Τι θέλει να μας πει μ' αυτό ο σκηνοθέτης;
Ας δούμε μερικές σκηνές που συνδέουν τις ταινίες μεταξύ τους.
Στη «Ζωή» ο Φαρχάντ παίρνει στο αυτοκίνητο έναν κύριο Ρουχί, ο οποίος κουβαλά μια .. λεκάνη τουαλέτας. Έπαιξα στην ταινία σας λέει, αλλά μου είχατε βάλει καμπούρα και μπαστούνι και έμοιαζα πιο γέρος. Δεν καταλαβαίνω τη μανία σας να κάνετε τον κόσμο να μοιάζει πιο γέρος. Ο κύριος Ρουχί έπαιζε στο «Σπίτι» έναν καλοσυνάτο μαραγκό, έναν από τους λίγους που δέχεται να βοηθήσει το μικρό Αχμάντ, και ο οποίος του περιγράφει το παραδοσιακό επάγγελμά του. Αποκαλύπτεται δηλαδή ότι ο συμπαθητικός γεροντάκος δεν είναι αυθεντικό πρόσωπο αλλά δημιούργημα του σεναρίου -λογικό. Βέβαια ούτε ο κύριος Ρουχί είναι αληθινή προσωπικότητα: ακόμα κι αν είναι υπαρκτό πρόσωπο, ο χαρακτήρας που μας εμφανίζεται εδώ είναι κι αυτός δημιούργημα του Κιαροστάμι.
Κι ο Φαρχάντ ο ίδιος είναι ενδιαφέρουσα περίπτωση. Ενώ στη «Ζωή» είναι ένα άτομο με κύρος, ο άνθρωπος με τον οποίο ταυτιζόμαστε κι ο φορέας των φιλοσοφικών συλλογισμών, στους «Ελαιώνες» αποκαλύπτεται ότι είναι ένα απλός ηθοποιός, μάλιστα όχι ιδιαίτερα δραστήριος, κάποια στιγμή κιόλας ξεχνάει τα λόγια του! Αντίθετα ο Κεσαβάρζ παίρνει το ρόλο του σοφού δημιουργού.
Ο Φαρχάντ στη «Ζωή» μπορεί να μη συναντάει τον πρωταγωνιστή, συναντάει όμως κάπιους άλλους απ' τους μικρούς ηθοποιούς, όπως τον Παρβανέ, ένα παιδί που στο «Σπίτι» έπαιζε ένα κακό μαθητή που δεν κάνει τις ασκήσεις του επειδή και καλά πονάει η μέση του. Αν και ίσως λέει την αλήθεια, γιατί τον βλέπουμε να βοηθάει τον πατέρα του κουβαλώντας μπετόνια. Ο Παρβανέ λοιπόν θέλει οπωσδήποτε να δει το μουντιάλ ποδοσφαίρου (του 90).
Κάποια στιγμή ο Φαρχάντ, ρωτάει έναν νεαρό που προσπαθεί να στήσει την κεραία για να δουν οι χωριανοί το ματς, αν έχει νέα για τον Αχμαντπούρ. Ο νεαρός λέει ότι ναι, τον έχει δει μόλις πριν από λίγο, και κουβαλάει μια σόμπα, είναι λίγο πιο πέρα, αν συνεχίσεις με το αυτοκίνητο θα τον βρεις. Είσαι σίγουρος ρωτάει ο Φαρχάντ; Ναι, εγώ τα ξέρω όλα τα αγόρια της γύρω περιοχής απαντά ο νεαρός. Και όμως απ' τα δυο παιδιά που βλέπουμε να μεταφέρουν μια σόμπα κανένα δεν είναι ο Αχμαντπουρ. Ένα απ' αυτά όμως είχε παίξει σαν κομπάρσος στο «Σπίτι». Τελικά τον Αχμαντπούρ, και το φίλο του με το ίδιο επώνυμο, αυτόν που έπαιζε το Νεματζαντέ στο «Σπίτι» τους βλέπουμε στους «Ελαιώνες» να δίνουν γλάστρες στην κυρία Σιβά. Η κυρία Σιβά φυσικά δεν συγκλονίζεται όταν ακούει τα ονόματά τους. «Αποκαλύπτεται» ότι ενώ γυριζόταν μια ταινία για την αναζήτηση αυτών των παιδιών, τα παιδιά ήταν στην πραγματικότητα εκεί γύρω και μάλιστα συμμετείχαν στα γυρίσματα. Φυσικά αυτό ισχύει στη μυθοπλασία του «Ελαιώνα». Δε ξέρουμε που βρισκόταν στην πραγματική ζωή τα παιδιά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της «Ζωής».
Στην αρχή των «Ελαιώνων» η κυρία Σιβά παίρνει στο αυτοκίνητο τον ηθοποιό που έπαιξε το δάσκαλο στο «Σπίτι». Είναι λέει δάσκαλος και στην πραγματική ζωή. Αυτός ο κύριος παρακαλεί την κυρία Σιβά να του δώσει κάποιο ρόλο στην καινούρια ταινία, γιατί χρειάζεται χρήματα. Ουσιαστικά του δίνει το ρόλο, και είναι αυτός που βλέπουμε μπροστά μας. Ο ρόλος του ..δασκάλου που ζητάει ένα ρόλο! Κάτι αντίστοιχο γίνεται στο «Σαλάμ σινεμά» του Μαχμαλμπάφ.
Η απόκοσμη σκηνή στη «Ζωή» όπου ο Φαρχάντ βλέπει στην ερημιά ένα μωρό μοναχό του, στους «Ελαιώνες» βλέπουμε ότι έχει γυριστεί στο Κοκέρ, κάπου κοντά στο νεκροταφείο. Είναι σ'ένα φλάσμπακ των «Ελαιώνων», όπου ο Χοσσέιν βλέπει τυχαία το κινηματογραφικό συνεργείο, λίγα λεπτά αφού έχει φάει ακόμα μια χυλόπιτα απ΄τη γιαγιά της Ταχερέ. Αυτή λοιπόν η χαρακτηριστική σκηνή του εγκαταλειμμένου μωρού, χάνει την τραγικότητά της.
Στους «Ελαιώνες» η Ταχερέ αρνείται να παίξει το ρόλο που της υπαγορεύει ο Κεσαβάρζ, γιατί αυτή ξέρει καλύτερα τι σημαίνει να είσαι νέα γυναίκα στο χωριό. Και πάλι η Ταχερέ είναι δημιούργημα του Κιαροστάμι!
Κι ο Χοσέιν δεν είναι σε καμια περίπτωση ο τύπος που θα κάνει καυγά για τις κάρτσες του. Και φυσικά η σκηνή των νεόνυμφων της «Ζωής» γυρίζεται ξανά και ξανά στους «Ελαιώνες» Αν προσέξει κανείς θα δει ότι στη «Ζωή» αυτή η σκηνή δεν είναι ακριβώς έτσι όπως την βλέπουμε στην τελική της βερσιόν στους «Ελαιώνες». Το ρόλο της Ταχερέ τον παίζει μάλιστα άλλη ηθοποιός.
Και το πιο σημαντικό: ο Κεσαβάρζ μας προειδοποιεί στην αρχή των «Ελαιώνων» ότι είναι απλός ηθοποιός!
Ο Αχμάντ και ο Μ.Ρ. Νεματζαντέ στο «Πού είναι το σπίτι το σπίτι του φίλου μου» (1987) |
Τα δυο παιδιά στο «Μέσα από τους Ελαιώνες» (1994) |
Ο «Παρβανέ» (1987) |
Ο Παρβανέ (1992) |
Η τριλογία του Κοκέρ είναι ένας όρος που εφευρέθηκε από τους κριτικούς, όπως μας πληροφορεί η βικιπαίδεια, γιατί ο Κιαροσταμι δε συμφωνεί. Και μάλλον έχει δίκιο, μπορεί θεματικά οι τρεις ταινίες της τριλογίας να αναφέρονται στο χωριό Κοκέρ, αλλά κινηματογραφικά, φιλοσοφικά κτλ, η πρώτη ταινία (Πού είναι το σπίτι του φίλου μου;,1987) δεν έχει μεγάλη σχέση με τις δυο επόμενες (Και η Ζωή Συνεχίζεται, 1992/Μέσα από τους Ελαιώνες, 1994). Όμως και οι τρεις μαζί παίζουν ένα παιχνίδι με το θεατή, είναι σαν τις ρώσικες κούκλες.
Σύμφωνα με τη βικιπαίδεια πάλι, ο Κιαροστάμι πιστεύει ότι οι δυο τελευταίες (Και η Ζωή Συνεχίζεται, Μέσα από τους Ελαιώνες) μαζί με τη Γεύση του Κερασιού αποτελούν μια τριλογία που πραγματεύεται την αξία της ζωής. Εγώ θα έβαζα και το «Ο άνεμος θα μας πάρει» μαζί, ίσως θα 'βγαζα και τη γεύση του κερασιού. Αυτές οι ταινίες έχουν κοινό φιλοσοφικό στοχασμό, τη ζωή και το θάνατο, και έχουν για πρωταγωνιστή έναν δυτικότροπο αστό που εισβάλει σε ένα χωριό για να το κατανοήσει/ να το εκμεταλλευτεί. Στη περίπτωση της γεύσης του κερασιού, δεν έχουμε κανένα χωριό βέβαια, αλλά έχουμε τρεις «λαϊκούς ανθρώπους» που έχουν κι αυτοί μια «ανατολίτικη» νοοτροπία για τη ζωή. Ο κύριος Μπααντί όμως, παρότι πρωταγωνιστής, παραμένει ένα μυστήριο για μας και δε φαίνεται να επηρεάζεται από τους ανθρώπους που συναντάει, ούτε ενδιαφέρεται ιδιαίτερα γι'αυτούς. Επίσης η ταινία «Εγκαταλειμμένος σταθμός» που βασίστηκε σε σενάριο του Κιαροστάμι ασχολείται με το ίδιο θέμα, την επίσκεψη ενός ζευγαριού μεσοαστών, σε ένα σουρεαλιστικό ερημωμένο χωριό.
Άλλα κοινά μεταξύ των παραπάνω ταινιών είναι η έλλειψη ξεκάθαρου τέλους, το παιχνίδι με την πραγματικότητα, και η χρήση του αυτοκινήτου φυσικά.
Η σχέση πραγματικότητας και μυθοπλασίας είναι θέμα πολύπλοκο.
Πρώτον πιστεύουμε με ιδιαίτερη ευκολία, ότι αφορά κουλτούρες και κοινωνικές ομάδες με τις οποίες δεν είμαστε εξοικειωμένοι, δηλαδή με ότι ο καθένας θεωρεί εξωτικό, ξένο. Αυτό αφορά την πεποίθησή μας ότι οι καταταστάσεις που απεικονίζονται σε μια ταινία ισχύουν και στην αληθινή ζωή. Πχ (Η ζωή συνεχίζεται) η πρώτη σκέψη πολλών είναι: «αυτοί οι (μουσουλμάνοι) χωριάτες θέλουν τις γυναίκες τους δούλες, τις κατσαδιάζουν με την παραμικρή αφορμή» και όχι «αυτός ο κύριος έχει μάλλον τα νεύρα του σήμερα ή είναι ιδιόρρυθμος ή μισογύνης».
Παράλληλα οι ίδιοι οι σκηνοθέτες όταν γυρίζουν μια ταινία για μια εξωτική κοινωνική ομάδα, φροντίζουν να τονίσουν το εξωτικό της στοιχείο, ή ακόμα την παρουσιάζουν όχι όπως είναι αλλά όπως θέλουν οι ίδιοι να πιστεύουν ότι είναι. Πχ. (Ανάμεσα στους ελαιώνες) ο Κεσαβάρζ παρουσιάζει το νεόνυμφο ζευγάρι με πολύ στερεοτυπικό τρόπο. Αντίθετα, ο Χοσέιν και η Ταχερέ φαίνεται να έχουν πολύ πιο πολύπλοκους χαρακτήρες. Στο Ο άνεμος θα μας πάρει, ο Κιαροστάμι παρουσιάζει έναν σκηνοθέτη/δημοσιογράφο ο οποίος δεν έχει κανένα σεβασμό προς τους κατοίκους του χωριού στο οποίο θέλει να γυρίσει ντοκιμαντέρ/να κάνει ρεπορτάζ. Βλέπει το χωριό μόνο σαν το χώρο όπου μπορεί να πραγματοποιήσει τα καλλιτεχνικά ή και επαγγελματικά του σχέδια. Αν στο τέλος είχε παρευρεθεί στην κηδεία και την είχε κινηματογραφήσει, είναι σίγουρο ότι θα έδινε μια διαστρεβλωμένη εικόνα για το χωριό και τα έθιμά του.
Υπάρχει τρόπος να δείξεις αντικειμενικά μια περιθωριακή ομάδα; Μάλλον όχι! Αν οι χωριάτες γύριζαν οι ίδιοι μια ταινία για το χωριό τους δεν είμαι σίγουρη ότι θα ήταν πιο αντικειμενικοί. Ο Κιαροστάμι λέει στο Ten on Ten ότι οι πόρνες που ανέλαβαν να υποδυθούν τον εαυτό τους για την ταινία «Δέκα» ήταν ψεύτικες πχ πολλές έκαναν ότι είναι πολύ θρήσκες. Και πάλι αυτό δε σημαίνει ότι η τελική βερσιόν που βλέπουμε στο «Δέκα» είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα- μάλλον είναι πιο κοντά στην αντίληψη του σκηνοθέτη για τις πόρνες!
Όμως είναι σίγουρο ότι οι ιρανικές ταινίες παρουσιάζουν τη χώρα τους πολύ πιο περίπλοκα και ασχολούνται με πολύ περισσότερα θέματα απ' ότι πχ οι αμερικάνικες ή οι ευρωπαϊκές που αναφέρονται στο Ιράν.
Τα παραπάνω έχουν σχέση με το πως χειρίζονται οι σκηνοθέτες και οι θεατές την απεικόνιση κοινωνικών ομάδων, χωρών κτλ ανάλογα με τις κοινωνικές προκαταλήψεις τους. Φυσικά και άλλοι λόγοι κάνουν μια ταινία να διαφέρει απ' την «πραγματικότητα». Πχ η ανάγκη να κρατηθεί το ενδιαφέρον του θεατή έχει σαν αποτέλεσμα να παρουσιάζονται ακραίες καταστάσεις, ακραίοι διαχωρισμοί καλού-κακού, απλοποιήσεις χαρακτήρων και καταστάσεων, σαφής σχέση αιτίας-αποτελέσματος κτλ.
Όμως άσχετα με την πραγματικότητα γύρω μας, και μέσα στον κόσμο της ταινίας, έχουμε την τάση να πιστεύουμε τυφλά τα πάντα που βλέπουμε, και όλα τα λόγια των ηθοποιών. Έτσι ταινίες όπως ο Ρασομόν μας συγκλονίζουν αφού αποδεικνύεται ότι η μαρτυρία ενός ανθρώπου, που την είχαμε πιστέψει απόλυτα είναι πιθανώς ένα ψέμα. Αν ακούγαμε την εκδοχή του ληστή στην αληθινή μας ζωή, πχ σε ένα δικαστήριο, θα την πιστεύαμε τόσο εύκολα; Μάλλον όχι. Σ'αυτή την παράλογη ευκολοπιστία του κοινού βασίζονται και τα περισσότερα αστυνομικά και ταινίες μυστηρίου. Στους «Ελαιώνες» αναρωτήθηκε κανένας αν ο Χοσέιν είναι όντως τόσο καλός όσο δείχνει; Δεν θα ήταν πιο λογικό να πιστέψουμε ότι τις υποσχέσεις τις δίνει για να πείσει την Ταχερέ να τον παντρευτεί και μετά θα αλλάξει εντελώς; Το γεγονός ότι ερωτεύτηκε μια νέα γυναίκα χωρίς να έχουν μιλήσει ποτέ, ότι την ακολουθεί και ότι κάνει προτάσεις γάμου ακόμα και στο νεκροταφείο, αλλά και το ότι δε θέλει να παντρευτεί αναλφάβητη γυναίκα, παρόλο που είναι ο ίδιος αναλφάβητος είναι σημάδια ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του. Αλλά στις ταινίες νιώθουμε μια ανεξήγητη πίεση να αποδεχτούμε, να πιστέψουμε ότι μας σερβίρεται. Ο Κιαροστάμι παίζει και μ'αυτό το φαινόμενο στην τριλογία του Κοκέρ, αποκαλύπτοντας όχι ότι κάποιος είπε ψέματα, αλλά ότι αυτό που πιστέψαμε ήταν μυθοπλασία. Βέβαια ο Κιαροστάμι χρησιμοποιεί κι άλλους τρόπους να μας πείσει ότι κάτι είναι αυθεντικό, όπως το ντοκουμενταρίστικο στιλ. Αυτά κι άλλα πολλά και καλύτερα διατυπωμένα θα τα βρείτε εδώ:
http://www.sensesofcinema.com/2003/29/abbas-kiarostami/kiarostami_rural_space_and_place/
Ο τρόπος που παρουσιάζεται το χωριό στις ταινίες του Κιαροστάμι είναι υποκειμενικός, είναι πλαστός κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ, ειδικά όταν ο ίδιος ο σκηνοθέτης μας τονίζει ξανά και ξανά. Εμένα αυτό που μου κανε εντύπωση είναι ότι οι χωριάτες εμφανίζονται παθητκοί, απαντούν στις ερωτήσεις του αστού εισβολέα ή εξηγούν τη φιλοσοφία της ζωής τους- της δικής του ζωής στο δικό τους κόσμο- αλλά δεν κάνουν ποτέ ερωτήσεις! Δεν εισβάλουν ποτέ στο χώρο του! Θα μπορούσαν να αρχίσουν να ρωτάνε, που μένεις; έχεις τηλεόραση; έχεις δει ματς στο γήπεδο; έχεις πάει σε κλαμπ; Η ακόμα καλύτερα έχεις πάει στην Αμερική; Έχεις δει την Αντζελίνα Τζολί; Πόσες Αμερικάνες έχεις (μπιπ); Σε ποιά χώρα έχει πιο ωραίες γκόμενες; Θα μπορούσαν να τον κυνηγάνε ζητώντας του λεφτά ή να δουν το κινητό του και τη φωτογραφική του μηχανή, να προσπαθούν να τον διδάξουν πως να κάνει τη δουλειά του, να παρακαλάνε να τους βάλει στις ταινίες του, να τους βρει δουλειά..
Οι τίτλοι στο πρωτότυπο:
Πού είναι το σπίτι του φίλου μου; (Khane-ye doust kodjast?) :خانه دوست کجاست؟
Και η ζωή συνεχίζεται (Zendegi va digar hich) : زندگی و دیگر هیچ
Μέσα από τους ελαιώνες (Zire darakhatan zeyton) : زیر درختان زیتون
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου