεται τη θρησκευτικότητα του φίλου της, και ενώ δεν είναι ούτε θρήσκα ούτε ιδιαίτερα νομοταγής, είναι σίγουρα το πιο συμπαθητικό άτομο. Ο υποκριτικός τρόπος αντίληψης της θρησκείας από το Μαχμούντ φαίνεται όταν η ερωμένη του λέει ότι δε θέλει να κάνει έκτρωση, γιατί είναι αμαρτία, κι εκείνος απαντά ψυχρά: μέχρι τον τέταρτο μήνα η έκτρωση δεν είναι αμαρτία. Είναι και κάτι άλλο που με ξάφνιασε: η ευκολία με την οποία παρουσιάζεται το λαθρεμπόριο φαρμάκων και ναρκωτικών από ευυπόληπτα άτομα όπως η πρωταγωνίστρια.
Στην αρχή μου φάνηκε ότι η υπόθεση του σιγκέ επινοήθηκε γιατί απαγορεύεται να παρουσιαστεί μια παράνομη σχέση στον ιρανικό κινηματογράφο. Όμως νομίζω ότι τελικά μέσα από την ταινία ασκείται κριτική στην υποκρισία του κλήρου και γενικά στη θρησκεία. Η νοσοκόμα πολλές φορές ειρωνεύεται τη θρησκευτικότητα του φίλου της, και ενώ δεν είναι ούτε θρήσκα ούτε ιδιαίτερα νομοταγής, είναι σίγουρα το πιο συμπαθητικό άτομο. Ο υποκριτικός τρόπος αντίληψης της θρησκείας από το Μαχμούντ φαίνεται όταν η ερωμένη του λέει ότι δε θέλει να κάνει έκτρωση, γιατί είναι αμαρτία, κι εκείνος απαντά ψυχρά: μέχρι τον τέταρτο μήνα η έκτρωση δεν είναι αμαρτία. Είναι και κάτι άλλο που με ξάφνιασε: η ευκολία με την οποία παρουσιάζεται το λαθρεμπόριο φαρμάκων και ναρκωτικών από ευυπόληπτα άτομα όπως η πρωταγωνίστρια.
Σάββατο 16 Ιουλίου 2011
Εμπορικός ιρανικός κινηματογράφος: Soltane ghalbha (1968) και Gole yakh (2005)
Πριν από λίγο καιρό έπεσα τυχαία στην ταινία Gole yakh που την βρήκα στα www.iraniantorrents.com και που με παίδεψε πολύ, γιατί έκανε κάπου ένα μήνα να κατέβει, και μόλις βλέπω ότι υπάρχει σαν βίντεο και στο google. Το σενάριο είναι κάπως έτσι: Μια νέα γυναίκα η Ταργκόλ ξεφεύγει από τον πατριό της που ήθελε να την παντρέψει με το ζόρι, και παντρεύεται τον Αμπάς, τον άντρα που αγαπάει. Την επομένη του γάμου πηγαίνει στο χωριό του με τη βοήθεια μιας οδηγού που την παίρνει μαζί της όταν τη βλέπει νύχτα στη στάση λεωφορείου. (Φυσικά το κάνει επι πληρωμεί γιατί στο Ιράν το οτοστόπ το πληρώνεις και μάλιστα ακριβά μερικές φορές). Γνωρίζει την πεθερά της που την υποδέχεται στο σπίτι της, αλλά την ίδια νύχτα γίνεται σεισμός, και η Ταργκόλ επιζεί από τα ερείπια αλλά παθαίνει ...αμνησία. Αφού κανένας στο χωριό δεν την γνωρίζει, περιφέρεται στους δρόμους, μέχρι που την περισυλλέγει η ίδια οδηγός, η οποία την παίρνει να ζήσει μαζί της. Μετά από 6 χρόνια η Ταργκόλ ζει με την κόρη της που γέννησε εννιά μήνες μετά το σεισμό, και δουλεύει κάπου σαν ζωγράφος, και ο άντρας της έχει γίνει διάσημος τραγουδιστής και ηθοποιός, ενώ έχει συνάψει σιγκέ* με μια παραγωγό. Σε μια οντισιόν, το μικρό κορίτσι επιλέγεται να παίξει την κόρη του Αμπάς σε ταινία, και χωρίς να ξέρουν ότι είναι στ' αλήθεια πατέρας και κόρη, μεταξύ τους δημιουργείται μια σχέση τρυφερότητας. Όμως η κακιά εφήμερη σύζυγος τα μαθαίνει όλα και προσπαθεί να εμποδίσει τον Αμπάς να δει τη μητέρα της μικρής για να μην αναγνωρίζει την πρώτη του γυναίκα. Μετά από δολοπλοκίες η Ταργκόλ τελικά και θυμάται και επιστρέφει στον άντρα της, ενώ η κακιά αποσύρεται από μόνη της.
Δε θα έγραφα γι 'αυτήν τη μετριότατη ταινία αν δεν ήταν βασισμένη σε μια άλλη παλιότερη θρυλική ταινία το Soltane ghalbha (ο σουλτάνος των καρδιών) του 68. Το 68 βέβαια δεν είχε γίνει η επανάσταση και δεν υπήρχε ο κώδικας ενδυμασίας και συμπεριφοράς που ισχύει τώρα στον ιρανικό κινηματογράφο. Αντίθετα, η ασπρόμαυρη αυτή η ταινία, μοιάζει καταπληκτικά στις ελληνικές ασπρόμαυρες: ακριβώς τα ίδια ρούχα- ίσως εδώ είναι λίγο πιο εξτρίμ- το ίδιο σενάριο, η ίδια μουσική. Πουθενά δε βλέπεις τσαντόρ. Επειδή δε βρήκα υπότιτλους, δεν κατάλαβα τα πάντα. Σε γενικές γραμμές όμως έχουμε κι εδώ μια νέα γυναίκα που φεύγει από τον πατέρα της και την κακιά (μητρια, θεία ;) της, και πάει στο σπίτι του αγαπημένου της ( δε θυμάμαι ονόματα αλλά τον παίζει ο Φαρντίν). Δε ξέρω αν παντρεύονται, αλλά ο άντρας έχει ένα ατύχημα με το φορτηγό του, και η κακιά μητέρα του λέει στη νύφη της ψέματα ότι σκοτώθηκε, και την διώχνει από το σπίτι. Εκείνη πηγαίνει στον πατέρα της, ο οποίος την μαστιγώνει (να κάτι που δεν το βλέπουμε στις παλιές ελληνικές ταινίες) και μετά την στέλνει κάπου με την κακιά μητριά/θεία και έναν άλλο κύριο. Η ηρωίδα μας όμως το σκάει από το αυτοκίνητό τους, και οι άλλοι δυο παθαίνουν κι αυτοί ένα ατύχημα, το αυτοκίνητο πέφτει σε ένα γκρεμό σε μια πολύ όμορφη περιοχή του Ιράν και σκοτώνονται. Στην εφημερίδα γράφουν ότι και οι τρεις τους είναι νεκροί. Η ηρωίδα μας πιάνει δουλειά σε μία βιοτεχνία όπου σιδερώνει, αλλά αφού γεννήσει δεν την δέχονται πίσω στη δουλειά. Αποφασίζει να αυτοκτονήσει, αλλά όταν πέφτει μπροστά στο πρώτο αυτοκίνητο που συναντά, δε σκοτώνεται αλλά ..τυφλώνεται. Την τυφλή περιμαζεύουν οι τρεις επιβάτες του αυτοκινήτου που είναι πλανόδιοι μουσικοί. Και μετά από κάποια χρόνια την βλέπουμε να τραγουδάει στο δρόμο μαζί τους και μαζί με την κόρη της. Ο ήρωας μας έχει γίνει διάσημος τραγουδιστής, και τυχαία συναντά την κόρη τους. Τη συμπαθεί τόσο πολύ που της δίνει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για να εγχειριστεί η μάνα της την οποία βέβαια δεν έχει δει. Για να ευχαριστήσει τον άγνωστο ευεργέτη της, η ηρωίδα μαζί με την κόρη και τους τρεις μουσικούς, πηγαίνει κάτω από το μπαλκόνι του και αρχίζει να τραγουδά. Ο ήρωας που ήταν έτοιμος να τελέσει γάμο με μια γυναίκα που τον πολιορκούσε από παλιά, ακούει τη φωνή της πρώτης του αγάπης, βγαίνει έξω και ακολουθεί η συγκινητική αναγνώριση, την οποία μπορεί να δει κανείς εδώ
Το τραγούδι της ταινίας αυτής -επίσης Soltane ghalbha- έχει γίνει πολύ αγαπητό και στο youtube μπορεί να βρει κανείς άπειρες εκδοχές από στυλ όπερας μέχρι σκυλοτράγουδο. Αν κανείς ενδιαφέρεται για την τύχη της μικρής ηθοποιού που παίζει την χαριτωμένη κόρη, και για όποιον αμφιβάλλει για τις ομοιότητες ελληνικού και ιρανικού πολιτισμού ορίστε. Και μια σκηνή από την ταινία όπου η μικρή τότε Leila Forouhar τραγουδάει και χορεύει:
Αυτό που μου 'κανε μεγαλύτερη εντύπωση είναι οι διαφορές μεταξύ των δυο ταινιών. Στην πρώτη , το Soltane ghalbha υπάρχει περισσότερος αυθορμητισμός και αθωότητα. Πχ, ο πατέρας συναντά την κόρη του τυχαία στο δρόμο, όπου έχει παίξει ξύλο με μια συμμορία παιδιών. Στη δεύτερη ταινία την συναντάει σε μια προγραμματισμένη οντισιόν, όπου το κορίτσι έχει πάει με συνοδούς, και συμμετέχει στα γυρίσματα αφού έχει πάρει άδεια από το σχολείο. Γενικά στο Gole yakh η παρουσία του κράτους και των νόμων γίνεται πολύ πιο αισθητή: η Ταργκόλ, το σκάει με το νυφικό και συλλαμβάνεται από την αστυνομία! Στο αστυνομικό τμήμας, ο καλός διοικητής ή ότι άλλο είναι τέλος πάντων τηλεφωνεί τον Αμπάς και τους «αναγκάζει» να παντρευτούν. Αλλά και άλλες αλλαγές είναι χαρακτηριστικές: Τώρα στο Ιράν απαγορεύεται το τραγούδι από (σόλο) γυναίκα τραγουδίστρια, έτσι χάνεται η ευκαιρία για το συγκλονιστικό φινάλε, και η τραγουδίστρια γίνεται ζωγράφος. Άρα δε μπορεί να είναι τυφλή και παθαίνει αμνησία. Δε μπορεί να περιμάζεψαν μια νέα γυναίκα τρεις άγαμοι μουσικοί που τελικά έζησαν χρόνια μαζί της: για κάποιους αυτό αμέσως δημιουργεί την υποψία της πορνείας. Οπότε αντικαθιστώνται από μια χειραφετημένη γεροντοκόρη. Είναι επίσης συγκινητικό πως οι άνθρωποι στο Soltane ghalbha ακουμπάνε ο ένας τον άλλο με φυσικότητα. Στο Gole yakh ούτε οι σύζυγοι δεν αγκαλιάζονται και ίσως γι' αυτό η αναγνώριση γίνεται προοδευτικά, σχεδόν χωρίς συναίσθημα.
Φυσικά το Soltane ghalbha, όπως και όλες σχεδόν οι ταινίες της προεπαναστατικής εποχής απαγορεύονται σήμερα στο Ιράν. Και οι σύγχρονες ταινίες που δείχνουν στωικούς ανθρώπους, ντροπαλούς, χωρίς πάθος, που μιλάνε κυρίως με το βλέμμα δεν αντικατοπτρίζουν την «κουλτούρα του ιρανικού λαού» αλλά τις απαγορεύσεις που έχουν επιβληθεί στον κινηματογράφο.
Τέλος να πω και κάτι καλό για το Gole yakh: η μουσική του μου άρεσε πάρα πολύ.
*Σιγκέ είναι ο θεσμός του προσωρινού γάμου που ισχύει στο Ιράν.
Δε θα έγραφα γι 'αυτήν τη μετριότατη ταινία αν δεν ήταν βασισμένη σε μια άλλη παλιότερη θρυλική ταινία το Soltane ghalbha (ο σουλτάνος των καρδιών) του 68. Το 68 βέβαια δεν είχε γίνει η επανάσταση και δεν υπήρχε ο κώδικας ενδυμασίας και συμπεριφοράς που ισχύει τώρα στον ιρανικό κινηματογράφο. Αντίθετα, η ασπρόμαυρη αυτή η ταινία, μοιάζει καταπληκτικά στις ελληνικές ασπρόμαυρες: ακριβώς τα ίδια ρούχα- ίσως εδώ είναι λίγο πιο εξτρίμ- το ίδιο σενάριο, η ίδια μουσική. Πουθενά δε βλέπεις τσαντόρ. Επειδή δε βρήκα υπότιτλους, δεν κατάλαβα τα πάντα. Σε γενικές γραμμές όμως έχουμε κι εδώ μια νέα γυναίκα που φεύγει από τον πατέρα της και την κακιά (μητρια, θεία ;) της, και πάει στο σπίτι του αγαπημένου της ( δε θυμάμαι ονόματα αλλά τον παίζει ο Φαρντίν). Δε ξέρω αν παντρεύονται, αλλά ο άντρας έχει ένα ατύχημα με το φορτηγό του, και η κακιά μητέρα του λέει στη νύφη της ψέματα ότι σκοτώθηκε, και την διώχνει από το σπίτι. Εκείνη πηγαίνει στον πατέρα της, ο οποίος την μαστιγώνει (να κάτι που δεν το βλέπουμε στις παλιές ελληνικές ταινίες) και μετά την στέλνει κάπου με την κακιά μητριά/θεία και έναν άλλο κύριο. Η ηρωίδα μας όμως το σκάει από το αυτοκίνητό τους, και οι άλλοι δυο παθαίνουν κι αυτοί ένα ατύχημα, το αυτοκίνητο πέφτει σε ένα γκρεμό σε μια πολύ όμορφη περιοχή του Ιράν και σκοτώνονται. Στην εφημερίδα γράφουν ότι και οι τρεις τους είναι νεκροί. Η ηρωίδα μας πιάνει δουλειά σε μία βιοτεχνία όπου σιδερώνει, αλλά αφού γεννήσει δεν την δέχονται πίσω στη δουλειά. Αποφασίζει να αυτοκτονήσει, αλλά όταν πέφτει μπροστά στο πρώτο αυτοκίνητο που συναντά, δε σκοτώνεται αλλά ..τυφλώνεται. Την τυφλή περιμαζεύουν οι τρεις επιβάτες του αυτοκινήτου που είναι πλανόδιοι μουσικοί. Και μετά από κάποια χρόνια την βλέπουμε να τραγουδάει στο δρόμο μαζί τους και μαζί με την κόρη της. Ο ήρωας μας έχει γίνει διάσημος τραγουδιστής, και τυχαία συναντά την κόρη τους. Τη συμπαθεί τόσο πολύ που της δίνει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για να εγχειριστεί η μάνα της την οποία βέβαια δεν έχει δει. Για να ευχαριστήσει τον άγνωστο ευεργέτη της, η ηρωίδα μαζί με την κόρη και τους τρεις μουσικούς, πηγαίνει κάτω από το μπαλκόνι του και αρχίζει να τραγουδά. Ο ήρωας που ήταν έτοιμος να τελέσει γάμο με μια γυναίκα που τον πολιορκούσε από παλιά, ακούει τη φωνή της πρώτης του αγάπης, βγαίνει έξω και ακολουθεί η συγκινητική αναγνώριση, την οποία μπορεί να δει κανείς εδώ
Το τραγούδι της ταινίας αυτής -επίσης Soltane ghalbha- έχει γίνει πολύ αγαπητό και στο youtube μπορεί να βρει κανείς άπειρες εκδοχές από στυλ όπερας μέχρι σκυλοτράγουδο. Αν κανείς ενδιαφέρεται για την τύχη της μικρής ηθοποιού που παίζει την χαριτωμένη κόρη, και για όποιον αμφιβάλλει για τις ομοιότητες ελληνικού και ιρανικού πολιτισμού ορίστε. Και μια σκηνή από την ταινία όπου η μικρή τότε Leila Forouhar τραγουδάει και χορεύει:
Αυτό που μου 'κανε μεγαλύτερη εντύπωση είναι οι διαφορές μεταξύ των δυο ταινιών. Στην πρώτη , το Soltane ghalbha υπάρχει περισσότερος αυθορμητισμός και αθωότητα. Πχ, ο πατέρας συναντά την κόρη του τυχαία στο δρόμο, όπου έχει παίξει ξύλο με μια συμμορία παιδιών. Στη δεύτερη ταινία την συναντάει σε μια προγραμματισμένη οντισιόν, όπου το κορίτσι έχει πάει με συνοδούς, και συμμετέχει στα γυρίσματα αφού έχει πάρει άδεια από το σχολείο. Γενικά στο Gole yakh η παρουσία του κράτους και των νόμων γίνεται πολύ πιο αισθητή: η Ταργκόλ, το σκάει με το νυφικό και συλλαμβάνεται από την αστυνομία! Στο αστυνομικό τμήμας, ο καλός διοικητής ή ότι άλλο είναι τέλος πάντων τηλεφωνεί τον Αμπάς και τους «αναγκάζει» να παντρευτούν. Αλλά και άλλες αλλαγές είναι χαρακτηριστικές: Τώρα στο Ιράν απαγορεύεται το τραγούδι από (σόλο) γυναίκα τραγουδίστρια, έτσι χάνεται η ευκαιρία για το συγκλονιστικό φινάλε, και η τραγουδίστρια γίνεται ζωγράφος. Άρα δε μπορεί να είναι τυφλή και παθαίνει αμνησία. Δε μπορεί να περιμάζεψαν μια νέα γυναίκα τρεις άγαμοι μουσικοί που τελικά έζησαν χρόνια μαζί της: για κάποιους αυτό αμέσως δημιουργεί την υποψία της πορνείας. Οπότε αντικαθιστώνται από μια χειραφετημένη γεροντοκόρη. Είναι επίσης συγκινητικό πως οι άνθρωποι στο Soltane ghalbha ακουμπάνε ο ένας τον άλλο με φυσικότητα. Στο Gole yakh ούτε οι σύζυγοι δεν αγκαλιάζονται και ίσως γι' αυτό η αναγνώριση γίνεται προοδευτικά, σχεδόν χωρίς συναίσθημα.
Φυσικά το Soltane ghalbha, όπως και όλες σχεδόν οι ταινίες της προεπαναστατικής εποχής απαγορεύονται σήμερα στο Ιράν. Και οι σύγχρονες ταινίες που δείχνουν στωικούς ανθρώπους, ντροπαλούς, χωρίς πάθος, που μιλάνε κυρίως με το βλέμμα δεν αντικατοπτρίζουν την «κουλτούρα του ιρανικού λαού» αλλά τις απαγορεύσεις που έχουν επιβληθεί στον κινηματογράφο.
Τέλος να πω και κάτι καλό για το Gole yakh: η μουσική του μου άρεσε πάρα πολύ.
*Σιγκέ είναι ο θεσμός του προσωρινού γάμου που ισχύει στο Ιράν.
Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011
Booye kafoor, atre yas [Smell of Camphor, Scent of Jasmine] (2000) του Bahman Farmanara
Ο Bahman Farjam, ένας σκηνοθέτης που έχει 24 χρόνια να γυρίσει ταινία - και άλτερ έγκο του Farmanara , αποφασίζει παρά τα προβλήματα υγείας του να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για την ιαπωνική τηλεόραση με θέμα τα ταφικά έθιμα στο σημερινό Ιράν. Η καμφορά του τίτλου είναι σύμβολο του θανάτου, (φαντάζομαι ότι χρησιμοποιείται με κάποιον τρόπο στις κηδείες), ενώ το γιασεμί είναι η μυρωδιά που φέρνει το σκηνοθέτη στην παιδική του ηλικία. Όμως ο θάνατος και όχι η ζωή κυριαρχεί στην ταινία, και όχι μόνο μέσα από τις ετοιμασίες για το ντοκιμαντέρ. Από τις πρώτες σκηνές βλέπουμε μια γυναίκα που μόλις έχει γεννήσει ένα νεκρό παιδί - τι θρίαμβος του θανάτου πάνω στη ζωή! Ο Μπαχμαν που θρηνεί ακόμα τη γυναίκα του που πέθανε πριν από χρόνια, την επισκέπτεται στο νεκροταφείο και ανακαλύπτει ότι κάποιος άλλος έχει ταφεί δίπλα της ενώ ο ίδιος είχε αγοράσει τον διπλανό τάφο για τον εαυτό του. Είναι άρρωστος και συχνά νιώθει πόνους στο στήθος, μάλιστα ένας γιατρός του λέει πως πρόσφατα πέρασε ένα «μικρό έμφραγμα», έτσι νιώθει ότι και ο φυσικός θάνατος είναι κοντά. Ο πνευματικός θάνατος όμως έχει έρθει από καιρό, από τότε που σταμάτησε να σκηνοθετεί. Ποτέ δεν αναφέρεται ξεκάθαρα ο λόγος που τον έκανε να αποσυρθεί από τη σκηνοθεσία, αλλά είναι σίγουρο ότι έχει σχέση με την επανάσταση του 79 και τη λογοκρισία: μόνο για το θάνατο του επιτρέπουν να γυρίσει ταινία. Με αφορμή το ντοκιμαντέρ συναντά παλιούς του συνεργάτες, που έχουν κι αυτοί αποσυρθεί από τον κινηματογράφο και συζητάνε για ..το θάνατο. Αλλά και όλη η κοινωνία φαίνεται να βρίσκεται σε παρακμή: οι άντρες χτυπάνε τις γυναίκες τους, οι άνθρωποι είναι πραγματιστές και απαισιόδοξοι, χωρίς καθόλου ιδεολογία ή ρομαντισμό.
Υπάρχει και κάτι άλλο που μου κανε μεγάλη εντύπωση. Είναι μια ομιλία του Χαταμί που ο πρωταγωνιστής παρακολουθεί στην τηλεόραση. Εκεί ο Χαταμί λέει ότι μεγάλες αξίες, όπως η θρησκεία ή η δικαιοσύνη είναι καταδικασμένες να χάσουν αν αναμετρηθούν με την ελευθερία. Σαν παράδειγμα φέρνει τον κομμουνισμό που παρόλο που έφερε δικαιοσύνη στους ανθρώπους κατέρρευσε, γιατί περιόριζε τις ελευθερίες τους. Απ' ότι κατάλαβα ο Χαταμί δημιούργησε πολλές ελπίδες στους προοδευτικούς Ιρανούς για περισσότερη ελευθερία, και εδώ μάλλον παρουσιάζεται σαν ένα από τα λίγα στοιχεία αισιοδοξίας.
Γενικά είναι ενδιαφέρουσα ταινία, ειδικά για κάποιον που ενδιαφέρεται για το Ιράν, αλλά αρκετά καταθλιπτική παρά το μαύρο χιούμορ, και όπως και να το κάνουμε να βλέπεις άντρες μιας κάποιας ηλικίας να συζητούν ξανά και ξανά για το θάνατο, κάποια στιγμή γίνεται κουραστικό.
Ο Bahman Farmanara είχε γυρίσει την προηγούμενη ταινία του το 78, αλλά μετά το Booye kafoor, atre yas συνέχισε να σκηνοθετεί. Δε ξέρω πόσο μέρος της ταινίας είναι αυτοβιογραφικό, πάντως αναφέρονται ονόματα πραγματικών σκηνοθετών, όπως του Sohrab Shahid-Saless, για τον οποίο ελπίζω να γράψω σύντομα.
Υπάρχει και κάτι άλλο που μου κανε μεγάλη εντύπωση. Είναι μια ομιλία του Χαταμί που ο πρωταγωνιστής παρακολουθεί στην τηλεόραση. Εκεί ο Χαταμί λέει ότι μεγάλες αξίες, όπως η θρησκεία ή η δικαιοσύνη είναι καταδικασμένες να χάσουν αν αναμετρηθούν με την ελευθερία. Σαν παράδειγμα φέρνει τον κομμουνισμό που παρόλο που έφερε δικαιοσύνη στους ανθρώπους κατέρρευσε, γιατί περιόριζε τις ελευθερίες τους. Απ' ότι κατάλαβα ο Χαταμί δημιούργησε πολλές ελπίδες στους προοδευτικούς Ιρανούς για περισσότερη ελευθερία, και εδώ μάλλον παρουσιάζεται σαν ένα από τα λίγα στοιχεία αισιοδοξίας.
Γενικά είναι ενδιαφέρουσα ταινία, ειδικά για κάποιον που ενδιαφέρεται για το Ιράν, αλλά αρκετά καταθλιπτική παρά το μαύρο χιούμορ, και όπως και να το κάνουμε να βλέπεις άντρες μιας κάποιας ηλικίας να συζητούν ξανά και ξανά για το θάνατο, κάποια στιγμή γίνεται κουραστικό.
Ο Bahman Farmanara είχε γυρίσει την προηγούμενη ταινία του το 78, αλλά μετά το Booye kafoor, atre yas συνέχισε να σκηνοθετεί. Δε ξέρω πόσο μέρος της ταινίας είναι αυτοβιογραφικό, πάντως αναφέρονται ονόματα πραγματικών σκηνοθετών, όπως του Sohrab Shahid-Saless, για τον οποίο ελπίζω να γράψω σύντομα.
Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011
Perceval le Gallois (1978) του Eric Rohmer
Είχα δει δυο μόνο ταινίες του Ρομέρ, τη νύχτα με τη Μοντ και το γόνατο της Κλαίρης, και η αλήθεια είναι ότι δε μου άρεσαν πολύ, ίσως και λόγω ηλικίας να μην είχα καταλάβει το βαθύτερο νόημα τους, πάντως δεν είχα σκοπό να δω άλλη ταινία του, αλλά ο Περσεβάλ που τον ανακάλυψα στο πολύ ενδιαφέρον μπλογκ scalisto.blogspot.com μου κίνησε την περιέργεια. Είναι μια μεταφορά του μεσαιωνικού μυθιστορήματος του Chrétien de Troyes «Perceval, le Conte du Graal», ένα από τα μυθιστορήματα με ιππότες που ήτανε δημοφιλή στην Ευρώπη, και που περιγράφει τη ζωή του Περσεβάλ που ψάχνει να βρει το Ιερό Δισκοπότηρο.
Τα σκηνικά στην ταινία είναι τελείως ψεύτικα, χάρτινα, οι ηθοποιοί απαγγέλλουν ή και τραγουδούν στίχους από το πρωτότυπο, συχνά με τη συνοδεία μεσαιωνικής μουσικής. Μοιάζει έτσι περισσότερο με θεατρικό, και ειδικά με θέατρο έτσι όπως το φαντάζομαι στο Μεσαίωνα. Εγώ προσωπικά παρακολούθησα με ενδιαφέρον την εξέλιξη της ιστορία, και πολλές φορές με ξάφνιασε ο τρόπος που ο ποιητής απευθύνεται στο κοινό, αλλά και η τόλμη όταν περιγράφεται πχ η ερωτική συνεύρεση του Περσεβάλ με μια δεσποσύνη στο κάστρο της. Κατά τα άλλα, υπάρχουν πολλά γελοία επεισόδια με ιππότες να υπερασπίζονται την τιμή κοριτσιών και κάποια λόγια για την τιμή των ιπποτών, κι μ' αυτά κατάλαβα γιατί ο Θερβάντες κάποια στιγμή δεν άντεχε πλέον να διαβάσει άλλο τέτοιο μυθιστόρημα. Μάλλον είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς αυτή την ταινία αν δεν του αρέσει η μεσαιωνική μουσική, που εμένα μου άρεσε. Έψαξα στο ίντερνετ για τους ηθοποιούς-μουσικούς και δεν βρήκα σχεδόν καμία πληροφορία, πάντως φαίνεται να παίζουν επαγγελματίες μουσικοί.
Ορίστε και η ακριβής διεύθυνση για όποιον θέλει περισσότερες πληροφορίες: http://scalisto.blogspot.com/2010/02/eric-rohmer-perceval-le-gallois-1978.html
Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011
Zir-e poost-e shahr [Under the City's Skin] (2001) της Rakhshan Bani-Etemad
Η Rakhshan Bani-Etemad είναι μια από τις σημαντικότερες γυναίκες σκηνοθέτες του Ιράν και το Zir-e poost-e shahr είναι η μοναδική της ταινία που έχω δει και ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Είναι η ιστορία μιας εργατικής οικογένειας που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στην Τεχεράνη, λίγο πριν τις εκλογές, ποιές εκλογές δεν είμαι σίγουρη, φαντάζομαι του 2001. Από την οικογένεια δουλεύουν η μητέρα και ο μεγαλύτερος γιος, ενώ ο μικρότερος έχει μπλέξει με πολιτικές οργανώσεις, και η κόρη αρχίζει να ξεμυτίζει από το σπίτι. Υπάρχει και μια άλλη κόρη, παντρεμένη που έρχεται στο σπίτι όποτε την ξυλοφορτώσει ο άντρας της. Το θέμα της καταπίεσης της γυναίκας παίζει κι εδώ πολύ σημαντικό ρόλο, παρουσιάζεται όμως ρεαλιστικά, χωρίς μεγάλα λόγια. Το πιο ενδιαφέρον στην ταινία είναι ο ρεαλισμός: οι συζητήσεις στην οικογένεια, τα ειρωνικά σχόλια και οι καυγάδες ανάμεσα στα αδέρφια, είναι πολύ φυσικά. Άλλα θέματα της ταινίας είναι η επανάσταση των νέων και η επιθυμία τους να φύγουν απ' τη χώρα, και οι ταξικές διαφορές.
Κάπου διάβασα ότι η ταινία εγινε μπλογκμπάστερ στο Ιράν. Δε ξέρω αν είναι αλήθεια, αλλά αν όντως είναι έτσι, είναι πολύ παράξενο, γιατί λείπουν εντελώς μελοδραματισμοί και οι χαρακτήρες δεν είναι μονοδιάστατοι. Πιο πολύ μου άρεσε η μητέρα, που είναι από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες στον ιρανικό κινηματογράφο, είναι και θύμα και θύτης, μερικές φορές γενναιόδωρη, άλλες φορές μικρόψυχη, προοδευτική αλλά και πραγματίστρια ή ακόμα και αντιδραστική.
Κάπου διάβασα ότι η ταινία εγινε μπλογκμπάστερ στο Ιράν. Δε ξέρω αν είναι αλήθεια, αλλά αν όντως είναι έτσι, είναι πολύ παράξενο, γιατί λείπουν εντελώς μελοδραματισμοί και οι χαρακτήρες δεν είναι μονοδιάστατοι. Πιο πολύ μου άρεσε η μητέρα, που είναι από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες στον ιρανικό κινηματογράφο, είναι και θύμα και θύτης, μερικές φορές γενναιόδωρη, άλλες φορές μικρόψυχη, προοδευτική αλλά και πραγματίστρια ή ακόμα και αντιδραστική.
Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011
Istgah-Matrouk [Deserted Station] (2002) του Alireza Raisian
Το Istgah-Matrouk σε σενάριο του Kambuzia Partovi και βασισμένο σε διήγημα του Κιαροσταμι, περιγράφει τις περιπέτειες ενός ζευγαριού που ενώ πηγαίνουν για προσκύνημα στη Μασάντ*, το αυτοκίνητό τους χαλάει στη μέση της ερήμου. Εκεί κοντά βρίσκουν ένα σχεδόν έρημο χωριό, όπου ο μοναδικός δάσκαλος αποφασίζει να τους βοηθήσει. Με το μηχανάκι του πηγαίνει με το σύζυγο στην κοντινότερη πόλη για να βρουν ανταλλακτικά, ενώ η γυναίκα μένει στο χωριό όπου αναλαμβάνει να απασχολήσει τα παιδιά όσο λείπει ο δάσκαλός τους.
Το χωριό αυτό είναι αρκετά παράξενο και αναρωτήθηκα μήπως ήταν στη φαντασία τους, ή έστω ένα όραμα που τους έστειλε ο Ιμάμ Ρεζά. Είναι ένα φτωχό χωριό, όπου οι νέοι άντρες λείπουν, γιατί έχουν πάει να δουλέψουν στην πόλη κι όπου κουμάντο κάνει ο «δάσκαλος», ο οποίος έχει βάλει σε πρόγραμμα τη ζωή των μικρών παιδιών και αμείβεται από τα ζώα του, που τα προσέχουν τα παιδιά με βάρδιες. Εκτός όμως από αυτόν τον εκκεντρικό χαρακτήρα, πρωταγωνίστρια είναι η σύζυγος, η οποία όπως μαθαίνουμε, πηγαίνει στη Μασάντ, για να παρακαλέσει να πάει καλά η εγκυμοσύνη της, γιατί τις πρώτες δυο φορές είχε αποβολή. Γενικά η ταινία παρακολουθεί από τη μια το σύζυγο και το δάσκαλο να συζητάνε- έχουνε κι οι δυο πολύ κρύο χιούμορ, πχ. «σε όσους ο θεός δίνει κόρες, δίνει και υπομονή», κι από την άλλη τη σύζυγο να μαθαίνει από τα παιδιά για τη δύσκολη και ιδιόμορφη ζωή τους. Σε μια σκηνή προς το τέλος την βλέπουμε να περιηγείται στον εγκαταλειμμένο σταθμό του τίτλου, και παρόλο που υποτίθεται ότι παίζει με τα παιδιά, φαίνεται εντελώς μόνη της.
Δεν ήταν άσχημη η ταινία- μάλλον μου άρεσε, αλλά δεν κατάλαβα το νόημά της: ότι οι πλούσιοι ασχολούνται με ασήμαντα προβλήματα, ενώ οι φτωχοί βρίσκουν απλά τον τρόπο να συνεχίσουν τη ζωή τους, ότι οι πλούσιοι έχουν χάσει επαφή με τη ζωή; Αν και αν σκεφτεί κανείς ότι η ιδέα ήταν του Κιαροσταμι, μάλλον δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο νόημα.
*Η Μασάντ (Mashhad), μια πόλη κοντά στα σύνορα με το Αφγανιστάν, είναι ο σημαντικότερος τόπος προσκυνήματος για τους Σιίτες στο Ιράν, γιατί εκεί βρίσκεται το μαυσωλείο του Ιμάμ Ρεζά, ενός θαυματουργού ιμάμη που λατρεύεται ιδιαίτερα στο Ιράν. Περισσότερα για τους 12 ιμάμηδες εδώ
Το χωριό αυτό είναι αρκετά παράξενο και αναρωτήθηκα μήπως ήταν στη φαντασία τους, ή έστω ένα όραμα που τους έστειλε ο Ιμάμ Ρεζά. Είναι ένα φτωχό χωριό, όπου οι νέοι άντρες λείπουν, γιατί έχουν πάει να δουλέψουν στην πόλη κι όπου κουμάντο κάνει ο «δάσκαλος», ο οποίος έχει βάλει σε πρόγραμμα τη ζωή των μικρών παιδιών και αμείβεται από τα ζώα του, που τα προσέχουν τα παιδιά με βάρδιες. Εκτός όμως από αυτόν τον εκκεντρικό χαρακτήρα, πρωταγωνίστρια είναι η σύζυγος, η οποία όπως μαθαίνουμε, πηγαίνει στη Μασάντ, για να παρακαλέσει να πάει καλά η εγκυμοσύνη της, γιατί τις πρώτες δυο φορές είχε αποβολή. Γενικά η ταινία παρακολουθεί από τη μια το σύζυγο και το δάσκαλο να συζητάνε- έχουνε κι οι δυο πολύ κρύο χιούμορ, πχ. «σε όσους ο θεός δίνει κόρες, δίνει και υπομονή», κι από την άλλη τη σύζυγο να μαθαίνει από τα παιδιά για τη δύσκολη και ιδιόμορφη ζωή τους. Σε μια σκηνή προς το τέλος την βλέπουμε να περιηγείται στον εγκαταλειμμένο σταθμό του τίτλου, και παρόλο που υποτίθεται ότι παίζει με τα παιδιά, φαίνεται εντελώς μόνη της.
Δεν ήταν άσχημη η ταινία- μάλλον μου άρεσε, αλλά δεν κατάλαβα το νόημά της: ότι οι πλούσιοι ασχολούνται με ασήμαντα προβλήματα, ενώ οι φτωχοί βρίσκουν απλά τον τρόπο να συνεχίσουν τη ζωή τους, ότι οι πλούσιοι έχουν χάσει επαφή με τη ζωή; Αν και αν σκεφτεί κανείς ότι η ιδέα ήταν του Κιαροσταμι, μάλλον δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο νόημα.
*Η Μασάντ (Mashhad), μια πόλη κοντά στα σύνορα με το Αφγανιστάν, είναι ο σημαντικότερος τόπος προσκυνήματος για τους Σιίτες στο Ιράν, γιατί εκεί βρίσκεται το μαυσωλείο του Ιμάμ Ρεζά, ενός θαυματουργού ιμάμη που λατρεύεται ιδιαίτερα στο Ιράν. Περισσότερα για τους 12 ιμάμηδες εδώ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)