Βρισκόμαστε στο Ιράν σε μια οικοδομή που χτίζεται στα βόρεια προάστια της Τεχεράνης. Εκτός από τους νόμιμους Ιρανούς εργάτες, εκεί δουλεύουν και πολλοί Αφγανοί πρόσφυγες χωρίς χαρτιά, οι οποίοι πρέπει να εξαφανιστούν όταν έρχονται οι επιθεωρητές. Κάποια στιγμή ένας απ' τους Αφγανούς εργάτες πέφτει κάτω και σπάει το πόδι του και την επόμενη μέρα, ένας συμπατριώτης του φέρνει το «γιο» του τραυματισμένου στην οικοδομή και παρακαλεί το αφεντικό να τον πάρει στη θέση του πατέρα. Ο Λατίφ, που μέχρι τότε δούλευε σαν παιδί για όλες τις δουλειές, αναγκάζεται να δώσει τη θέση του στο μικρό Αφγανό, κι ο ίδιος αρχίζει να δουλεύει σαν κανονικός εργάτης, μια πολύ πιο βαριά δουλειά, γι'αυτό μισεί θανάσιμα τον αντικαταστάτη του.
Η Βροχή (Baran) του Ματζιντί είναι από τις πιο γνωστές ιρανικές ταινίες, και οι περισσότεροι, ακόμα κι αν δεν θυμούνται τον τίτλο της, κάπου θα την έχουν πετύχει (σε καμιά ΕΤ3). Χτες που την ξανάβλεπα όμως σκέφτηκα ότι πολλά στοιχεία της ίσως περνούν απαρατήρητα.
Ο αέρας ανοίγει την κουρτίνα, από τον καθρέφτη φαίνεται η Μπαράν να χτενίζεται |
Ένα άλλο βασικό θέμα της ταινίας είναι η κοινωνική κριτική: δε βλέπουμε μόνο την εκμετάλλευση των Αφγανών από τους Ιρανούς και τη δύσκολη ζωή τους χωρίς χαρτιά, και με πόλεμο στο σπίτι. Η ταινία δείχνει μια κοινωνική διαστρωμάτωση που βασίζεται στην εκμετάλλευση μιας κοινωνικής ομάδας από την αμέσως ανώτερη. Πχ ο μηχανικός δεν πληρώνει το Μεμάρ (το αφεντικό στην οικοδομή), επειδή ένα ντουβάρι είναι στραβό, κι ο Μεμάρ με τη σειρά του δεν πληρώνει τους εργάτες. Οι ίδιοι οι Ιρανοί εργάτες αντιπαθούν τους Αφγανούς και ζητούν να πληρωθούν αυτοί με τα λιγοστά χρήματα που διαθέτει ο Μεμάρ. Και είναι χαρακτηριστικός και ο μικρόκοσμος των αμόρφωτων και φτωχών εργατών που κοιμούνται όλοι μαζί στην οικοδομή, στην άκρη μιας πολύ καλής περιοχής με ουρανοξύστες.
Κάτι που νομίζω ότι το χάνουν οι Έλληνες θεατές είναι ότι οι Ιρανοί εργάτες είναι χωρισμένοι ανάλογα με την εθνική τους καταγωγή. Σε ένα δωμάτιο κοιμούνται οι άνθρωποι απ' το Λορεστάν, σ' άλλο οι Κούρδοι, και σ' άλλο οι Αζέροι. Μάλιστα η κάθε εθνική ομάδα έχει κι από ένα αφεντικό που διαπραγματεύεται με το Μεμάρ για τα μεροκάματά τους. Περισσότερα γράφει το σάιτ του Ματζιντί: http://www.cinemajidi.com/baran/background.html
Η Μπαράν είπαμε ότι δεν είναι η πρωταγωνίστρια, όχι μόνο δεν μιλάει ποτέ, αλλά μαθαίνουμε ελάχιστα γι' αυτήν: ότι είναι ατσούμπαλη, ότι ταΐζει περιστέρια κι ότι είναι γενικά μια καλή και σεμνή κόρη.
Είναι συνηθισμένο σε ταινίες απ' το Ιράν ή άλλες μουσουλμανικές χώρες οι γυναίκες να μην μιλάνε ποτέ, κι αυτό να είναι σχόλιο για την κοινωνική τους θέση· ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι και το «Κάποτε στην Ανατολία» του Τσεϊλάν.
Πάντως ας μην ξεχνάμε ότι μπροστά στους άντρες είναι που οι γυναίκες δεν έχουν φωνή. Όμως ακόμα και στις πιο συντηρητικές κοινωνίες εννοείται ότι οι γυναίκες έχουν φωνή και γενικά κοινωνική ζωή μεταξύ τους, και φυσικά μέσα στην οικογένεια τους. Πρόκειται δηλαδή για χωρισμό των δυο φύλων. Με λίγα λόγια επειδή ο Ματζιντί ή ο Κιαροστάμι δεν μπορούν να βγουν για καφέ με μια συντηρητική Αφγανή, δε σημαίνει αυτό ότι δεν έχει ζωή η γυναίκα, ή πολύ περισσότερο ότι είναι ένα άβουλο ον χωρίς χαρακτήρα που απλά υπακούει τον πατέρα ή το σύζυγο. Απλά η ζωή της είναι αθέατη για έναν ξένο άντρα. Έλα ντε όμως που οι άντρες γυρίζουν ταινίες, και γράφουν βιβλία και φιλοσοφούν, και ουσιαστικά μεταδίδουν τη δικιά τους (μη ολοκληρωμένη) εικόνα στον υπόλοιπο κόσμο.
Με το αφγανικό έθιμο όπου κορίτσια μεταμφιέζονται σε αγόρια είχα γράψει εδώ. Όπως βλέπουμε και στη Μπαράν, το κορίτσι δεν τα καταφέρνει καθόλου καλά στο ρόλο του αγοριού, τουλάχιστον όχι χωρίς τη βοήθεια άλλων αντρών.
Οι ήρωες μιλάνε περσικά μεταξύ τους. Ο Μεμάρ - παρεμπιπτόντως είναι ο ίδιος ηθοποιός που παίζει στα «Σπουργίτια»- είναι Αζέρος στην καταγωγή κι αυτό φαίνεται στην προφορά του που μοιάζει με την τούρκικη. Φαίνεται και σε μερικές φράσεις που πετάει στα αζέρικα, ειδικά όταν είναι θυμωμένος. Οι Αφγανοί μιλάνε νταρί μια γλώσσα που ουσιαστικά είναι ίδια με τα περσικά, μάλιστα λένε ότι είναι μια εξευγενισμένη μορφή περσικών, πιο κοντινή στην καθαρεύουσα. Για μένα τα νταρί ακούγονται λίγο σαν τιτιβίσματα πουλιών, και είναι πολύ πιο δύσκολο να τα καταλάβω απ' ότι τα μακρόσυρτα περσικά των Ιρανών.
Και μια βοήθεια με τα ονόματα που με μπέρδεψαν κι εμένα μέχρι να τα ξεχωρίσω
Ο Λατίφ είναι ο νεαρός πρωταγωνιστής.
Ο Μεμάρ είναι το αφεντικό, ο φωνακλάς.
Ο Νατζάφ είναι ο Αφγανός εργάτης που πέφτει και σπάει το πόδι του, ο πατέρας της Μπαράν.
Ο Σολτάν είναι ένας φίλος του, αυτός που φέρνει τη Μπαράν στην οικοδομή.
Ραχμάτ είανι το όνομα που χρησιμοποιεί η Μπαράν στην οικοδομή.
Η Μπαράν είναι μια απ' τις πιο αγαπημένες μου ταινίες. Αυτή την ανάρτηση-που ελπίζω να μην είναι η τελευταία- την αφιερώνω στο Δημήτρη που με παρακίνησε να ξαναπιάσω το μπλογκ, σε όσους και όσες δουλεύουν χωρίς να πληρώνονται, και στους αφγανούς εργάτες που μας φιλοξένησαν μια νύχτα σε μια τέτοια οικοδομή μέσα στην έρημο.