Το Sans toit ni loi είναι το ακριβώς αντίθετο του L'une chante, l'autre pas απ 'όλες τος απόψεις: Εδώ η πρωταγωνίστρια είναι άσχημη βρώμικη και αντιπαθητική, τα χρώματα μουντά, το τέλος δείχνει την αποτυχία της ελευθερίας.
Προσωπικά με προβλημάτισε πάρα πολύ και ακόμα δεν έχω καταλάβει τί ήθελε να πει η δημιουργός της. Σίγουρα το κύριο θέμα της είναι η ελευθερία. Η Μονά αποφασίζει να ζήσει εντελώς ελεύθερα, όχι μόνο επειδή δεν έχει σταθερή κατοικία, ούτε δεσμούς με ανθρώπους, αλλά και επειδή έχει σταματήσει να υποκρίνεται, και λέει ότι σκέφτεται: πολλές φορές θυμώνει που κάποιος δε θέλει να την κρατήσει άλλο μαζί του, και τον βρίζει. Δεν κάνει τίποτα για τους άλλους, ούτε καν μπάνιο, για να μη μυρίζει. Κάνει ότι θέλει, εκτός από τις λίγες στιγμές που πεινάει και αναγκάζεται να δουλέψει, και θέλει πολύ λίγα. Έχει χάσει την εξάρτηση από τα υλικά αγαθά. Δεν έχει ιδεολογίες που να τη βασανίζουν. Είναι λοιπόν εντελώς ελεύθερη.
Δε φαίνεται να έχει ιδιαίτερα έντονη θέληση για ζωή, ή δε ξέρει καλά να φροντίζει τον εαυτό της, έτσι κι αλλιώς δε ξέρουμε πόσο καιρό ζει έτσι.Η αγένεια της μερικές φορές μου φάνηκε υπερβολική, πέρα από τον αυθορμητισμό της, δείχνει να έχει περιφρόνηση προς τους ανθρώπους. Δε ξέρουμε αν είναι ένα «δύσκολο» άτομο που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερα ή αν στο τέλος κουράστηκε από τη δειλία και τη συμβατικότητα των άλλων.
Εκτός από το ψυχογράφημα της ηρωίδας, ενδιαφέρον έχουν οι αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι της. Αλλά και αυτά που έχουν να πουν γι' αυτή στη «συνέντευξη». Ο καθένας στέκεται σε ένα διαφορετικό στοιχείο του χαρακτήρα της. Τη θαυμάζουν, τη ζηλεύουν, τη σιχαίνονται, τη λυπούνται, την βλέπουν με περιέργεια, κάποιοι θέλουν απλά να την πηδήξουν ή τέλος πάντων να την εκμεταλλευτούν, για τους περισσότερους δε ξέρουμε τί ακριβώς νιώθουν γι' αυτή. Μάλλον υπονοείται ότι βλέπουν σ' αυτή αυτό που θέλουν να δουν.
Το φύλο της είναι κι αυτό σημαντικό. Αν ήταν άντρας δε θα ξάφνιαζε τόσο. Η θέα όμως μιας βρώμικης γυναίκας που ταξιδεύει μόνη της προκαλεί. Βασικά είναι η πρώτη φορά που βλέπω στον κινηματογράφο μια γυναίκα που να φαίνεται πραγματικά βρώμικη, με μαλλιά κολλημένα, μαύρα νύχια, σκισμένα ρούχα, και όχι λίγο ψεύτικο μακιγιάζ ίσα ίσα για να υποδηλώσει μια υποψία ακαθαρσίας. Αλλά και το κουρασμένο και ανήσυχο βλέμμα της, οι γκριμάτσες του προσώπου της απέχουν πολύ από τις ατσαλάκωτες ηθοποιούς που παριστάνουν τις ταλαιπωρημένες. Επίσης το γεγονός ότι η Sandrine Bonnaire δεν είναι όμορφη προσθέτει στο ρεαλισμό της ταινίας.
Αν και ήθελα να αποφύγω να γράψω πάλι τις ιδεολογικές μου ανησυχίες, τελικά δεν άντεξα. Σκέφτομαι το κατά τα άλλα πολύ πιο συμβατικό και διάσημο Into the wild, όπου ο τελείως διαφορετικός ήρωας επίσης πεθαίνει στο τέλος. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας νεκρός ήρωας είναι πιο ρομαντικός και σίγουρα πιο τραγική φιγούρα από κάποιον που καταλήγει βοσκός ή ξαναγυρίζει στη «φυσιολογική» ζωή. Σίγουρα όμως δεν υπάρχει άλλη λύση για κάποιον που θέλει να ζει ελεύθερος εκτός από το θάνατο; Για μένα οι δύο αυτές ταινίες, και όχι μόνο αυτές φυσικά, επαναλαμβάνουν το μύθο της Κοκκινοσκουφίτσας: αν βγεις από το μονοπάτι θα σε φάει ο λύκος. Η αλλιώς: Ωραία η ελευθερία, αλλά εγώ θέλω να ζήσω, άρα ας μείνω στον καναπέ μου. Και με αυτή την αντίληψη διαφωνώ. Διαφωνώ γενικά με την τάση της τέχνης και του κινηματογράφου ειδικότερα να σκοτώνει όποιον είναι αντισυμβατικός.
Αυτή η εικόνα με κάνει να σκέφτομαι τη φράση της Αντιγόνης ότι μόνο τα δέντρα που λυγίζουν επιζούν στη θύελλα. Χμ.. |
Στην αρχή, όταν εμφανίζεται το πτώμα, υπάρχει ένα κοντινό πλάνο στο πρόσωπο της νεκρής Μονα, και στο λαιμό της φαίνεται η καρωτίδα που χτυπάει. Είναι λοιπόν δυνατό για έναν ηθοποιό να κρατήσει την αναπνοή του, αλλά όχι την καρδιά του!
3 σχόλια:
Πάει καιρός από τότε που είδα το συγκεκριμένο φιλμ, και γενικά κάποιο έργο της Varda, αλλά μου δίνεις τέλεια αφορμή. Και συμφωνώ απόλυτα με την προτελευταία σου παράγραφο... Δε φαντάζεσαι πόσο.
Αυτό για την κοκκινοσκουφίτσα; Αν είναι έτσι, χαίρομαι.
Ναι, ναι αυτό. Και την ..."ευθεία σπόντα" για το Into the Wild.
Δημοσίευση σχολίου