Δευτέρα 30 Απριλίου 2012
Marmoulak [The lizard] (2004) του Kamal Tabrizi
Ο Ρεζά, ένας διαρρήκτης που έχει το παρατσούκλι «σαύρα» επειδή έχει την (χρήσιμη για το επάγγελμά του) ικανότητα να σκαρφαλώνει τοίχους, συλλαμβάνεται μετά από μια αποτυχημένη ληστεία. Στη φυλακή μπαίνει στο μάτι του τυραννικού νέου διοικητή που αποφασίζει να τον σωφρονίσει με το ζόρι, και του κάνει διάφορα ψυχολογικά καψόνια. Ο Ρεζά όμως δεν το βάζει κάτω. Όταν βρίσκει την ευκαιρία κλέβει τα άμφια του μουλά της φυλακής και μεταμφιεσμένος το σκάει στον ελεύθερο κόσμο. Συνειδητοποιεί ότι τα ρούχα αυτά είναι η καλύτερη προστασία του από την αστυνομία και μπλέκεται σε διάφορες χιουμοριστικές καταστάσεις, ενώ κάποια στιγμή καταλήγει να «μουλάς του χωριού» σε ένα ξεχασμένο χωριό κοντά στα σύνορα.
Ο Kamal Tabrizi δεν είναι σινεφίλ σκηνοθέτης και μ' αυτή την κάπως χοντροκομμένη κωμωδία δεν απευθύνεται σε καμιά περίπτωση στους ξένους κριτικούς, αλλά στους κατοίκους της χώρας του. Με την ταινία του προσπαθεί να μεταφέρει κάποια μηνύματα, όπως ότι η θρησκεία πρέπει να εκσυγχρονιστεί για να κερδίσει το λαό, ότι υπάρχουν πολλά μονοπάτια που οδηγούν στο θεό (όχι μόνο το επίσημο), ότι οι άνθρωποι εξημερώνονται μόνο με το καλό. Η εξημέρωση αυτή δεν έχει σχέση με καμιά μανία του Κορανιού για υποταγή, αλλά είναι μια λέξη που ένας «σοφός» μουλάς διαβάζει στο Μικρό Πρίγκηπα του Εξιπερί. Με λίγα λόγια ο Ταμπριζί ήθελε να προτείνει στους άρχοντες να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους, αν θέλουν να κρατήσουν τη θέση τους. Μάλλον μάταια, αφού η ταινία που έγινε μπλοκμπάστερ, γρήγορα αποσύρθηκε λόγω αντιδράσεων από τον κλήρο.
Βασικά υπάρχουν πολλά στοιχεία που δικαιολογούν την απαγόρευση της ταινίας, και είναι άξιο απορίας πώς πήρε αρχικά άδεια να προβληθεί. Μερικά πράγματα που σκανδαλίζουν:
Ο Ρεζά ξέρουμε ότι είναι μεταμφιεσμένος, παρόλα αυτά είναι κάπως σοκαριστικό να βλέπεις έναν μουλά να κλέβει, να βλαστημά, να λέει ψέματα, να κυνηγάει γυναίκες, και δύσκολο να μην σου περάσει απ' το μυαλό ότι κάποιοι κληρικοί τα κάνουν αυτά στην πραγματικότητα.
Ο «σοφός μουλάς» τον οποίο ανέφερα προηγουμένως, όχι μόνο εμπνέεται από δυτικά βιβλία, αλλά ουσιαστικά δίνει την ευκαιρία στο Ρεζά να αποδράσει. Ταυτόχρονα κάποιοι τηλεοπτικοί μουλάδες μιλάνε για θέματα που απασχολούν την νεολαία όπως το «Παλπ Φίξιον» του Ταραντίνο.
Ο Ρεζά εξαιτίας της ασχετοσύνης του με τα θρησκευτικά κάνει μερικά περίεργα κηρύγματα και γενικά αυτά που κάνει μες το ναό αντί για τις σωστές τελετές, πιθανώς να είναι ιεροσυλία. Όμως σιγά σιγά τα κηρύγματά του αποκτούν κάποιο νόημα, κι ο ίδιος γίνεται «καλός παπάς». Είναι σαν να υπονοείται ότι ακόμα και να είσαι απατεώνας και ελάχιστα θρησκευόμενος, μπορείς να επιτελέσεις σωστά το αξιοσέβαστο λειτούργημα του μουλά.
Πέρα από τον κλήρο, ο διοικητής των φυλακών είναι πολύ σαδιστής, ένας πολιτικός είναι διεφθαρμένος, το χωριό είναι στο έλεος μιας μαφιόζικης συμμορίας. Αυτά από μόνα τους δεν ξέρω αν θα ενοχλούσαν σε μια ανάλαφρη κομεντί, αλλά μέσα στο όλο πολιτικό κλίμα της ταινίας, δίνουν μια αρνητική χροιά στην εξουσία.
Τελικά δε ξέρω αν είναι το Μαρμουλάκ μια τολμηρή πολιτική ταινία ή μια αφελής προσπάθεια να συμβιβαστούν τα ασυμβίβαστα. Πάντως στο στιλ θυμίζει λίγο ελληνική κωμωδία με τον Κωνσταντάρα ή τέλος πάντων κάτι παρόμοιο αυτής της εποχής. Οκ, ίσως και να την αδικώ. Υπάρχει ολόκληρη στο youtube.
Ο Parviz Parastui , που εδώ υποδύεται το λαϊκό ληστή, στην «Ιτιά» του Ματζιντί έπαιζε τον τραγικό διανοούμενο που βρίσκει το φως του, αλλά χάνει το θεό. Απίστευτο!
Πέμπτη 26 Απριλίου 2012
Fontane - Effi Briest (1974) του Rainer Werner Fassbinder
Το μυθιστόρημα του Theodor Fontane «Effi Briest» γράφτηκε στο τέλος του 19ου αιώνα και είναι ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα της γερμανικής λογοτεχνίας. Η ηρωίδα του η Έφη είναι η μοναδική κόρη μιας ευκατάστατης οικογένειας. Στα 17 της παντρεύεται τον βαρόνο von Innstetten, ο οποίος πριν 20 χρόνια ήταν ερωτευμένος με τη μητέρα της- και η μητέρα της ήταν ερωτευμένη, αλλά όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο πλουσιότερος και ωριμότερος κύριος Μπριστ, διάλεξε σοφά να παντρευτεί αυτόν που θα της εξασφάλιζε μια καλύτερη ζωή. Τα πράγματα όμως άλλαξαν και ο βαρόνος είναι τώρα πολύ πιο πλούσιος, και είναι και βαρόνος. Αν τον παντρευτείς, λέει η κυρία Μπριστ στην κόρη της, θα είσαι στα 17 σου ανώτερη κοινωνικά απ' ότι εγώ στα 40 μου. Η Έφη στον νεανικό ενθουσιασμό της (για κοινωνική καταξίωση) δέχεται να παντρευτεί. Όμως ο γάμος αυτός δεν θα είναι επιτυχημένος.
Στο μυθιστόρημα του Φοντάνε δεν υπάρχουν σκληροί και ύπουλοι άνθρωποι ούτε έντονα πάθη, όλοι έχουν καλές προθέσεις και προσπαθούν να κάνουν αυτό που θεωρούν σωστό, απλά κάτι πάει στραβά. Ο συγγραφέας όμως δε μας δίνει απαντήσεις στο τι ή ποιος έφταιξε.
Η ταινία του Φασμπίντερ είναι αρκετά πιστή στο πρωτότυπο, νομίζω μάλιστα ότι οι διάλογοι έχουν μεταφερθεί αυτούσιοι απ' το βιβλίο, και ανάμεσα στις σκηνές ο ίδιος ο σκηνοθέτης διαβάζει αποσπάσματα του βιβλίου. Δεν έχει γίνει καμιά προσπάθεια να εκσυγχρονιστεί η ιστορία, ούτε κρίνονται οι πράξεις των ηρώων.
Πάντως η ταινία είναι (προφανώς) αρκετά παράξενη και δε θυμίζει σε πολλά τις συνηθισμένες ταινίες εποχής, αν και τα κουστούμια είναι πολύ ωραία, και η ασπρόμαυρη φωτογραφία επίσης. Πρώτα απ' όλα οι ηθοποιοί μιλάνε άψυχα, και μερικές φορές μοιάζει σαν να απαγγέλλουν. Μετά οι σκηνές είναι σύντομες και έχουμε και το voice-over αλλά και γραπτά κείμενα ανάμεσα τους. Έχουμε και συμβολισμούς όπως οι καθρέπτες που συχνά βλέπουμε ολόκληρους διαλόγους μόνο μέσα από καθρέπτες. Παρεμπιπτόντως, από διαλόγους άλλο τίποτα.
Προσωπικά μου άρεσε πάρα πολύ η ταινία, και το μόνο που θα ήθελα ήταν μια πιο νεανική και αυθόρμητη Έφη, γιατί ενώ όλοι λένε ότι είναι ένα άγριο και παθιασμένο πλάσμα, στην πραγματικότητα η Hanna Schygulla είναι ψυχρή. Μου έλειψε και λίγο συναίσθημα ειδικά προς το τέλος. Βέβαια δε μπορώ να πω πως θα φανεί η ταινία σε κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με το βιβλίο και δε ξέρω τι παίζει με τους υπότιτλους, γιατί οι διάλογοι είναι πολλοί και δύσκολοι και δε ξέρω αν είναι καλά μεταφρασμένοι ή κατανοητοί. Πάντως εγώ τους έχασα από το πρώτο λεπτό και προτιμούσα να ακούω κατευθείαν τα γερμανικά που κουτσά στραβά τα καταλαβαίνω.
Η Έφη Μπριστ, όπως ξέρει κάθε Γερμανός (είναι σπόιλερ), λίγο καιρό μετά την αποκάλυψη της μοιχείας της και το χωρισμό της από το σύζυγο και το παιδί της, πεθαίνει μετανιωμένη. Αντίθετα όμως με την τέχνη που σκοτώνει τις μοιχαλίδες και όποιον άλλο τολμάει να τα βάλει με τις νόρμες της κοινωνίας, η ίδια η κακούργα κοινωνία είναι πολλές φορές πιο μεγαλόψυχη: η Elisabeth von Plotho, η ιστορία της οποίας ενέπνευσε τον Φοντάνε για να γράψει την «Έφη Μπριστ», πέθανε το 1952 σε ηλικία 99 χρονών! Μετά το διαζύγιο της, δούλεψε σαν νοσοκόμα και φαίνεται ότι έζησε μια σχετικά άνετη ζωή και δε μετάνιωσε για την εξωσυζυγική σχέση της.
Στο μυθιστόρημα του Φοντάνε δεν υπάρχουν σκληροί και ύπουλοι άνθρωποι ούτε έντονα πάθη, όλοι έχουν καλές προθέσεις και προσπαθούν να κάνουν αυτό που θεωρούν σωστό, απλά κάτι πάει στραβά. Ο συγγραφέας όμως δε μας δίνει απαντήσεις στο τι ή ποιος έφταιξε.
Η ταινία του Φασμπίντερ είναι αρκετά πιστή στο πρωτότυπο, νομίζω μάλιστα ότι οι διάλογοι έχουν μεταφερθεί αυτούσιοι απ' το βιβλίο, και ανάμεσα στις σκηνές ο ίδιος ο σκηνοθέτης διαβάζει αποσπάσματα του βιβλίου. Δεν έχει γίνει καμιά προσπάθεια να εκσυγχρονιστεί η ιστορία, ούτε κρίνονται οι πράξεις των ηρώων.
Πάντως η ταινία είναι (προφανώς) αρκετά παράξενη και δε θυμίζει σε πολλά τις συνηθισμένες ταινίες εποχής, αν και τα κουστούμια είναι πολύ ωραία, και η ασπρόμαυρη φωτογραφία επίσης. Πρώτα απ' όλα οι ηθοποιοί μιλάνε άψυχα, και μερικές φορές μοιάζει σαν να απαγγέλλουν. Μετά οι σκηνές είναι σύντομες και έχουμε και το voice-over αλλά και γραπτά κείμενα ανάμεσα τους. Έχουμε και συμβολισμούς όπως οι καθρέπτες που συχνά βλέπουμε ολόκληρους διαλόγους μόνο μέσα από καθρέπτες. Παρεμπιπτόντως, από διαλόγους άλλο τίποτα.
Προσωπικά μου άρεσε πάρα πολύ η ταινία, και το μόνο που θα ήθελα ήταν μια πιο νεανική και αυθόρμητη Έφη, γιατί ενώ όλοι λένε ότι είναι ένα άγριο και παθιασμένο πλάσμα, στην πραγματικότητα η Hanna Schygulla είναι ψυχρή. Μου έλειψε και λίγο συναίσθημα ειδικά προς το τέλος. Βέβαια δε μπορώ να πω πως θα φανεί η ταινία σε κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με το βιβλίο και δε ξέρω τι παίζει με τους υπότιτλους, γιατί οι διάλογοι είναι πολλοί και δύσκολοι και δε ξέρω αν είναι καλά μεταφρασμένοι ή κατανοητοί. Πάντως εγώ τους έχασα από το πρώτο λεπτό και προτιμούσα να ακούω κατευθείαν τα γερμανικά που κουτσά στραβά τα καταλαβαίνω.
Η Έφη Μπριστ, όπως ξέρει κάθε Γερμανός (είναι σπόιλερ), λίγο καιρό μετά την αποκάλυψη της μοιχείας της και το χωρισμό της από το σύζυγο και το παιδί της, πεθαίνει μετανιωμένη. Αντίθετα όμως με την τέχνη που σκοτώνει τις μοιχαλίδες και όποιον άλλο τολμάει να τα βάλει με τις νόρμες της κοινωνίας, η ίδια η κακούργα κοινωνία είναι πολλές φορές πιο μεγαλόψυχη: η Elisabeth von Plotho, η ιστορία της οποίας ενέπνευσε τον Φοντάνε για να γράψει την «Έφη Μπριστ», πέθανε το 1952 σε ηλικία 99 χρονών! Μετά το διαζύγιο της, δούλεψε σαν νοσοκόμα και φαίνεται ότι έζησε μια σχετικά άνετη ζωή και δε μετάνιωσε για την εξωσυζυγική σχέση της.
Δευτέρα 23 Απριλίου 2012
Fëmijët e saj [Her Children] (1957) του Hysen Hakani
Μια γυναίκα πηγαίνει ένα παιδάκι στο γιατρό για το εμβόλιο του. «Είναι η μητέρα του;» ρωτάει η νοσοκόμα. Όχι λέει ο γιατρός και της διηγείται την τραγική ιστορία της.
Αυτή η ταινία μόλις 14 λεπτών είναι σύμφωνα με τη βικιπαίδεια η πρώτη ταινία μικρού μήκους της Αλβανίας (!). Δεν βρήκα και πολλές πληροφορίες στο ίντερνετ αλλά είναι σχεδόν προφανές ότι πρόκειται για προπαγανδιστικό φιλμάκι που θέλει να πείσει τους χωρικούς να εμπιστευτούν την επίσημη ιατρική και όχι τα γιατροσόφια. Παρόλα αυτά έχει αρκετό ενδιαφέρον και ηθογραφικά, και σαν ταινία, ειδικά στις σκηνές με την μάγισσα.
Κυκλοφορεί και στο youtube, (χωρίς υπότιτλους, αλλά δεν χρειάζονται), όμως βρέθηκε δε ξέρω πως στο σκληρό μου δίσκο σε σχετικά καλή ποιότητα.
Αυτή η ταινία μόλις 14 λεπτών είναι σύμφωνα με τη βικιπαίδεια η πρώτη ταινία μικρού μήκους της Αλβανίας (!). Δεν βρήκα και πολλές πληροφορίες στο ίντερνετ αλλά είναι σχεδόν προφανές ότι πρόκειται για προπαγανδιστικό φιλμάκι που θέλει να πείσει τους χωρικούς να εμπιστευτούν την επίσημη ιατρική και όχι τα γιατροσόφια. Παρόλα αυτά έχει αρκετό ενδιαφέρον και ηθογραφικά, και σαν ταινία, ειδικά στις σκηνές με την μάγισσα.
Κυκλοφορεί και στο youtube, (χωρίς υπότιτλους, αλλά δεν χρειάζονται), όμως βρέθηκε δε ξέρω πως στο σκληρό μου δίσκο σε σχετικά καλή ποιότητα.
Η μάγισσα |
Σάββατο 21 Απριλίου 2012
Heydar, yek Afghani dar Tehran [Heydar, An Afghan in Tehran] (2005) του Babak Jalali
Σ' αυτήν την ταινία μικρού μήκους, ο Χεϊντάρ, ένας Αφγανός μετανάστης, δουλεύει σαν υπηρέτης στο σπίτι ενός ηλικιωμένου ευκατάστατου Ιρανού. Το αφεντικό του, που δεν το βλέπουμε καθόλου, είναι ιδιότροπος και τσιγκούνης, και περιμένει πότε ο γιος του θα έρθει να τον πάρει για τη Σουηδία.
Αυτή η πρώτη ταινία του Τζαλαλί έχει πολλά κοινά με το Frontier Blues, αν και είναι πολύ πιο λιτή, αφού όλες σχεδόν οι σκηνές διαδραματίζονται μέσα στο πολυτελές αλλά μάλλον εγκαταλειμμένο σπίτι στην Τεχεράνη. Ο Χεϋντάρ όπως κι ένας από τους ήρωες του Frontier Blues προσπαθεί να μάθει αγγλικά με κασετόφωνο, κάτι που προφανώς συμβολίζει την επιθυμία του να φύγει. Η κάμερα είναι αυστηρά καθηλωμένη, και τα επεισόδια από τη ζωή του πρωταγωνιστή παρουσιάζονται νατουραλιστικά, χωρίς να έχουμε ιδιαίτερη εξέλιξη. Μ' αυτή την ένοια θυμίζει ίσως και τη «Νεκρή Φύση» του Sohrab Shahid Saless.
Παρεμπιπτόντως υποψιάζομαι ότι ο Χεϋντάρ όπως και οι υπόλοιποι Αφγανοί του έργου δεν είναι στην πραγματικότητα Αφγανοί. Πρώτον είναι αρκετά γεροδεμένοι και δεύτερον μιλάνε πολύ καθαρά φαρσί, ώστε ακόμα κι εγώ να καταλαβαίνω τους μισούς διαλόγους. Βέβαια όλα αυτά έχουν μικρή σημασία.
Παρεμπιπτόντως υποψιάζομαι ότι ο Χεϋντάρ όπως και οι υπόλοιποι Αφγανοί του έργου δεν είναι στην πραγματικότητα Αφγανοί. Πρώτον είναι αρκετά γεροδεμένοι και δεύτερον μιλάνε πολύ καθαρά φαρσί, ώστε ακόμα κι εγώ να καταλαβαίνω τους μισούς διαλόγους. Βέβαια όλα αυτά έχουν μικρή σημασία.
Παρασκευή 20 Απριλίου 2012
Frontier Blues (2009) του Babak Jalali
Βρισκόμαστε στην απόμακρη επαρχία Golestan, στα σύνορα του Ιράν με το Τουρκμενιστάν, όπου ζει και μια μειονότητα Τουρκμένων και η ταινία παρακολουθεί στιγμιότυπα από τη ζωή κάποιων κατοίκων της επαρχίας: Ένας άεργος και μάλλον διανοητικά καθυστερημένος νέος ζει με το θείο και το ..γάιδαρό του στην πρωτεύουσα (το Γκοργκάν) και περνάει τον ελεύθερό του χρόνο μαζεύοντας πινακίδες οχημάτων, ο θείος του βαριέται τη δουλειά στο κατάστημα ρούχων του, ένας νέος Τουρκμένος εργάτης σε ορνιθοτροφείο προσπαθεί να μάθει Αγγλικά με σκοπό να παντρευτεί μια κοπέλα και να φύγει απ' το Ιράν, ένας Τουρκμένος βάρδος ποζάρει για έναν φωτογράφο από την Τεχεράνη που θέλει να αναδείξει την «αυθεντική τουρκμένικη κουλτούρα».
Αντίθετα με τον Κιαροστάμι, ο Τζαλαλί δεν παρουσιάζει την ιρανική επαρχία σαν πηγή σοφίας για τον αλλοτριωμένο πρωτευουσιάνο, ούτε την παρουσιάζει σαν εξωτικό χώρο γεμάτο μαγεία όπως ο Μαχμαλμπάφ. Αντίθετα τονίζει την ανία και την έλλειψη προοπτικών για τους νέους, τη μιζέρια της καθημερινότητας, ενώ οι παραδόσεις δεν παίζουν σημαντικό ρόλο (αντίθετα με ότι θα ήθελαν να πιστεύουν πολλοί ρομαντικοί αστοί) και σιγά σιγά χάνονται.
Οι ήρωες είναι μοναχικά, αξιολύπητα άτομα, και ο σκηνοθέτης τους βλέπει άλλοτε με συμπάθεια, κι άλλοτε με κυνισμό. Πέρα από τις κωμικοτραγικές καταστάσεις, το σημαντικότερο στην ταινία είναι η φωτογραφία που είναι πολύ ωραία, ειδικά στα τοπία στη στέπα όπου τριγυρίζουν ο φωτογράφος με το βάρδο. Το Frontier Blues έχει ακόμα κάτι ωραίο για μένα: η κάμερα μένει συχνά ακίνητη, ενώ οι ήρωες μας κοιτάζουν πολλές φορές κατάματα, και μοιάζει σαν να απευθύνονται σε μας.
Γενικά είναι μια ενδιαφέρουσα ταινία με μοναδικό μειονέκτημα (για μένα πάντα) ότι και οι καταστάσεις και το χιούμορ της δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπα.
Κάποιες σκηνές είναι αρκετά τολμηρές κι αναρωτιέμαι αν κατάφεραν να περάσουν την λογοκρισία. Θυμάμαι μια συνέντευξη όπου η Bani- Etemad διηγούνταν ότι όταν ένας λογοκριτής της είπε να αφαιρέσει κάποιες σκηνές από την ταινία της για να πάρει άδεια, εκείνη του απάντησε ότι θα περιμένει μέχρι αυτός να μετατεθεί σε άλλη δημόσια υπηρεσία, και μέχρι να βρεθεί άλλος πιο ελαστικός υπάλληλος που να επιτρέψει την ταινία ολόκληρη. Έτσι και έγινε. Οι υπέυθυνοι για την λογοκρισία είναι συχνά δημόσιοι υπάλληλοι χωρίς εξειδίκευση, τον επόμενο χρόνο μπορεί να τους αναθέσουν να σκουπίζουν λάμπες.
Αντίθετα με τον Κιαροστάμι, ο Τζαλαλί δεν παρουσιάζει την ιρανική επαρχία σαν πηγή σοφίας για τον αλλοτριωμένο πρωτευουσιάνο, ούτε την παρουσιάζει σαν εξωτικό χώρο γεμάτο μαγεία όπως ο Μαχμαλμπάφ. Αντίθετα τονίζει την ανία και την έλλειψη προοπτικών για τους νέους, τη μιζέρια της καθημερινότητας, ενώ οι παραδόσεις δεν παίζουν σημαντικό ρόλο (αντίθετα με ότι θα ήθελαν να πιστεύουν πολλοί ρομαντικοί αστοί) και σιγά σιγά χάνονται.
Οι ήρωες είναι μοναχικά, αξιολύπητα άτομα, και ο σκηνοθέτης τους βλέπει άλλοτε με συμπάθεια, κι άλλοτε με κυνισμό. Πέρα από τις κωμικοτραγικές καταστάσεις, το σημαντικότερο στην ταινία είναι η φωτογραφία που είναι πολύ ωραία, ειδικά στα τοπία στη στέπα όπου τριγυρίζουν ο φωτογράφος με το βάρδο. Το Frontier Blues έχει ακόμα κάτι ωραίο για μένα: η κάμερα μένει συχνά ακίνητη, ενώ οι ήρωες μας κοιτάζουν πολλές φορές κατάματα, και μοιάζει σαν να απευθύνονται σε μας.
Γενικά είναι μια ενδιαφέρουσα ταινία με μοναδικό μειονέκτημα (για μένα πάντα) ότι και οι καταστάσεις και το χιούμορ της δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπα.
Κάποιες σκηνές είναι αρκετά τολμηρές κι αναρωτιέμαι αν κατάφεραν να περάσουν την λογοκρισία. Θυμάμαι μια συνέντευξη όπου η Bani- Etemad διηγούνταν ότι όταν ένας λογοκριτής της είπε να αφαιρέσει κάποιες σκηνές από την ταινία της για να πάρει άδεια, εκείνη του απάντησε ότι θα περιμένει μέχρι αυτός να μετατεθεί σε άλλη δημόσια υπηρεσία, και μέχρι να βρεθεί άλλος πιο ελαστικός υπάλληλος που να επιτρέψει την ταινία ολόκληρη. Έτσι και έγινε. Οι υπέυθυνοι για την λογοκρισία είναι συχνά δημόσιοι υπάλληλοι χωρίς εξειδίκευση, τον επόμενο χρόνο μπορεί να τους αναθέσουν να σκουπίζουν λάμπες.
Πέμπτη 19 Απριλίου 2012
Τσιμαμάντα Αντίτσι: ο κίνδυνος της μονοσήμαντης ιστορίας
Εντελώς τυχαία βρήκα το παραπάνω βιντεάκι (υπάρχει και με υπότιτλους στα ελληνικά εδώ) όπου η Νιγηριανή συγγραφέας Chimamanda Adichie εξηγεί πως λειτουργούν τα στερεότυπα που έχουμε για μια λιγότερο προνομιούχα, «σιωπηλή» ομάδα ανθρώπων. Πχ. στερεότυπα των Αμερικάνων/δυτικών για τους Αφρικάνους, της μεσαίας τάξης για τους φτωχούς, των λευκών Αμερικάνων για τους Μεξικάνους. Τα στερεότυπα αυτά δεν είναι πάντα αρνητικά ή ρατσιστικά με τη στενή έννοια του όρου, απλά βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους μόνο σαν φορείς αυτών των στερεοτυπικών χαρακτηριστικών. Για παράδειγμα η ίδια η Adichie όταν ήταν παιδί δε μπορούσε να φανταστεί ότι μια φτωχιά οικογένεια που γνώριζε ήταν ικανή για οτιδήποτε άλλο εκτός από το να πεινάει. Αντίστοιχα όταν η συγγραφέας πήγε στην Αμερική ο εκδότης της παραπονέθηκε ότι οι χαρακτήρες του μυθιστορήματός της ήταν σαν κι αυτόν, ότι το βιβλίο δεν ήταν αρκετά «αφρικάνικο»: δε μιλούσε για πόλεμους και λιμούς. Ο εκδότης αυτός ήταν αδύνατο να πεισθεί ότι οι Νιγηριανοί μπορεί να έχουν άλλους είδους προβλήματα εκτός από πολέμους, λιμούς και ελέφαντες.
Τα Δακρυα Του Ηλιου, μια τυπική «αφρικάνικη ιστορία» όπου Αμερικάνοι ήρωες σώζουν μερικούς καλούς Νιγηριανούς απ΄τη φρίκη του πολέμου. |
Ο «κίνδυνος της μονοσήμαντης ιστορίας» υπάρχει στον κινηματογράφο πολύ περισσότερο από τη λογοτεχνία και έχει την παρενέργεια ότι στο σινεμά κάθε χαρακτήρας πρέπει να είναι «λευκός άντρας» εκτός αν αυτό είναι εντελώς ασύμβατο με το ρόλο. Δηλαδή μια ταινία για τη μητρότητα θα έχει υποχρεωτικά μια γυναίκα, μια ταινία για το ρατσισμό θα έχει υποχρεωτικά κάποιον μη λευκό, μια ταινία για τη μετανάστευση θα έχει υποχρεωτικά κάποιον μετανάστη, αλλά σε όλες τις άλλες περιπτώσεις οι χαρακτήρες είναι λευκοί άντρες. Πχ έστω ότι μια ταινία απαιτεί τον χαρακτήρα ενός υπαλλήλου που αντιμετωπίζει το δίλημμα αν θα καταγγείλει ή όχι τη διαφθορά του προϊσταμένου του. Θεωρητικά αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι οποιουδήποτε φύλου, χρώματος, σεξουαλικού προσανατολισμού κτλ. Έλα ντε που στην πράξη είναι σχεδόν πάντα λευκός άντρας. Όταν αυτός ο κανόνας δεν τηρείται, κάποιοι ενοχλούνται, όπως κάποιος χρήστης του imdb που έγραψε για τον George του A single man «αυτός ο χαρακτήρας θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ετεροφυλόφιλος που θρηνεί για το θάνατο της γυναίκας του, γιατί τον έκαναν γκέι;»
Η ομιλία της Adichie είναι πολύ ωραία και εκφράζει με απλά λόγια κάποια πράγματα που σκεφτόμουνα εδώ και καιρό, αλλά προσωπικά θα ήθελα να προσθέσω κάτι άλλο, κάπως άσχετο: Στο βίντεο αναφέρεται ο τρόπος που οι «κυρίαρχοι» του πολιτισμού βλέπουν τις «περιθωριακές ομάδες» αλλά δεν γίνεται λόγος για το αντίστροφο. Δηλαδή η Adichie λέει ότι οι Αμερικάνοι είχαν προκαταλήψεις για τους Αφρικανούς, αλλά δεν λέει τι προκαταλήψεις έχουν οι Νιγηριανοί για τους Αμερικάνους ή για τους λευκούς. Από προσωπικές εμπειρίες συνειδητοποίησα ότι σε πολλές χώρες οι άνθρωποι που έχουν δει «δυτικές» ταινίες έχουν πολλές προκαταλήψεις για τους «δυτικούς». Πχ ότι οι «δυτικές» γυναίκες είναι εύκολες: η προκατάληψη που πονάει περισσότερο ψυχολογικά και δυστυχώς και σωματικά. Ή ότι όλοι οι λευκοί/«δυτικοί» είναι Αμερικάνοι, χορεύουν σε ντίσκο, δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αλκοόλ, με λίγα λόγια ότι είναι έτσι όπως παρουσιάζονται οι ήρωες στις αμερικάνικες (και ευρωπαϊκές) ταινίες. Και φυσικά καρικατούρες «δυτικών» εμφανίζονται συχνά στον «μη δυτικό» κινηματογράφο όπως το Μπόλιγουντ. Βέβαια, αυτού του είδους τα στερεότυπα υπάρχουν σε μικρότερο βαθμό απ' ότι τα δικά μας, όπως αντίστοιχα οι δικές μας ταινίες παρουσιάζουν τους «δυτικούς» με μεγαλύτερη ποικιλομορφία και με λιγότερα κλισέ απ' ότι παρουσιάζουν τον «ξένο». Κι ενώ οι «δυτικοί» σπάνια βλέπουν Μπόλιγουντ για να συνειδητοποιήσουν ότι και οι Ινδοί είναι φυσιολογικοί άνθρωποι με κάθε είδους προβλήματα, οι Ινδοί βλέπουν καθημερινά Χόλιγουντ. Και φυσικά ισχύει αυτό που λέει η Adichie στην αρχή της ομιλίας που είναι και το πιο συγκλονιστικό: οι μορφωμένοι Νιγηριανοί, και όλοι οι μορφωμένοι «Νιγηριανοί» του κόσμου, μαθαίνουν από μικρή ηλικία να ταυτίζονται με τους ξένους προς τον πολιτισμό τους «δυτικούς».
Το δυτικός το βάζω σε εισαγωγικά γιατί είναι σχεδόν θέμα τύχης ποιος άνθρωπος θα θεωρηθεί δυτικός. Για πολλούς δυτικοευρωπαίους πχ οι Έλληνες δεν είναι δυτικοί, είναι κάτι ξένο, είναι ζορμπάδες. Για πολλούς Ινδούς οι Έλληνες είναι προσωποποίηση του δυτικού πολιτισμού με τη μορφή που γνωρίζουν, της Αγγλικής αποικιοκρατίας. Για κάποιους Ρουμάνους οι Έλληνες είναι ορθόδοξα (ξ)αδέρφια και για άλλους λεφτάδες και νεόπλουτοι. Και πολλές φορές στην Τουρκία είδα τους ντόπιους να φέρονται στους Έλληνες σαν ανθρώπους και στους υπόλοιπους Ευρωπαίους σαν άσχετους τουρίστες. Τρέχα γύρευε.
Τρίτη 10 Απριλίου 2012
Η Barcelona (1994) του Whit Stillman και η Βαρκελώνη
Σ' αυτή τη δεύτερη ταινία του Stillman οι ήρωες είναι δυο Αμερικάνοι ξάδερφοι που βρίσκονται για επαγγελματικούς λόγους στη Βαρκελώνη: ο ένας είναι στέλεχος επιχείρησης που ζει για πολύ καιρό στην πόλη ενώ ο δεύτερος είναι αξιωματικός του ναυτικού και έχει έρθει για να παραλάβει ένα πλοίο του αμερικανικού στόλου, ή τουλάχιστον αυτό κατάλαβα. Οι δυο ηθοποιοί που τους υποδύονται έχουν παίξει και στο Μετροπόλιταν, ο ένας μάλιστα παίζει τον ίδιο πάνω κάτω χαρακτήρα. Οι περιπέτειες τους στη Βαρκελώνη περιλαμβάνουν τη γνωριμία τους με Βαρκελωνέζες που δουλεύουν σε εμπορικές εκθέσεις (κάτι σαν μοντέλα), αλλά και την ατυχή συνάντηση τους με τον αντιαμερικανισμό και τους αριστερούς τρομοκράτες.
Κι ενώ οι διάλογοι μεταξύ των δυο ξαδέρφων είναι το ίδιο έξυπνοι και αστείοι όπως και στο Μετροπόλιταν, υπάρχει κάτι πολύ ενοχλητικό σε σχέση με τη Βαρκελώνη και τα στερεότυπα του σκηνοθέτη για τους Ευρωπαίους και τους Ισπανούς (ή Καταλανούς να πω;)
Για τον Stillman τα στερεότυπα είναι δυο: αντιαμερικανισμός και σεξουαλική ελευθεριότητα. Οι διάφορες Ισπανίδες καλλονές που συναντούν οι δυο ήρωες συνδυάζουν με μεγάλη ευκολία δυο ή τρεις εραστές και το θεωρούν μάλιστα πολύ φυσιολογικό και δεν το κρύβουν. Αλλά ο αντιαμερικανισμός είναι το βασικό χαρακτηριστικό: από την πιο ηλίθια ξανθιά μέχρι τον πιο επικίνδυνο τρομοκράτη, όλοι μισούν για γελοίους λόγους την Αμερική. Όχι ότι αυτό απέχει πολύ απ' την πραγματικότητα, αλλά το να κάνεις μια ταινία σε ξένη χώρα που να αφορά την άγνοια των ντόπιων για την πατρίδα σου, κι εσύ να επιδεικνύεις ακόμα μεγαλύτερη άγνοια γι' αυτή τη χώρα, είναι μάλλον ένδειξη υποκρισίας και σνομπισμού, και απόδειξη ασχετοσύνης. Πόσο μάλλον όταν ο σκηνοθέτης έχει ζήσει αρκετά χρόνια στην Ισπανία.
Πρώτα απ' όλα οι Ισπανοί (ή Καταλανοί) χαρακτήρες είναι στην πλειοψηφία τους ανεγκέφαλα κορίτσια, με ελάχιστους διαλόγους και ατάκες, κι ενώ οι δυο Αμερικάνοι λένε τα έξυπνα λόγια τους, τους κοιτάζουν με ηλίθιο βλέμμα και παραπονιούνται ότι δεν κατάλαβαν. Οι ηθοποιοί που τις παίζουν είναι από χώρες εκτός Ισπανίας, και ειδικά η ξανθιά πρωταγωνίστρια δεν μιλάει καθόλου ισπανικά, αφού η προφορά της θα πρόδιδε ότι είναι Αμερικάνα ή ότι άλλο είναι. Με τη γλώσσα συμβαίνει ακόμα ένα παράδοξο, οι χαρακτήρες που υποτίθεται ότι είναι Καταλανοί μιλάνε - όποτε μιλάνε- μεταξύ τους ισπανικά αλλά πετάνε που και που και καμιά καταλανική λέξη, όπως, γεια, αντίο, παρακαλώ κτλ.
Το αστείο είναι ότι συνήθως οι σκηνοθέτες που γυρίζουν ταινίες στη Βαρκελώνη, για να δικαιολογήσουν τη χρήση ισπανικών και όχι καταλανικών από τους κατοίκους της, συνήθως διαλέγουν χαρακτήρες που να έχουν καταγωγή από κάποιο ισπανόφωνο μέρος πχ καλλιτέχνες απ' τη Μαδρίτη, το Τολέδο ή μετανάστες από κανένα λασποχώρι της Ανδαλουσίας. Άνθρωποι να είναι Καταλανοί, όπως θέλει η ταινία αλλά να μιλάνε καστιλιάνικα μεταξύ τους, είναι από τις λίγες φορές που το βλέπω σε ταινία στη μετα Φράνκο εποχή.
Και μιας που το φερε η κουβέντα, ένας απ' τους ξαδέρφους θυμώνει που οι Βαρκελωνέζοι αποκαλούν του Αμερικάνους φασίστες και λέει ότι «πολλοί άντρες μας έχασαν τη ζωή τους για να απαλλάξουν την Ευρώπη από το φασισμό». Δε θέλω να σχολιάσω τους λόγους που η Αμερική μπλέχτηκε στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Αλλά κι η γάτα μου το ξέρει ότι η Ισπανία δε συμμετείχε σ΄αυτόν τον πόλεμο, αντίθετα κανένας δεν απάλλαξε τους Ισπανούς από το φασίστα το Φράνκο, και οι σχέσεις του με την Αμερική δεν ήταν καθόλου μα καθόλου άσχημες. Με λίγα λόγια οι Καταλανοί δεν έχουν κανένα λόγο να ευχαριστήσουν τους Αμερικάνους για τη «συμβολή τους στη νίκη κατά του φασισμού».
Δεν υπάρχει στην «Barcelona» ίχνος από την πραγματικότητα της πόλης, ίχνος από Καταλωνία πέρα απ΄ την υποτιθέμενη καταλανική ταυτότητα των κοριτσιών, υπάρχουν μόνο τα κλισέ που περιμένει ο κάθε αδαής τουρίστας όπως το φλαμένκο.
Πάντως πέρα από την εξοργιστική και γεμάτη κλισέ απεικόνιση της Βαρκελώνης, δε μπορώ να πω ότι η ταινία δε μου άρεσε. Είναι πολύ διασκεδαστική. Κι ακόμα κι αν μερικές φορές δίνει την εντύπωση ότι γυρίστηκε σαν εκδίκηση ενός πληγωμένου πατριώτη για τις προσβολές που άκουγε για χρόνια στην Ισπανία, η αλήθεια είναι ότι οι Ευρωπαίοι είναι αδικαιολόγητα αντιαμερικάνοι, και δε μπορώ να μη δώσω κάποιο δίκιο στο Stillman. Αλλά την ασχετοσύνη σε σχέση με την Καταλωνία δεν την συγχωρώ και βασικά θα προτιμούσα οι σκηνοθέτες απ' το Μανχάταν κι απ' τον υπόλοιπο κόσμο, να περιοριζόταν σ' αυτά που ξέρουν καλύτερα, και ν' άφηναν τη Βαρκελώνη στην ησυχία της.
Κι ενώ οι διάλογοι μεταξύ των δυο ξαδέρφων είναι το ίδιο έξυπνοι και αστείοι όπως και στο Μετροπόλιταν, υπάρχει κάτι πολύ ενοχλητικό σε σχέση με τη Βαρκελώνη και τα στερεότυπα του σκηνοθέτη για τους Ευρωπαίους και τους Ισπανούς (ή Καταλανούς να πω;)
Για τον Stillman τα στερεότυπα είναι δυο: αντιαμερικανισμός και σεξουαλική ελευθεριότητα. Οι διάφορες Ισπανίδες καλλονές που συναντούν οι δυο ήρωες συνδυάζουν με μεγάλη ευκολία δυο ή τρεις εραστές και το θεωρούν μάλιστα πολύ φυσιολογικό και δεν το κρύβουν. Αλλά ο αντιαμερικανισμός είναι το βασικό χαρακτηριστικό: από την πιο ηλίθια ξανθιά μέχρι τον πιο επικίνδυνο τρομοκράτη, όλοι μισούν για γελοίους λόγους την Αμερική. Όχι ότι αυτό απέχει πολύ απ' την πραγματικότητα, αλλά το να κάνεις μια ταινία σε ξένη χώρα που να αφορά την άγνοια των ντόπιων για την πατρίδα σου, κι εσύ να επιδεικνύεις ακόμα μεγαλύτερη άγνοια γι' αυτή τη χώρα, είναι μάλλον ένδειξη υποκρισίας και σνομπισμού, και απόδειξη ασχετοσύνης. Πόσο μάλλον όταν ο σκηνοθέτης έχει ζήσει αρκετά χρόνια στην Ισπανία.
Πρώτα απ' όλα οι Ισπανοί (ή Καταλανοί) χαρακτήρες είναι στην πλειοψηφία τους ανεγκέφαλα κορίτσια, με ελάχιστους διαλόγους και ατάκες, κι ενώ οι δυο Αμερικάνοι λένε τα έξυπνα λόγια τους, τους κοιτάζουν με ηλίθιο βλέμμα και παραπονιούνται ότι δεν κατάλαβαν. Οι ηθοποιοί που τις παίζουν είναι από χώρες εκτός Ισπανίας, και ειδικά η ξανθιά πρωταγωνίστρια δεν μιλάει καθόλου ισπανικά, αφού η προφορά της θα πρόδιδε ότι είναι Αμερικάνα ή ότι άλλο είναι. Με τη γλώσσα συμβαίνει ακόμα ένα παράδοξο, οι χαρακτήρες που υποτίθεται ότι είναι Καταλανοί μιλάνε - όποτε μιλάνε- μεταξύ τους ισπανικά αλλά πετάνε που και που και καμιά καταλανική λέξη, όπως, γεια, αντίο, παρακαλώ κτλ.
Το αστείο είναι ότι συνήθως οι σκηνοθέτες που γυρίζουν ταινίες στη Βαρκελώνη, για να δικαιολογήσουν τη χρήση ισπανικών και όχι καταλανικών από τους κατοίκους της, συνήθως διαλέγουν χαρακτήρες που να έχουν καταγωγή από κάποιο ισπανόφωνο μέρος πχ καλλιτέχνες απ' τη Μαδρίτη, το Τολέδο ή μετανάστες από κανένα λασποχώρι της Ανδαλουσίας. Άνθρωποι να είναι Καταλανοί, όπως θέλει η ταινία αλλά να μιλάνε καστιλιάνικα μεταξύ τους, είναι από τις λίγες φορές που το βλέπω σε ταινία στη μετα Φράνκο εποχή.
Και μιας που το φερε η κουβέντα, ένας απ' τους ξαδέρφους θυμώνει που οι Βαρκελωνέζοι αποκαλούν του Αμερικάνους φασίστες και λέει ότι «πολλοί άντρες μας έχασαν τη ζωή τους για να απαλλάξουν την Ευρώπη από το φασισμό». Δε θέλω να σχολιάσω τους λόγους που η Αμερική μπλέχτηκε στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Αλλά κι η γάτα μου το ξέρει ότι η Ισπανία δε συμμετείχε σ΄αυτόν τον πόλεμο, αντίθετα κανένας δεν απάλλαξε τους Ισπανούς από το φασίστα το Φράνκο, και οι σχέσεις του με την Αμερική δεν ήταν καθόλου μα καθόλου άσχημες. Με λίγα λόγια οι Καταλανοί δεν έχουν κανένα λόγο να ευχαριστήσουν τους Αμερικάνους για τη «συμβολή τους στη νίκη κατά του φασισμού».
Δεν υπάρχει στην «Barcelona» ίχνος από την πραγματικότητα της πόλης, ίχνος από Καταλωνία πέρα απ΄ την υποτιθέμενη καταλανική ταυτότητα των κοριτσιών, υπάρχουν μόνο τα κλισέ που περιμένει ο κάθε αδαής τουρίστας όπως το φλαμένκο.
Πάντως πέρα από την εξοργιστική και γεμάτη κλισέ απεικόνιση της Βαρκελώνης, δε μπορώ να πω ότι η ταινία δε μου άρεσε. Είναι πολύ διασκεδαστική. Κι ακόμα κι αν μερικές φορές δίνει την εντύπωση ότι γυρίστηκε σαν εκδίκηση ενός πληγωμένου πατριώτη για τις προσβολές που άκουγε για χρόνια στην Ισπανία, η αλήθεια είναι ότι οι Ευρωπαίοι είναι αδικαιολόγητα αντιαμερικάνοι, και δε μπορώ να μη δώσω κάποιο δίκιο στο Stillman. Αλλά την ασχετοσύνη σε σχέση με την Καταλωνία δεν την συγχωρώ και βασικά θα προτιμούσα οι σκηνοθέτες απ' το Μανχάταν κι απ' τον υπόλοιπο κόσμο, να περιοριζόταν σ' αυτά που ξέρουν καλύτερα, και ν' άφηναν τη Βαρκελώνη στην ησυχία της.
Πέμπτη 5 Απριλίου 2012
Metropolitan (1990) του Whit Stillman
Μια παρέα από φοιτητές της ανώτερης κοινωνικής τάξης του Μανχάταν συναντούνται στο σπίτι μιας φοιτήτριας αλλά και σε χορούς, ή σε λέσχες, στη σύντομη διάρκεια των διακοπών των Χριστουγέννων. Στα πάρτυ αυτά τους βλέπουμε να συζητάνε για την κοινωνία, τη ζωή, την πολιτική, τις σχέσεις, την τέχνη. Όλοι τους είναι μορφωμένοι, με σπουδές στα καλύτερα πανεπιστήμια, έχουν επίγνωση των προνομίων τους, και ένα από τα θέματα που τους απασχολούν περισσότερο είναι η μοίρα της κοινωνικής τους τάξης. Σιγά σιγά γνωρίζουμε καλύτερα τους χαρακτήρες των αγοριών, ο ένας είναι κυνικός, ο άλλος έχει συνέχεια θεωρίες και προσπαθεί να είναι ηθικός, κι ο πρωταγωνιστής είναι κάπως φτωχότερος απ' τους υπόλοιπους, όλοι όμως είναι υποκριτές και εγωιστές. Πολύ συχνά μάλιστα κατακρίνουν κάποιον για τον τρόπο που φέρεται, για να κάνουν ακριβώς το ίδιο αμέσως μετά. Τα κορίτσια δεν τα γνωρίζουμε τόσο καλά, εξάλλου συζητάνε συνήθως για γκομενικά, με εξαίρεση την Όντρι που είναι αγνή, απλή και ειλικρινής, ακριβώς σαν τις ηρωίδες της Τζέιν Όστιν.
Βασικά η ταινία μοιάζει στη δομή και στο νόημα με μυθιστόρημα της Όστιν: Δεν υπάρχει τόσο δράση όσο διάλογοι, και μέσω των διαλόγων αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας του κάθε ήρωα, ενώ το κεντρικό θέμα είναι πότε και πως οι δύο πρωταγωνιστές θα καταλάβουν ότι είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Στις ομοιότητες είναι βέβαια και το περιβάλλον των πλούσιων νέων με το σαβουάρ βιβρ να έχει αλλάξει ελάχιστα απ' την εποχή της Όστιν. Μάλιστα κάπου εμφανίζεται κι ένας νεαρός βαρόνος
.
Αυτό πάντως που κάνει το Metropolitan να ξεχωρίζει είναι οι πολύ έξυπνοι διάλογοι, που είναι τόσο έξυπνοι που καμιά φορά μπορεί να μην προλάβεις να καταλάβεις την ειρωνεία που κρύβουν.
Το όνομα του Whit Stillman δεν το είχα ξανακούσει ποτέ, αλλά έτυχε ψάχνοντας για διασκευές του «Mansfield Park» να πέσω σε ένα κειμενάκι στη βικιπαίδεια που έλεγε ότι στο Metropolitan οι δυο ήρωες διαφωνούν γι 'αυτό το μυθιστόρημα: ο Τομ πιστεύει ότι είναι παρωχημένο και ότι η ηρωίδα του η Φάννυ Πράις είναι εντελών ασυμπάθιστη, ενώ η Όντρεϊ δεν καταλαβαίνει τι κακό έχει η Φάννυ. Ο Τομ τελικά λέει ότι δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, αλλά έχει διαβάσει κριτικές (!).
Κατάφερα να βρω δυο διασκευές του Mansfield Park, η μια χειρότερη από την άλλη, και σκεφτόμουν να κάνω μια ανάρτηση για το πως μπορεί κανείς να καταστρέψει μια ταινία που βασίζεται σε κλασσικό μυθιστόρημα με το να απαλύνει ή να αλλάζει τα συντηρητικά στοιχεία του βιβλίου, αλλά δε βαριέσαι..
Βασικά η ταινία μοιάζει στη δομή και στο νόημα με μυθιστόρημα της Όστιν: Δεν υπάρχει τόσο δράση όσο διάλογοι, και μέσω των διαλόγων αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας του κάθε ήρωα, ενώ το κεντρικό θέμα είναι πότε και πως οι δύο πρωταγωνιστές θα καταλάβουν ότι είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Στις ομοιότητες είναι βέβαια και το περιβάλλον των πλούσιων νέων με το σαβουάρ βιβρ να έχει αλλάξει ελάχιστα απ' την εποχή της Όστιν. Μάλιστα κάπου εμφανίζεται κι ένας νεαρός βαρόνος
.
Αυτό πάντως που κάνει το Metropolitan να ξεχωρίζει είναι οι πολύ έξυπνοι διάλογοι, που είναι τόσο έξυπνοι που καμιά φορά μπορεί να μην προλάβεις να καταλάβεις την ειρωνεία που κρύβουν.
Το όνομα του Whit Stillman δεν το είχα ξανακούσει ποτέ, αλλά έτυχε ψάχνοντας για διασκευές του «Mansfield Park» να πέσω σε ένα κειμενάκι στη βικιπαίδεια που έλεγε ότι στο Metropolitan οι δυο ήρωες διαφωνούν γι 'αυτό το μυθιστόρημα: ο Τομ πιστεύει ότι είναι παρωχημένο και ότι η ηρωίδα του η Φάννυ Πράις είναι εντελών ασυμπάθιστη, ενώ η Όντρεϊ δεν καταλαβαίνει τι κακό έχει η Φάννυ. Ο Τομ τελικά λέει ότι δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, αλλά έχει διαβάσει κριτικές (!).
Κατάφερα να βρω δυο διασκευές του Mansfield Park, η μια χειρότερη από την άλλη, και σκεφτόμουν να κάνω μια ανάρτηση για το πως μπορεί κανείς να καταστρέψει μια ταινία που βασίζεται σε κλασσικό μυθιστόρημα με το να απαλύνει ή να αλλάζει τα συντηρητικά στοιχεία του βιβλίου, αλλά δε βαριέσαι..
Τετάρτη 4 Απριλίου 2012
Φεστιβάλ Βενετίας 2009
Το 2009 διαγωνίστηκαν στο φεστιβάλ της Βενετίας 25 ταινίες στο επίσημο πρόγραμμα. Από αυτές κατάφερα να μαζέψω μόνο 23, κι από αυτές δεν κατάφερα να τις δω όλες μέχρι το τέλος.
Ας αρχίσουμε απ' αυτές που έφαγα το ίντερνετ και δεν τις βρήκα. Η μία είναι το «Al Mosafer» από την Αίγυπτο για το οποίο δυσκολεύτηκα να βρω ακόμα και κριτικές. Η άλλη είναι το Ahasin Wetei του Vimukthi Jayasundara από τη Σρι Λάνκα που πιστεύω ότι θα μου άρεσε, κρίνοντας απ' τη σκηνή αυτή.
Για τις υπόλοιπες ξεκινώ από αυτές που μου περισσότερο μου άρεσαν.
Ο Λίβανος του Samuel Maoz που πήρε το χρυσό λιοντάρι είναι μαι πολύ ενδιαφέρουσα κλειστοφοβική αντιπολεμική ταινία που λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα τανκ, και τον έξω κόσμο τον βλέπουμε μέσα απ' το τανκ αυτό (δε ξέρω πως λέγεται αυτό το πράγμα, περισκόπιο;). Έχουμε ελάχιστη δράση, περισσότερο βλέπουμε την ψυχολογική κατάπτωση των αρχικά κεφάτων φαντάρων, την αγωνία τους, ενώ γύρω τους συμβαίνουν διάφορα μίνι εγκλήματα πολέμου. Οι κακοί στην ταινία όπως και σε όλες όσες έχω δει με θέμα το Λίβανο είναι οι χριστιανοί, αυτοί που έχουν στα χέρια τους την εξουσία σ' αυτή τη χώρα κι εδώ γνωρίζουμε ένα δείγμα απ' αυτούς: είναι ένας γλοιώδης τύπος που εμφανίζεται προς το τέλος αλλά δε λέω τι απειλεί να κάνει γιατί είναι σπόιλερ. Υπάρχει και το υποχρεωτικό ημιδιεστραμμένο ανέκδοτο, ένα μελό περιστατικό σχετικά με την οικογένεια ενός φαντάρου, και η επίσης υποχρεωτική εναλλαγή στις σχέσεις μεταξύ των φαντάρων σ'αυτή την ακραία κατάσταση που βρίσκονται. Αυτά όμως δε με ενόχλησαν ιδιαίτερα και συνολικά μου άρεσε πολύ, η υπόθεση θα μπορούσε να μην αναφέρεται στο Λίβανο αλλά σε ένα φανταστικό βασίλειο στον Άρη.
Το Life During Wartime του Todd Solondz είναι συνέχεια του «Happiness» με εντελώς διαφορετικούς ηθοποιούς. Μπορεί να μην θεωρείται τόσο πετυχημένο όσο το Χάπινες αλλά για μένα ήταν η πρώτη ταινία του σκηνοθέτη που είδα και η πιο ευχάριστη έκπληξη σ' αυτό το βαρετό φεστιβάλ.
Το θαύμα στη Λούρδη (Lourdes) είναι ακόμα μια αγαπημένη ταινία που μελετά μια ομάδα πιστών οι περισσότεροι άρρωστοι που επισκέπτονται τη Λούρδη ελπίζοντας σε ένα θαύμα. Η ταινία παρακολουθεί πιστούς, τους συνοδούς τους και τους παπάδες και τις καλόγριες που συμμετέχουν στο προσκύνημα, και κυρίως μια γυναίκα που πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας. Είναι πολύ αντικειμενική η ματιά της Jessica Hausner και ούτε καν κάνει κριτική στην καθολική εκκλησία και στο εμπόριο με τη δυστυχία των ανθρώπων, απλά παρατηρεί. Στο τέλος δε ξέρεις τι να πιστέψεις, όπως άλλωστε στην αληθινή ζωή. Έχοντας μια μικρή εμπειρία σε προσκυνήματα, τάματα, μοναστήρια κτλ, η ταινία μου έφερε ευχάριστες αναμνήσεις.
Ο Χέρτσογκ συμμετείχε με δυο έργα του στο διαγωνιστικό τμήμα, το περισσότερα γνωστό Bad Lieutenant: Port of Call New Orleans και το My Son, My Son, What Have Ye Done που προβλήθηκε σαν έκπληξη. Το πρώτο το βρήκα άθλιο και δε θέλω να το σχολιάσω, αλλά το δεύτερο ήταν αρκετά ενδιαφέρον και σουρεαλιστικό. Ένας νέος άντρας έχει σκοτώσει τη μητέρα του και η αστυνομία προσπαθεί να τον πείσει να παραδοθεί και να μαζέψει πληροφορίες για τα κίνητρα του. Αφορμή για σουρεαλισμό και μερικούς χαρακτήρες υποτονικούς και καθυστερημένους που νιώθεις την ανάγκη να τους ταρακουνήσεις.
Η πιο εκκεντρική ταινία του φεστιβάλ είναι όμως το 36 vues du Pic Saint-Loup του Ριβέτ όπου παρακολουθούμε την περιοδεία ενός μικρού κι εντελώς αποτυχημένου οικογενειακού τσίρκου, στη γαλλική επαρχία το καλοκαίρι. Υπάρχει και πλοκή στην ταινία, δηλαδή ένα μυστικό σχετικά με την πρωταγωνίστρια κι ένα τραύμα που πρέπει να ξεπεράσει, όλα αυτά πολύ κακόγουστα, αλλά η αίσθηση της καλοκαιρινής νωχέλειας, και άλλα στοιχεία που δεν μπορώ να προσδιορίσω με έκαναν να διασκεδάσω αρκετά ειδικά στη μέση της ταινίας. Μερικά από τα νούμερα του τσίρκου που παρουσιάζονται φαίνεται να είναι αληθινά και νομίζω ότι ο σκοπός ύπαρξης της ταινίας είναι η νοσταλγία για μια μορφή διασκέδασης που έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί .
Το A Single Man επίσης δε μου φάνηκε καθόλου κακό και απέφυγε πολλά κλισέ του εμπορικού κινηματογράφου, αν και η επιμονή με τα αισθησιακά αντρικά σώματα κάπου με ξένισε. Στο White Material η Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι μια λευκή γαιοκτήμονας στην Αφρική (σε μια χώρα που δεν κατονομάζεται) και προσπαθεί να κρατήσει τη φάρμα της και τους υπηρέτες της ενώ γύρω της γίνεται πόλεμος και η οικογένειά της διαλύεται. Αρκετά ενδιαφέρον, χωρίς καθόλου μελόδραμα, απλά στο τέλος δεν κατάλαβα το νόημά της. Να μην ξεχνάμε και το Zanan bedun-e mardan (Γυναίκες χωρίς άντρες) για το οποίο έχω ήδη γράψει, όπως έχω γράψει και για τη Λόλα του Brillante Mendoza. Επίσης το The Road με το Βόγκο Μόρτενσεν ήταν αρκετά καλύτερο απ' ότι το περίμενα, αν και κάπως γκρίζο, βαρετό και αμερικάνικο (εμμονή με την αντίθεση καλού-κακού, σχέση πατέρα-γιου κτλ).
Το Persécution του Πατρίς Σερό θα έλεγα ότι είναι κλασσικό γαλλικό ταινιάκι με ένα κάπως ιδιότροπο νεαρό, τη γιάπισσα φιλενάδα του και μια προοδευτική παρέα (απ΄την οποία δε λείπει η Χιάμ Αμπάς), και που δε γίνεται τίποτα, αυτή τη φορά με την κακή έννοια. Είναι όμως τελείως διαφορετικό απ' τη βασίλισσα Μαργκό, και κατά την άποψή μου απείρως καλύτερο. Το Soul Kitchen είναι μια κομεντί με μπόλικο χιούμορ επιπέδου γερμανικής τηλεόρασης (όχι ότι έχω εντρυφήσει) και ότι κλισέ μπορεί να βάλει ανθρώπου νους. Πάντως περνάει ευχάριστα η ώρα, κι αυτό κάτι είναι. Ευχάριστα πέρασε η ώρα και στο Survival of the Dead, όπου μια ομάδα κυνηγάει, τι άλλο, ζόμπι, και στο Yi ngoi (Accident), μια χαμηλών τόνων ταινία μυστηρίου όπου μια ομάδα πληρωμένων δολοφόνων φροντίζει να ξεφορτωθεί τα θύματά της με ευφάνταστο τρόπο.
Διαγωνίστηκαν 4 ιταλικές ταινίες, που στο μυαλό μου τις έχω μπερδεμένες αφού μοιάζουν πολύ στο στιλ και κάποιες έχουν τους ίδιους ηθοποιούς σε παρόμοιους ρόλους. Απ' αυτές ξεχωρίζω το La doppia ora, που ξεκινάει σαν δράμα με δυο όχι τόσο νέους ανθρώπους που γνωρίζονται και προσπαθούν να κάνουν μια νέα αρχή στη ζωή τους, αλλά ευτυχώς γρήγορα η υπόθεση παίρνει άλλη τροπή, αν και περίμενα καλύτερο τέλος. Στο Il grande sogno ο σκηνοθέτης (Michele Placido) χρησιμοποιώντας αυτοβιογραφικά στοιχεία περιγράφει το φοιτητικό κίνημα στο τέλος της δεκαετίας του 60 στην Ιταλία μέσα από τις ιστορίες ενός αστυνόμου με ιδιαίτερη αγάπη στο θέατρο, και μιας ευκατάστατης οικογένειας, τις οποίας τα τρία τέκνα πρωτοστατούν στις φοιτητικές εξεγέρσεις.
Το Lei wangzi (Prince of Tears) ενώ είναι κακόγουστος συνδυασμός σαπουνόπερας και υποθέτω και προπαγάνδας, έγινε αφορμή για να μάθω ένα μελανό σημείο της ιστορίας της Ταϊβάν που μέχρι τώρα θεωρούσα υπόδειγμα δημοκρατικού (ψευδο)κράτους. Φαίνεται λοιπόν ότι λίγο μετά την εγκατάσταση της «νόμιμης» κινεζικής κυβέρνησης στο νησί, επικρατούσε ένα κλίμα τρομοκρατίας και χαφιεδισμού όπου γίνονταν φυλακίσεις και εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες (ή και χωρίς), με θύματα όσους είχαν την ατυχία να πέσουν σε ανυποληψία/να θεωρηθούν ύποπτοι για σπιούνοι του Μάο. Κι εγώ που νόμιζα ότι αυτά τα έκαναν μόνο οι κομμουνιστές.
Για τις υπόλοιπες ταινίες δε θέλω να γράψω γιατί τις θεωρώ απαράδεκτες, να πω μόνο ότι χειρότερη απ' όλες βρήκα το Tetsuo.
Ας αρχίσουμε απ' αυτές που έφαγα το ίντερνετ και δεν τις βρήκα. Η μία είναι το «Al Mosafer» από την Αίγυπτο για το οποίο δυσκολεύτηκα να βρω ακόμα και κριτικές. Η άλλη είναι το Ahasin Wetei του Vimukthi Jayasundara από τη Σρι Λάνκα που πιστεύω ότι θα μου άρεσε, κρίνοντας απ' τη σκηνή αυτή.
Για τις υπόλοιπες ξεκινώ από αυτές που μου περισσότερο μου άρεσαν.
Ο Λίβανος του Samuel Maoz που πήρε το χρυσό λιοντάρι είναι μαι πολύ ενδιαφέρουσα κλειστοφοβική αντιπολεμική ταινία που λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα τανκ, και τον έξω κόσμο τον βλέπουμε μέσα απ' το τανκ αυτό (δε ξέρω πως λέγεται αυτό το πράγμα, περισκόπιο;). Έχουμε ελάχιστη δράση, περισσότερο βλέπουμε την ψυχολογική κατάπτωση των αρχικά κεφάτων φαντάρων, την αγωνία τους, ενώ γύρω τους συμβαίνουν διάφορα μίνι εγκλήματα πολέμου. Οι κακοί στην ταινία όπως και σε όλες όσες έχω δει με θέμα το Λίβανο είναι οι χριστιανοί, αυτοί που έχουν στα χέρια τους την εξουσία σ' αυτή τη χώρα κι εδώ γνωρίζουμε ένα δείγμα απ' αυτούς: είναι ένας γλοιώδης τύπος που εμφανίζεται προς το τέλος αλλά δε λέω τι απειλεί να κάνει γιατί είναι σπόιλερ. Υπάρχει και το υποχρεωτικό ημιδιεστραμμένο ανέκδοτο, ένα μελό περιστατικό σχετικά με την οικογένεια ενός φαντάρου, και η επίσης υποχρεωτική εναλλαγή στις σχέσεις μεταξύ των φαντάρων σ'αυτή την ακραία κατάσταση που βρίσκονται. Αυτά όμως δε με ενόχλησαν ιδιαίτερα και συνολικά μου άρεσε πολύ, η υπόθεση θα μπορούσε να μην αναφέρεται στο Λίβανο αλλά σε ένα φανταστικό βασίλειο στον Άρη.
Το Life During Wartime του Todd Solondz είναι συνέχεια του «Happiness» με εντελώς διαφορετικούς ηθοποιούς. Μπορεί να μην θεωρείται τόσο πετυχημένο όσο το Χάπινες αλλά για μένα ήταν η πρώτη ταινία του σκηνοθέτη που είδα και η πιο ευχάριστη έκπληξη σ' αυτό το βαρετό φεστιβάλ.
Το θαύμα στη Λούρδη (Lourdes) είναι ακόμα μια αγαπημένη ταινία που μελετά μια ομάδα πιστών οι περισσότεροι άρρωστοι που επισκέπτονται τη Λούρδη ελπίζοντας σε ένα θαύμα. Η ταινία παρακολουθεί πιστούς, τους συνοδούς τους και τους παπάδες και τις καλόγριες που συμμετέχουν στο προσκύνημα, και κυρίως μια γυναίκα που πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας. Είναι πολύ αντικειμενική η ματιά της Jessica Hausner και ούτε καν κάνει κριτική στην καθολική εκκλησία και στο εμπόριο με τη δυστυχία των ανθρώπων, απλά παρατηρεί. Στο τέλος δε ξέρεις τι να πιστέψεις, όπως άλλωστε στην αληθινή ζωή. Έχοντας μια μικρή εμπειρία σε προσκυνήματα, τάματα, μοναστήρια κτλ, η ταινία μου έφερε ευχάριστες αναμνήσεις.
Ο Χέρτσογκ συμμετείχε με δυο έργα του στο διαγωνιστικό τμήμα, το περισσότερα γνωστό Bad Lieutenant: Port of Call New Orleans και το My Son, My Son, What Have Ye Done που προβλήθηκε σαν έκπληξη. Το πρώτο το βρήκα άθλιο και δε θέλω να το σχολιάσω, αλλά το δεύτερο ήταν αρκετά ενδιαφέρον και σουρεαλιστικό. Ένας νέος άντρας έχει σκοτώσει τη μητέρα του και η αστυνομία προσπαθεί να τον πείσει να παραδοθεί και να μαζέψει πληροφορίες για τα κίνητρα του. Αφορμή για σουρεαλισμό και μερικούς χαρακτήρες υποτονικούς και καθυστερημένους που νιώθεις την ανάγκη να τους ταρακουνήσεις.
Η πιο εκκεντρική ταινία του φεστιβάλ είναι όμως το 36 vues du Pic Saint-Loup του Ριβέτ όπου παρακολουθούμε την περιοδεία ενός μικρού κι εντελώς αποτυχημένου οικογενειακού τσίρκου, στη γαλλική επαρχία το καλοκαίρι. Υπάρχει και πλοκή στην ταινία, δηλαδή ένα μυστικό σχετικά με την πρωταγωνίστρια κι ένα τραύμα που πρέπει να ξεπεράσει, όλα αυτά πολύ κακόγουστα, αλλά η αίσθηση της καλοκαιρινής νωχέλειας, και άλλα στοιχεία που δεν μπορώ να προσδιορίσω με έκαναν να διασκεδάσω αρκετά ειδικά στη μέση της ταινίας. Μερικά από τα νούμερα του τσίρκου που παρουσιάζονται φαίνεται να είναι αληθινά και νομίζω ότι ο σκοπός ύπαρξης της ταινίας είναι η νοσταλγία για μια μορφή διασκέδασης που έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί .
Το A Single Man επίσης δε μου φάνηκε καθόλου κακό και απέφυγε πολλά κλισέ του εμπορικού κινηματογράφου, αν και η επιμονή με τα αισθησιακά αντρικά σώματα κάπου με ξένισε. Στο White Material η Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι μια λευκή γαιοκτήμονας στην Αφρική (σε μια χώρα που δεν κατονομάζεται) και προσπαθεί να κρατήσει τη φάρμα της και τους υπηρέτες της ενώ γύρω της γίνεται πόλεμος και η οικογένειά της διαλύεται. Αρκετά ενδιαφέρον, χωρίς καθόλου μελόδραμα, απλά στο τέλος δεν κατάλαβα το νόημά της. Να μην ξεχνάμε και το Zanan bedun-e mardan (Γυναίκες χωρίς άντρες) για το οποίο έχω ήδη γράψει, όπως έχω γράψει και για τη Λόλα του Brillante Mendoza. Επίσης το The Road με το Βόγκο Μόρτενσεν ήταν αρκετά καλύτερο απ' ότι το περίμενα, αν και κάπως γκρίζο, βαρετό και αμερικάνικο (εμμονή με την αντίθεση καλού-κακού, σχέση πατέρα-γιου κτλ).
Το Persécution του Πατρίς Σερό θα έλεγα ότι είναι κλασσικό γαλλικό ταινιάκι με ένα κάπως ιδιότροπο νεαρό, τη γιάπισσα φιλενάδα του και μια προοδευτική παρέα (απ΄την οποία δε λείπει η Χιάμ Αμπάς), και που δε γίνεται τίποτα, αυτή τη φορά με την κακή έννοια. Είναι όμως τελείως διαφορετικό απ' τη βασίλισσα Μαργκό, και κατά την άποψή μου απείρως καλύτερο. Το Soul Kitchen είναι μια κομεντί με μπόλικο χιούμορ επιπέδου γερμανικής τηλεόρασης (όχι ότι έχω εντρυφήσει) και ότι κλισέ μπορεί να βάλει ανθρώπου νους. Πάντως περνάει ευχάριστα η ώρα, κι αυτό κάτι είναι. Ευχάριστα πέρασε η ώρα και στο Survival of the Dead, όπου μια ομάδα κυνηγάει, τι άλλο, ζόμπι, και στο Yi ngoi (Accident), μια χαμηλών τόνων ταινία μυστηρίου όπου μια ομάδα πληρωμένων δολοφόνων φροντίζει να ξεφορτωθεί τα θύματά της με ευφάνταστο τρόπο.
Διαγωνίστηκαν 4 ιταλικές ταινίες, που στο μυαλό μου τις έχω μπερδεμένες αφού μοιάζουν πολύ στο στιλ και κάποιες έχουν τους ίδιους ηθοποιούς σε παρόμοιους ρόλους. Απ' αυτές ξεχωρίζω το La doppia ora, που ξεκινάει σαν δράμα με δυο όχι τόσο νέους ανθρώπους που γνωρίζονται και προσπαθούν να κάνουν μια νέα αρχή στη ζωή τους, αλλά ευτυχώς γρήγορα η υπόθεση παίρνει άλλη τροπή, αν και περίμενα καλύτερο τέλος. Στο Il grande sogno ο σκηνοθέτης (Michele Placido) χρησιμοποιώντας αυτοβιογραφικά στοιχεία περιγράφει το φοιτητικό κίνημα στο τέλος της δεκαετίας του 60 στην Ιταλία μέσα από τις ιστορίες ενός αστυνόμου με ιδιαίτερη αγάπη στο θέατρο, και μιας ευκατάστατης οικογένειας, τις οποίας τα τρία τέκνα πρωτοστατούν στις φοιτητικές εξεγέρσεις.
Το Lei wangzi (Prince of Tears) ενώ είναι κακόγουστος συνδυασμός σαπουνόπερας και υποθέτω και προπαγάνδας, έγινε αφορμή για να μάθω ένα μελανό σημείο της ιστορίας της Ταϊβάν που μέχρι τώρα θεωρούσα υπόδειγμα δημοκρατικού (ψευδο)κράτους. Φαίνεται λοιπόν ότι λίγο μετά την εγκατάσταση της «νόμιμης» κινεζικής κυβέρνησης στο νησί, επικρατούσε ένα κλίμα τρομοκρατίας και χαφιεδισμού όπου γίνονταν φυλακίσεις και εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες (ή και χωρίς), με θύματα όσους είχαν την ατυχία να πέσουν σε ανυποληψία/να θεωρηθούν ύποπτοι για σπιούνοι του Μάο. Κι εγώ που νόμιζα ότι αυτά τα έκαναν μόνο οι κομμουνιστές.
Για τις υπόλοιπες ταινίες δε θέλω να γράψω γιατί τις θεωρώ απαράδεκτες, να πω μόνο ότι χειρότερη απ' όλες βρήκα το Tetsuo.
Κυριακή 1 Απριλίου 2012
Rewers (2009) του Borys Lankosz
Η Σαμπίνα ζει με τη μητέρα, τη γιαγιά της και τον αλκοολικό αδερφό της σ' ένα διαμέρισμα στη Βαρσοβία του 1952. Την εποχή αυτή οι άνθρωποι προσπαθούν να ξεπεράσουν τα τραύματα του πολέμου και ταυτόχρονα να συνηθίσουν όσο καλύτερα μπορούν το νέο πολίτευμα, τον κομμουνισμό. Το Rewers προσπαθεί να αποτυπώσει και να διακωμωδήσει αυτό το κλίμα τρομοκρατίας που βασάνισε τον πολωνικό λαό και κυρίως την (πρώην) μπουρζουαζία.
Η κυρία Ιρένα, η μητέρα, ήταν ιδιοκτήτρια μεγάλου φαρμακείου πριν τον πόλεμο, κι ο αδερφός είναι μποέμης ζωγράφος. Τώρα η μόνη που φέρνει λεφτά στο σπίτι είναι η ίδια η Σαμπίνα που δουλεύει σαν «υπεύθυνη ποίησης» σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό, όπου είναι αναγκασμένοι να εκδίδουν μόνο ότι συμβαδίζει με τη γραμμή του κόμματος. Δύο είναι τα βασικά προβλήματα της οικογένειας: Πρώτον πως θα ξεφορτωθούν ένα παλιό αμερικάνικο νόμισμα χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους γείτονες και την αστυνομία. Και το σπουδαιότερο που φαίνεται να βασανίζει μάνα και γιαγιά είναι να βρεθεί άντρας για τη Σαμπίνα που κινδυνεύει να μείνει γεροντοκόρη. Αλλά κι εκείνη νιώθει την ανάγκη ενός άντρα στη ζωή της, για άλλους λόγους βέβαια. Ήδη από την πρώτη σκηνή την βλέπουμε στο σινεμά να θαυμάζει τα γυμνά σώματα των νέων του Πολωνικού Στρατού που προβάλλονται σ' ένα προπαγανδιστικό φιλμ. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ένας κύριος στη ζωή της που κάνει τα όνειρά της πραγματικότητα, αλλά πόσο σίγουρη μπορεί να είναι μια κοπέλα σε ένα δικτατορικό καθεστώς;
Εκτός από την ανελέητη σάτιρα στον κομμουνισμό, το Rewers αποτελεί και φόρο τιμής στο σινεμά: πολλές σκηνές είναι «αντιγραμμένες» από ταινίες του 50, και η κάμερα μιμείται τα «λάθη» των παλιών καμερών. Κι ο χαρακτήρας του Bronisław είναι καρικατούρα του σκληρού ήρωα των αμερικάνικων ταινιών. Την ασπρόμαυρη ταινία διακόπτουν έγχρωμες σκηνές απ΄το παρόν με την ηλικιωμένη πλέον Σαμπίνα να πηγαίνει στο αεροδρόμιο, αλλά και αληθινές σκηνές από τη Βαρσοβία που έχουν γυριστεί τη δεκαετία του 50.
Το Ρεβέρς είναι όμως πάνω απ' όλα αστείο, και την πρώτη φορά που το είδα γέλασα μέχρι δακρύων. Εκτός από χιούμορ, υπάρχουν και μερικές πολύ έντονες ίσως και σκληρές σκηνές όπως στη μέση περίπου της ταινίας, όπου η ηρωίδα συναντά τον αγαπημένο της στο διαμέρισμα της.
Η πρωταγωνίστρια, η Agata Buzek κέρδισε το 2010 το Βραβείο Πολωνικού Κινηματογράφου για τη γυναικεία ερμηνεία,- και η ίδια η ταινία το βραβείο καλύτερης ταινίας-, τη χρονιά που ήταν υποψήφια και η Κριστίνα Γιάντα με το Τατάρακ του Βάιντα. Βέβαια η Γιάντα παίζει κι εδώ, είναι η μητέρα της Σαμπίνας, αλλά η Μπούζεκ με το χαρακτηριστικό εξωγήινο πρόσωπο είναι η ψυχή του Rewers.
Κεντρικό ρόλο στην ταινία παίζει το Παλάτι του Πολιτισμού και της Επιστήμης, ένα επιβλητικό κτίριο, «δώρο απ΄τη Ρωσία» που άρχισε να χτίζεται το 52 προς τιμή του Στάλιν. Είναι ένα κτίριο που μάλλον αρέσει στους τουρίστες αλλά όχι σε πολλούς Πολωνούς που τους θυμίζει την καταπίεση του κομμουνισμού, και που δεν είναι καν πρωτότυπο αφού «οι Ρώσοι έχουν χτίσει από ένα τέτοιο σε κάθε κομμουνιστική πρωτεύουσα». Προσωπικά νομίζω ότι έχω μπει μέσα για μια συναυλία, όπου έριχνες δυο ζάρια και πλήρωνες για είσοδο τόσα ζλότι όσα έβγαιναν στις ζαριές -και δυστυχώς σε μένα αλλά και στη φίλη μου μας βγήκαν από δυο πεντάρια-, αλλά δεν παίρνω όρκο γιατί ήμουν πολύ μεθυσμένη.
Η κυρία Ιρένα, η μητέρα, ήταν ιδιοκτήτρια μεγάλου φαρμακείου πριν τον πόλεμο, κι ο αδερφός είναι μποέμης ζωγράφος. Τώρα η μόνη που φέρνει λεφτά στο σπίτι είναι η ίδια η Σαμπίνα που δουλεύει σαν «υπεύθυνη ποίησης» σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό, όπου είναι αναγκασμένοι να εκδίδουν μόνο ότι συμβαδίζει με τη γραμμή του κόμματος. Δύο είναι τα βασικά προβλήματα της οικογένειας: Πρώτον πως θα ξεφορτωθούν ένα παλιό αμερικάνικο νόμισμα χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους γείτονες και την αστυνομία. Και το σπουδαιότερο που φαίνεται να βασανίζει μάνα και γιαγιά είναι να βρεθεί άντρας για τη Σαμπίνα που κινδυνεύει να μείνει γεροντοκόρη. Αλλά κι εκείνη νιώθει την ανάγκη ενός άντρα στη ζωή της, για άλλους λόγους βέβαια. Ήδη από την πρώτη σκηνή την βλέπουμε στο σινεμά να θαυμάζει τα γυμνά σώματα των νέων του Πολωνικού Στρατού που προβάλλονται σ' ένα προπαγανδιστικό φιλμ. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ένας κύριος στη ζωή της που κάνει τα όνειρά της πραγματικότητα, αλλά πόσο σίγουρη μπορεί να είναι μια κοπέλα σε ένα δικτατορικό καθεστώς;
Εκτός από την ανελέητη σάτιρα στον κομμουνισμό, το Rewers αποτελεί και φόρο τιμής στο σινεμά: πολλές σκηνές είναι «αντιγραμμένες» από ταινίες του 50, και η κάμερα μιμείται τα «λάθη» των παλιών καμερών. Κι ο χαρακτήρας του Bronisław είναι καρικατούρα του σκληρού ήρωα των αμερικάνικων ταινιών. Την ασπρόμαυρη ταινία διακόπτουν έγχρωμες σκηνές απ΄το παρόν με την ηλικιωμένη πλέον Σαμπίνα να πηγαίνει στο αεροδρόμιο, αλλά και αληθινές σκηνές από τη Βαρσοβία που έχουν γυριστεί τη δεκαετία του 50.
Το Ρεβέρς είναι όμως πάνω απ' όλα αστείο, και την πρώτη φορά που το είδα γέλασα μέχρι δακρύων. Εκτός από χιούμορ, υπάρχουν και μερικές πολύ έντονες ίσως και σκληρές σκηνές όπως στη μέση περίπου της ταινίας, όπου η ηρωίδα συναντά τον αγαπημένο της στο διαμέρισμα της.
Η πρωταγωνίστρια, η Agata Buzek κέρδισε το 2010 το Βραβείο Πολωνικού Κινηματογράφου για τη γυναικεία ερμηνεία,- και η ίδια η ταινία το βραβείο καλύτερης ταινίας-, τη χρονιά που ήταν υποψήφια και η Κριστίνα Γιάντα με το Τατάρακ του Βάιντα. Βέβαια η Γιάντα παίζει κι εδώ, είναι η μητέρα της Σαμπίνας, αλλά η Μπούζεκ με το χαρακτηριστικό εξωγήινο πρόσωπο είναι η ψυχή του Rewers.
Κεντρικό ρόλο στην ταινία παίζει το Παλάτι του Πολιτισμού και της Επιστήμης, ένα επιβλητικό κτίριο, «δώρο απ΄τη Ρωσία» που άρχισε να χτίζεται το 52 προς τιμή του Στάλιν. Είναι ένα κτίριο που μάλλον αρέσει στους τουρίστες αλλά όχι σε πολλούς Πολωνούς που τους θυμίζει την καταπίεση του κομμουνισμού, και που δεν είναι καν πρωτότυπο αφού «οι Ρώσοι έχουν χτίσει από ένα τέτοιο σε κάθε κομμουνιστική πρωτεύουσα». Προσωπικά νομίζω ότι έχω μπει μέσα για μια συναυλία, όπου έριχνες δυο ζάρια και πλήρωνες για είσοδο τόσα ζλότι όσα έβγαιναν στις ζαριές -και δυστυχώς σε μένα αλλά και στη φίλη μου μας βγήκαν από δυο πεντάρια-, αλλά δεν παίρνω όρκο γιατί ήμουν πολύ μεθυσμένη.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)