Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Sib [The Apple] (1998) της Samira Makhmalbaf


Το διάσημο πλέον «Μήλο» της Μαχμαλμπάφ περιγράφει την ιστορία δυο κοριτσιών που έμειναν κλειδωμένα 11 χρόνια στο σπίτι τους, γιατί οι γονείς του θεωρούσαν ότι ήταν επικίνδυνο να βρίσκονται ακόμα και στην αυλή χωρίς την επίβλεψη ενηλίκου. Η μητέρα ήταν τυφλή, άρα ανίκανη να τις επιβλέψει, και ο πατέρας έλειπε συχνά για δουλειά. Το επάγγελμά του είναι ζητιάνος μαθαίνουμε στην ταινία, και η οικογένεια που πρωταγωνιστεί στην ταινία-ντοκιμαντέρ φαίνεται ότι ανήκει στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, και είναι μάλλον αμόρφωτοι και πιθανώς διανοητικά καθυστερημένοι. Βλέπουμε ή μάλλον ακούμε τη μητέρα να βρίζει, τα κορίτσια μιλάνε σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα, ο πατέρας είναι ηλικιωμένος και παλαιών αρχών, αν και φαίνεται συμπαθητικός και αγαπάει τις κόρες του.
Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η οικογένεια είναι συγκλονιστική, και μόνο γι' αυτό αξίζει να δει κανείς την ταινία, είναι πολύ ρεαλιστική φυσικά. Αυτό όμως που με ενδιέφερε περισσότερο είναι αυτό το μπέρδεμα μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, και το γεγονός ότι η σκηνοθέτης εισέβαλε στη ζωή τεσσάρων ας πούμε δυστυχισμένων ανθρώπων για να περάσει το δικό της μήνυμα. Διάβασα ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο γι' αυτό το θέμα : http://www.iranian.com/Arts/1999/August/Sib/index.html
και μάλλον συμφωνώ με την άποψη του Mahdi και γενικότερα πιστεύω ότι οι Μαχμαλμπάφ έχουν πλασάρει μια εικόνα της οικογένειας τους, μιας οικογένειας ιδιοφυών ταλέντων, γεμάτης θάρρος και ανθρωπισμό που είναι έτοιμοι να πεθάνουν για την πατρίδα, την τέχνη και δε ξέρω κι εγώ τι άλλο, η οποία κάποια στιγμή αρχίζει και κουράζει. Όχι μόνο εκμεταλλεύονται καταστάσεις για να γυρίσουν τις σοκαριστικές ταινίες τους, αλλά είναι και υπερόπτες. Πχ στο ντοκιμαντέρ Joy of Madness που γύρισε η δεκατετράχρονη(!) τότε Χάνα, ο πατέρας της προσπαθεί να πείσει μια αφγανή δασκάλα να συμμετέχει στην ταινία «Στις πέντε το Απόγευμα» λέγοντας της (για τη Σαμίρα) : «Αυτή η γυναίκα είναι πάρα πολύ σημαντική, είναι τόσο νέα αλλά έχουν γραφτεί βιβλία ολόκληρα γι' αυτήν».  Σε ένα άλλο ντοκιμαντέρ, το Stardust Stricken, ο Μαχμαλμπάφ εμφανίζεται στην κηδεία της γυναίκας του να μοιρολογεί μιλώντας για Ταρκόφσκι, τις αγγλικές λέξεις που έλεγε η γυναίκα πριν πεθάνει κ.α. Γενικά όλη αυτή η αυτοπροβολή μου τη δίνει. Όμως κάποιες απ' τις ταινίες τους μου αρέσουν πάρα πολύ. Και ίσως είναι υπερβολικό να ασχολείται κανείς με το πως φέρονται οι Μαχμαλμπάφ στους φτωχούς ηθοποιούς τους. Κάτι σαν αυτούς που ωρύονται όταν σκοτωθεί ζώο για τις ανάγκες μιας ταινίες (γνωστό θέμα συζήτησης στο imdb) ενώ γύρω τους σφάζονται εκατομμύρια ζώα, και το κρέας τους βλάπτει την υγεία περισσότερο κι απ' τη χειρότερη ταινία.

Ακόμα ένα ωραίο κείμενο για το «Μήλο» και τη γυναίκα στον ιρανικό κινηματογράφο εδώ

Προσπάθησα να βρω περισσότερες πληροφορίες για τα κορίτσια του «Μήλου». Από δω κι από κει βρήκα ότι ο πατέρας τους συνέχισε να τις κλειδώνει, η μητέρα πέθανε ένα χρόνο αργότερα, τα κορίτσια υιοθετήθηκαν από άλλη οικογένεια και πηγαίνουν σχολείο. Αν κάποιος έχει περισσότερες πληροφορίες, θα του είμαι υπόχρεη !

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Deux fereshté [Two Angels] (2003) του Mamad Haghighat


Η ταινία ξεκινάει με έναν μεσήλικο άντρα να κλαίει στον τάφου ενός αγίου για τη συμφορά που τον έχει βρει με το γιο του. Όπως βλέπουμε αργότερα, ο γιος δεν είναι ούτε ναρκομανής, ούτε αλήτης, είναι ένα παιδί που θέλει να πηγαίνει σχολείο και που ενδιαφέρεται για τη μουσική. Η μουσική είναι όμως αμαρτία για κάποιους πιστούς μουσουλμάνους, και στην ταινία βλέπουμε τη σύγκρουση της θρησκείας, που παρουσιάζεται στην πιο δογματική και άκαμπτη μορφή της, με τη μουσική και την απόλαυση της ζωής. Η ιστορία είναι η εξής: ο Αλί, μοναχογιός ενός θρήσκου πατέρα και μιας φυσιολογικής μάνας, ζει στην επαρχία και μια μέρα ακούει τυχαία έναν βοσκό να παίζει νέι. Ερωτεύεται αμέσως τη μουσική του οργάνου και αρνείται να φάει μέχρι που η μητέρα του τον στέλνει κρυφά σε ένα δάσκαλο στην Τεχεράνη. Εκεί μαθαίνει να παίζει νέι και γνωρίζει μια κάπως μεγαλύτερη του και ευκατάστατη  κοπέλα που παίζει νταφ -και που είναι η συνήθης ύποπτη Γκολσιφτέ Φαραχανί-, μέχρι που στο τέλος έρχεται η τελική σύγκρουση με τον πατέρα του.
Η αλήθεια είναι ότι περίμενα στο τέλος να έρθει συμφιλίωση ανάμεσα στη θρησκεία και την παράδοση, ο σκηνοθέτης όμως παρουσιάζει τη θρησκεία με εντελώς αρνητικό τρόπο, και ο πατέρας παραμένει μια καρικατούρα αφελή φανατικού μουσουλμάνου. Η ταινία πάντως θα μπορούσε να είναι αρκετά καλύτερη. Είναι παραφορτωμένη με συμβολισμούς, το μήνυμα που θέλει να περάσει είναι προφανές, και ο έρωτας, η έκσταση που προκαλεί η μουσική παρουσιάζονται λίγο υπερβολικά. Παραδόξως μου άρεσαν περισσότερο οι σκηνές στο σπίτι της δυτικοποιημένης, κάπως ψωνισμένης νεαρής που μιλάει στον Αλί για τον πατέρα της που ζει στο Παρίσι και του δείχνει φωτογραφίες που κεντρίζουν τη φαντασία του.

Εδώ δυο μουσικοί που παίζουν νέι και νταφ (ντέφι)

Τέλος είναι ενδιαφέρον ότι ο Αλί ενώ είναι φτωχός έχει χρήματα για να πηγαίνει μια φορά την εβδομάδα στην Τεχεράνη, μάλλον επειδή η βενζίνη είναι και κυρίως ήταν πάμφθηνη στο Ιράν. Υπάρχει μια άλλη σκηνή που μου κανε εντύπωση, όταν μέσα στο λεωφορείο κάποιοι λένε στον Αλί να κλείσει το κασετόφωνο γιατί η μουσική είναι αμαρτία. Προσωπικά μου έχουν τύχει έκτροπα μέσα σε λεωφορεία, όπου κανένας δεν έδινε σημασία, το πιο παράξενο ήταν ένας αντιπαθέστατος έφηβος που καθόταν δίπλα στον πατέρα του και παραδίπλα καθότανε η μητέρα και η αδερφή του, και έβλεπε ανενόχλητος τσόντες στο κινητό του (τελευταίας τεχνολογίας, εννοείται).

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Dokfa nai meuman [Mysterious Object at Noon] (2000) του Apichatpong Weerasethakul και άλλες τεσσεράμισι ταινίες του ιδίου

 Dokfa nai meuman [Mysterious Object at Noon] (2000) Είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, αν μπορεί να το πει κανείς έτσι, του σκηνοθέτη και για μένα μία από τις πιο ενδιαφέρουσες που έχω δει. Ξεκινάει μέσα σε ένα αυτοκίνητο που περιηγείται μέσα στους δρόμους μιας πόλης, ενώ από το ραδιόφωνο ακούγεται ένα ελαφρό ερωτικό τραγούδι και μια ραδιοφωνική ιστορία αγάπης. Το αυτοκίνητο πουλάει ψάρια. Κάποια στιγμή μια γυναίκα αρχίζει να διηγείται πως ο πατέρας της την πούλησε στο «θείο» της για ένα εισιτήριο λεωφορείου. Μια φωνή της ζητάει να πει μια άλλη, οποιαδήποτε άλλη ιστορία. Και έτσι η γυναίκα ξεκινάει τη φανταστική ιστορία που βρίσκεται στο κέντρο της ταινίας. Αρχίζει με ένα ανάπηρο παιδί που επικοινωνεί με τον υπόλοιπο κόσμο μόνο μέσω της δασκάλας του (της Dogfahr) . Κατά τη διάρκεια της ταινίας διαφορετικά άτομα από τη χώρα συνεχίζουν με το δικό τους τρόπο αυτήν την ιστορία, η οποία σιγά σιγά χάνει τη συνοχή της. Στο τέλος οι μικροί μαθητές ενός σχολείου μπλέκουν μέσα εξωγήινους και ήρωες της τηλεόρασης. Δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία οι περιπέτειες της δασκάλας, όσο η ασπρόμαυρη φωτογραφία, η παρουσίαση των συνήθως φτωχών, λαϊκών ανθρώπων της Ταϊλάνδης, το κοινωνικό σχόλιο.


Sud sanaeha [Blissfully Yours] (2002) Μοιάζει περισσότερο στο γνώριμο στυλ του Weerasethakul. Αρχίζει με υπόγεια χιουμοριστικές συζητήσεις σε ένα ιατρείο και καταλήγει στο δεύτερο μέρος σε μια εκδρομή στο δάσος. Μια νεαρή Ταϊλανδέζα αγωνίζεται να εξασφαλίσει τα απαραίτητα χαρτιά για τον φίλο της το Roong -αυτόν που φαίνεται στο πόστερ- που είναι παράνομος μετανάστης από τη Μιανμάρ και υποφέρει από δερματική ασθένεια. Μια σκηνή με έκανε να αηδιάσω τόσο που χάλασε όλη την ταινία: μια απ' τις πρωταγωνίστριες φτιάχνει μια αλοιφή ανακατεύοντας ντομάτα, αγγούρι και ενυδατικές κρέμες μέσα σε ένα μπολ, και δίνει στον άντρα της να φάει - την αλοιφή αυτή απλώνει στο σώμα του ο Roong αργότερα.
Η ταινία είναι επίσης πολύ τολμηρή, κυρίως όταν προς το τέλος δείχνει δυο γυναίκες να παίζουν στο ποτάμι με το σώμα του σχετικά παθητικού νεαρού.


Sud pralad [Tropical Malady] (2004) Μια σχετικά πιο γνωστή ταινία, κι αυτή χωρισμένη σε δυο μέρη, το πρώτο δείχνει τη σχέση δυο νέων στην πόλη, είναι γεμάτο από την ποπ (γκει ;) κουλτούρα σε συνδυασμό με την παράδοση της Ταϊλάνδης, και το δεύτερο εκτυλίσσεται σε ένα μυθικό δάσος, όπου ένας από τους πρωταγωνιστές κυνηγάει ένα μυθικό πλάσμα. 

Sang sattawat [Syndromes and a Century] (2006) Το Sang sattawat είναι κι αυτό χωρισμένο σε δυο μέρη αφιερωμένα στη μητέρα και τον πατέρα αντίστοιχα του σκηνοθέτη που ήταν και οι δυο γιατροί.  Στο πρώτο μέρος βρισκόμαστε σε ένα ειδυλλιακό νοσοκομείο κάπου στην εξοχή, και στο δεύτερο σε ένα μεγάλο νοσοκομείο στην πόλη, σε ένα άσηπτο περιβάλλον όπου και οι σχέσεις των ανθρώπων έχουν γίνει πιο ψυχρές. Παρ' όλα αυτά κι εδώ διεισδύουν κάποια απρόβλεπτα στοιχεία, όπως η γιατρός που έχει κρύψει ένα μπουκάλι αλκοόλ μέσα σε προσθετικό πόδι, ή ο νεαρός που παίζει με τη ρακέτα του στο διάδρομο του νοσοκομείου. Το χαρακτηριστικό της ταινίας είναι ότι έχουμε τους ίδιους διαλόγους ή τις ίδιες καταστάσεις του πρώτου μέρους να επαναλαμβάνονται ελαφρά παραλλαγμένα στο δεύτερο. 

 Loong Boonmee raleuk chat [Uncle Boonmee Who Can Recall His Past Lives] (2010) Η ταινία που βασάνισε πολλούς σινεφίλ φέτος και είναι όντως παράξενο που κέρδισε το χρυσό φοίνικα που συνήθως δίνεται πιο μέινστριμ ταινίες. Εδώ ο θείος Μπούνμι, για τον οποίο είχε γίνει αναφορά στην Τροπική Ασθένεια, περνάει τις τελευταίες μέρες της ζωής του με τη νύφη του, τον ανιψιό του Τονγκ (είναι ο πρωταγωνιστής της τροπικής ασθένειας) το φάντασμα της συζύγου του και το γιο του που επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια κάπως αλλαγμένος.


Hua jai tor ra nong [The Adventures of Iron Pussy] (2003) Μια τραβεστί κατάσκοπος της αστυνομίας στέλνεται σε αποστολή στην έπαυλη μιας ύποπτης οικογένειες. Οι περιπέτειες της Iron Pussy είναι παρωδία κάθε είδους κινηματογράφου και τηλεοπτικού προγράμματος και φαίνεται να έχει γυριστεί μόνο για χαβαλέ. Δε μοιάζει με το υπόλοιπο έργο του σκηνοθέτη, αν και στοιχεία από την τηλεοπτική κουλτούρα βρίσκει κανείς και σε άλλες ταινίες. Προσωπικά δεν άντεξα πάνω από μισή ώρα ξύπνια..

Και η σειρά με την οποία μου άρεσαν:
1. Syndromes and a Century
2. Mysterious Object at Noon
3. Tropical Malady 
4. Uncle Boonmee Who Can Recall His Past Lives
5. Blissfully Yours

το The Adventures of Iron Pussy εκτός συναγωνισμού

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Κυανοπώγων

 Η ιστορία του Κυανοπώγωνα (Barbe Bleue) όπως την έγραψε ο Charles Perrault είναι με λίγα λόγια αυτή:  Ο Κυανοπώγων είναι ένας ευγενής με μπλε γένια που παντρεύεται μια φτωχή κοπέλα. Πριν φύγει για δουλειές της δίνει τα κλειδιά του κάστρου και της λέει να τα χρησιμοποιήσει όλα εκτός από ένα. Αυτή όμως δεν αντέχει την περιέργεια, ανοίγει το δωμάτιο με το απαγορευμένο κλειδί κι εκεί βλέπει τις πρώην συζύγους του άντρα της νεκρές. Το επόμενο πρωί ο Κυανοπώγωνας επιστρέφει αναπάντεχα, καταλαβαίνει τι έχει συμβεί και ετοιμάζεται να σκοτώσει και τη νέα του γυναίκα, εκείνη τον παρακαλεί να της αφήσει λίγο χρόνο να προσευχηθεί και εντωμεταξύ έρχονται τα αδέρφια της και την σώζουν. Το επιμύθιο σύμφωνα με τον Περώ: η περιέργεια της γυναίκας είναι επικίνδυνο πράμα. Εδώ όλο το παραμύθι στο πρωτότυπο.
Μερικές διασκευές που είδα πρόσφατα:
Barbe Bleue (2009) της Catherine Breillat είναι μια μεταφορά σχετικά κοντά στο κείμενο του Περώ, και παρουσιάζει δυο παράλληλες ιστορίες, όπου η μία είναι η ιστορία του Κυανοπώγωνα τοποθετημένη στο μεσαίωνα ή καλύτερα σε μια αδιευκρίνιστη εποχή των παραμυθιών, και στην άλλη δυο αδερφές, μικρά κορίτσια διαβάζουν το παραμύθι στη σοφίτα του σπιτιού τους. Η Μπρεγιά ασχοελίται περισσότερο με τις σχέσεις μεταξύ των δυο αδερφών, σχέσεις ανταγωνισμού. Βλέπουμε επίσης ότι και στις δυο περιπτώσεις η μεγάλη αδερφή είναι άτολμη και έχει τον τυπικό «γυναικείο» χαρακτήρα, ενώ η μικρή είναι τολμηρή και περίεργη να γνωρίσει τον κόσμο. Τα σκηνικά είναι πολύ απλά, σχεδόν φτωχά και τα κουστούμια μοιάζουν ψεύτικα, σίγουρα δεν είναι ταινία εποχής. Διάβασα ότι η ερμηνεία του μύθου, έτσι όπως παρουσιάζεται εδώ είναι το πέρασμα στην ενηλικίωση μέσω της πρώτης σεξουαλικής επαφής, κάτι που φοβόμαστε πολύ γιατί είναι απαγορευμένο, και είναι μια συνταρακτική εμπειρία που όμως δε μας σκοτώνει.
Η δοκιμασία με τα κλειδιά θυμίζει την ιστορία των πρωτόπλαστων που τρώνε το απαγορευμένο φρούτο. Επίσης οι σύζυγοι δεν έχουν ολοκληρώσει το γάμο τους- κάτι που το βλέπουμε και σε άλλες ταινίες εμπνευσμένες από το παραμύθι -, εδώ επειδή ο Κυανοπώγων έχει υποσχεθεί στη μικρή του σύζυγο ότι δε θα κοιμούνται μαζί μέχρι αυτή να γίνει 20 χρονών. Είναι όμως η ανυπακοή και η προδοσία της εμπιστοσύνης του που εξοργίζει περισσότερο τον άντρα και όχι ένα σεξουαλικό παράπτωμα.
Μία άλλη ταινία της Μπρεγιά έχω δει, το Romance X, πριν από χρόνια στο μοναδικό σινεμά της επαρχιακής πόλης μου, κι ακόμα θυμάμαι πόσο έτρεμα μην καταλάβουν ότι ήμουν κάτω από 17, και μην πετύχω κανένα καθηγητή. Η μικρή αίθουσα ήταν κυριολεκτικά γεμάτη κι από πίσω μου μια κυρία φώναζε όλη την ώρα, και ιδιαίτερα σε σαδομαζοχιστικές σκηνές: «Μα τι είναι αυτά που μας δείχνετε; Δεν είναι έτσι οι γυναίκες!» κι άλλα παρόμοια. Όλα αυτά + η ποιότητα της ταινίας με έκαναν να αποφεύγω τη σκηνοθέτη μέχρι πρόσφατα, και στο Barbe Bleue φοβόμουνα ότι ο παχύσαρκος μεσήλικας θα βιάσει κάποια στιγμή τη μικρόσωμη έφηβη πρωταγωνίστρια, κάτι που ευτυχώς δεν έγινε. Από το Romance X αυτό που μου κανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ότι η πρωταγωνίστρια είχε κυτταρίτιδα(!), κάτι που γίνεται εμφανές της συνεύρεσης με το Ρόκο Σιλφρέντι. Πόσες σκέψεις έκανα τότε για την ομορφιά και τον κινηματογράφο, και μήπως έχουν όλες οι ηθοποιοί κυτταρίτιδα  αλλά το κρύβουν με ειδικά εφέ σκεφτόμουνα.

 The Piano (1993) της Jane Campion. Τα «Μαθήματα Πιάνου» είναι μια περίπλοκη ταινία, γεμάτη με συμβολισμούς και αλληγορίες, αλλά που κι αυτή έχει κάποια στοιχεία του μύθου του Κυανοπώγωνα. Όχι μόνο στην θεατρική παράσταση που ανεβάζουν οι λευκοί κάτοικοι, αλλά και στην ίδια την ιστορία του γάμου της Άντας. Κι αυτός ο γόμος μένει ανολοκλήρωτος, και χαρακτηριστικά, ο Στιούαρτ δε θυμώνει τόσο που τον απάτησε η γυναίκα του (!) αλλά επειδή πρόδωσε την εμπιστοσύνη του σ' αυτή στέλνοντας στον αγαπημένο της ένα πλήκτρο, που στα αγγλικά λέγεται key. Αν κάτι με ενόχλησε στην ταινία, και με ενόχλησε πολύ, είναι που η Άντα τελικά ερωτεύεται τον άντρα που την ταπεινώνει, συνεχίζοντας την παράδοση στον κινηματογράφο που θέλει οι γυναίκες να ερωτεύονται πάντα αυτούς που τις βιάζουν ή τις εκμεταλλεύονται σεξουαλικά, εκτός κι αν ο βιαστής είναι ο κακός της ταινίας.

Bluebeard (1972), του Edward Dmytryk. Στην αρχή μοιάζει με θρίλερ, κάποια στιγμή μετατρέπεται σε καθαρόαιμη μισογυνική σεξοκωμωδία με πολιτικές μάλιστα προεκτάσεις. Ένας φασίστας δικτάτορας σκοτώνει τις γυναίκες του για να «ξεπεράσει» τη σεξουαλική  του ανικανότητα. Η τελευταία Αμερικανίδα γυναίκα του τις βρίσκει όλες στο τεράστιο ψυγείο της έπαυλης, χρησιμοποιώντας κι αυτή ένα απαγορευμένο κλειδί, ενώ στο τέλος σώζεται από νεαρό εβραίο βιολιστή.

Barbe-Bleu (1901) του Georges Méliès. Η πρώτη και μάλλον η καλύτερη κινηματογράφηση του μύθου, μόλις 9 λεπτά. Υπέροχα εφέ, ένα τεράστιο μπουκάλι σαμπάνια, ένας διαβολάκος που χοροπηδάει γύρω απ' την ηρωίδα, κι ένα τέλος παραπάνω από ευτυχισμένο. Υπάρχει στο youtube, αλλά εγώ το βρήκα σε βερσιόν με μουσική και με μια φωνή να διηγείται (στα γαλλικά) τι συμβαίνει. Τέλειο!
Μετά από μια παρέλαση φαγητών και τεράστιων γλυκών, έρχεται και αυτή η αφρισμένη σαμπάνια!

Update 29/05/12: ακόμα μια ανάρτηση για Κυανοπώγωνες στον κινηματογράφο.

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Berlinale 2009: οι ταινίες

Με έκπληξη διαπίστωσα ότι στο φεστιβάλ του 2009 ουσιαστικά πρωταγωνιστούν γυναίκες, τουλάχιστον στο διαγωνιστικό τμήμα. Ακόμα και όταν η ταινία αφορά ένα ζευγάρι ή πολλούς ανθρώπους, συνήθως την ιστορία την βλέπουμε από την πλευρά της γυναίκας. Τρεις ταινίες ασχολούνται με το βιασμо́ και ειδικότερα βιασμоύς που έχουν συμβεί στο παρελθόν. Πоρνεία εμφανίζεται σε 4 ταινίες, ενώ σε ακόμα δυο η πρωταγωνίστρια έχει συμπεριφορά που πλησιάζει την πορνεία. Παρακάτω η σειρά με την οποία μου άρεσαν οι ταινίες:


La teta asustada της Claudia Llosa, που προβλήθηκε στην Ελλάδα ως «Το γάλα της θλίψης» μιας και ο πρωτότυπος τίτλος (τρομαγμένο βυζί) είναι κακόηχος στα ελληνικά. Η αλήθεια είναι ότι όταν το είδα πρώτη φορά το λάτρεψα, αλλά τώρα βλέπω κάποια ελαττώματα: άπειροι συμβολισμοί και αλληγορίες που βαραίνουν την ταινία, απλοϊκά πολιτικά μηνύματα (οι πλούσιοι πίνουν το αίμα των φτωχών/ ο πόλεμος τραυματίζει τις ψυχές των αμάχων), και είχα την εντύπωση ότι κάθε σκηνή είναι επίτηδες τοποθετημένη για να μας εξηγήσει κάτι που έχει συμβεί/θα συμβεί αργότερα. Και έχει και το τυπικό μοτίβο ταινίας ενηλικίωσης για κορίτσια (μετά το θάνατο του γονέα αναγκάζεσαι να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου με τη βοήθεια ενός άντρα, ξεπερνάς τους φόβους σου κτλ.) Γιατί παραμένει η αγαπημένη μου ταινία; Δε ξέρω. Μάλλον είναι η υπέροχη φωτογραφία, η παράξενη ατμόσφαιρα μεταξύ των «ιθαγενών» που θυμίζει Μαδεϊνούσα, και το τραγούδι της σειρήνας που με έχουν μαγέψει.
Παρεμπιπτόντως διάβασα -δεν το εγγυώμαι όμως- ότι η María del Pilar Guerrero που στην ταινία παίζει την ασχημούλα και ενοχλητική ξαδέρφη Μάξιμα, είναι στην πραγματικότητα νταντά των ανιψιών της Llosa. Χμ.. Φταίω εγώ που μου μπαίνουν κακές ιδέες;
Εκτός από τα ισπανικά ακούγονται και quechua, κυρίως στα τραγούδια και στους διαλόγους μεταξύ της Φάουστας και του κηπουρού, μάλιστα όπως άκουσα, οι δυο ηθοποιοί γνωρίζουν διαφορετικές μορφές της γλώσσας και διαφωνούσαν για το πως έπρεπε να αποδώσουν τους διαλόγους. Δυστυχώς δε μπορώ να κρίνω πόσο φυσιολογική είναι η χρήση αυτής της γλώσσας, και λέω δυστυχώς γιατί τα κέτσουα είναι από τις γλώσσες που θα ήθελα πολύ να μάθω, κυρίως αφότου διάβασα ότι έχει δυο «εμείς», ένα που περιλαμβάνει το συνομιλητή (εμείς κι εσύ μαζί μας) και ένα που τον αποκλείει (εμείς χωρίς εσένα). Πόσες παρεξηγήσεις θα είχαν αποφευχθεί αν ίσχυε αυτό σε όλες τις γλώσσες..
Gigante του Adrián Biniez. Γυρίστηκε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης, θα μπορούσε όμως να έχει γυριστεί σε όλες σχεδόν τις μεγαλουπόλεις στον κόσμο. Ένας ογκώδης κύριος, ο γίγαντας του τίτλου, που δουλεύει στην ασφάλεια ενός μεγάλου σούπερ-μάρκετ και που δεν έχει προσωπική ζωή ερωτεύεται μια εμφανίσιμη καθαρίστρια την οποία παρακολουθεί από τις κάμερες ασφαλείας, και αργότερα την ακολουθεί κρυφά στην πόλη. Θα μπορούσε να είναι θρίλερ ή τραγωδία, αλλά όσο περνάει η ώρα, τόσο πιο αισιόδοξη γίνεται η ταινία, καθώς βλέπουμε ότι οι δυο συνάδελφοι έχουν τελικά πολλά κοινά μεταξύ τους και θα ταίριαζαν σαν ζευγάρι. Οι διάλογοι είναι ελάχιστοι και οι ρυθμοί πολύ αργοί, υπάρχει αρκετό διακριτικό χιούμορ αλλά και κοινωνικό σχόλιο- κι εδώ οι υπάλληλοι απολύονται, ενώ τα αφεντικά δεν τους φέρονται με τον καλύτερο τρόπο. Γενικά είναι μια πολύ χαμηλόφωνη ταινία που αφήνει μια γλυκιά γεύση, ένα μοντέρνο παραμύθι για τη σύγχρονη εργατική τάξη. Δε μπορώ να μην το συγκρίνω με την teta asustada, όχι μόνο επειδή είναι εντελώς διαφορετικά τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούν, αλλά και για την  κοινωνική κατάσταση που παρουσιάζουν. Στο Γίγαντα η κοινωνία φαίνεται αρκετά εξελιγμένη ή καλύτερα δυτικοποιημένη, δε διαφέρει ιδιαίτερα από τις ευρωπαϊκές χώρες. Δε ξέρω αν αυτό ισχύει για όλη την Ουρουγουάη ή αν απλά εδώ εμφανίζεται η μεσαία τάξη, έστω τα χαμηλότερα στρώματά της, ενώ η Γιόσα παρουσιάζει τη ζωή των χωριατών που έχουν πρόσφατα κατεβεί στη Λίμα και ζουν στις φτωχογειτονιές της.
Alle Anderen της Maren Ade. Ακόμα μια απλή στη δομή ταινία που με ξάφνιασε με τη φρεσκάδα της. Περιγράφει τα προβλήματα που παρουσιάζονται στη σχέση ενός ζευγαριού που κάνει τις διακοπές του στην Ιταλία. Περισσότερα είχα γράψει εδώ

Darbareye Elly του Asghar Farhadi. Άλλη μια ταινία που ασχολείται με τις σχέσεις των αστών όταν πηγαίνουν διακοπές στη θάλασσα. Αν με ενόχλησε κάτι είναι το τέλος, όπου ένιωσα ότι ο σκηνοθέτης προσπάθησε με άτσαλο τρόπο να δημιουργήσει ένα ηθικό δίλημμα για την κεντρική ηρωίδα. Αλλιώς είναι μια αρκετά ειλικρινής ταινία που περιγράφει σχεδόν νατουραλιστικά τις καλοκαιρινές δραστηριότητες των ηρώων.

Ricky του François Ozon. Ο Ρίκυ είναι ένα μωρό φέρνει τα πάνω κάτω στη ζωή των εργατών γονιών του από τη στιγμή που γεννιέται. Καλύτερα να το δει κανείς χωρίς να έχει διαβάσει κριτικές, όπως ευτυχώς (δεν) έκανα εγώ, επειδή η ταινία κάπου στα μισά αλλάζει χαρακτήρα. Γι' αυτό το λόγο (και όχι για το σενάριο) είναι από τις πιο πρωτότυπες που έχω δει. Συνδετικός κρίκος και στα δυο μέρη της ταινίας είναι η υποσυνείδητη ζήλια που νιώθει η μικρή κόρη πρώτα για τον πατριό και αργότερα για τον αδερφό της. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ερμηνεύσει κανείς την ταινία, εγώ το βλέπω σαν αλληγορία για το θάνατο ενός μικρού αγαπημένου προσώπου.


London River του Rachid Bouchareb. Μια αγγλίδα αγρότισσα και ένας αφρικανός μετανάστης από τη Γαλλία φτάνουν στο Λονδίνο για να ψάξουν τα παιδιά τους που αγνοούνται μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στο μετρό. Η ταινία στηρίζεται στους δύο πρωταγωνιστές και περιγράφει το φόβο προς το διαφορετικό που νιώθει η αγγλίδα μητέρα όταν στη γειτονιά όπου έμενε η κόρη της βλέπει μόνο μετανάστες, κυρίως μουσουλμάνους. Η ταινία επικεντρώνεται σ' αυτούς τους δυο, στον προσωπικό τους πόνο και όχι στα αίτια της τρομοκρατίας, και νομίζω ότι καλά κάνει, γιατί τα αίτια της τρομοκρατίας είναι ένα θέμα σοβαρό που δύσκολα χωράει σε ταινία. Από την άλλη η συμπεριφορά της πρωταγωνίστριας προς το μαύρο πατέρα δίνει μια γεύση για το πόσο ωραία νιώθουν οι μετανάστες όταν δεν γίνονται αποδεκτοί από τους δυτικούς. Θα μπορούσε να είναι αυτός λόγος για να γίνει κανείς τρομοκράτης; Ίσως. Είναι σωστό να βάζεις βόμβες για χάρη της θρησκείας; ..


Katalin Varga του Peter Strickland. Δε ξέρω τι να γράψω για την Καταλίν Βάργκα. Από τη μία είναι μια αξιοπρόσεκτη ταινία με ωραία σκηνοθεσία που ασχολείται με ένα δύσκολο θέμα, από την άλλη έχω κάποια προβλήματα με τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το θέμα αυτό. Είναι αλήθεια ότι η κοινωνία μας αποδέχεται το βιασтή, αλλά όχι το θύμα του βιασμоύ. Αυτό φαίνεται στην αρχή όταν ο άντρας της Καταλίν την διώχνει από το σπίτι, όταν μαθαίνει ότι ο γιος τους είναι στην πραγματικότητα καρπός βιασμоύ της γυναίκας του. Προσωπικά με εξόργισε η παρουσίαση ενός βιασтή σαν ένα φυσιολογικό, συμπαθητικό άτομο, και το συμπέρασμα που βγαίνει στο τέλος, ότι η βία προκαλεί κι άλλη βία, λες και αυτός που άρχισε χωρίς αφορμή την αλυσίδα της βίας δεν πρέπει να τιμωρηθεί. Επίσης η Καταλίν φέρεται σαν έξαλλη γυναίκα που μέσα στην εκδικητική της μανία βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του παιδιού της και φέρνει την καταστροφή σε «φιλήσυχους» ανθρώπους. Όχι και τόσο «φεμινιστικός» χαρακτήρας. Βέβαια, σε σύγκριση με το μισογυνισμό που βρίσκει κανείς στο σύνολο του κινηματογράφου, αυτά που γράφω είναι μικροπράγματα. Και πως να χαρακτηρίσω ότι παρουσιάζει την ουγγρική μειονότητα της Ρουμανίας σε ημιπρωτόγονη σχεδόν μεσαιωνική κατάσταση; Πάντως καλή προσπάθεια, και μάλιστα η ταινία γυρίστηκε με ελάχιστα χρήματα, κι αυτό είναι ελπιδοφόρο.  

Tatarak του Andrzej Wajda που στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον άστοχο τίτλο «Γλυκιά Έξαψη», ενώ tatarak ή sweet rush είναι το καλάμι ή τέλος πάντων αυτό το φυτό που προσπαθεί να φέρει ο νεαρός από τη λίμνη. Είναι μια πολύ προσωπική ταινία , όπου η Krystyna Janda περιγράφει σε μονολόγους τον αργό θάνατο του συζύγου της από καρκίνο που συνέβη στην πραγματικότητα. Παράλληλα βλέπουμε την κινηματογράφηση από το συνεργείο του Βάιντα μιας ταινίας βασισμένης στο διήγημα «Tatarak» του Jarosław Iwaszkiewicz, και την ίδια την ταινία. Η οποία επίσης έχει να κάνει με το θάνατο: Μια γυναίκα που έχει χάσει τα παιδιά της στον πόλεμο, πάσχει από θανατηφόρο ασθένεια, και ο εικοσάχρονος φίλος της τελικά πνίγεται! Αν και δεν είμαι φαν του Βάιντα, το Τατάρακ μου άρεσε αρκετά. Ιδιαίτερα συγκλονιστικοί ήταν οι μονόλογοι της Γιάντα, μέσα σε ένα καταθλιπτικό δωμάτιο εμπνευσμένο από πίνακες του Edward Hopper.
Παρεμπιπτόντως, το όνομα του σκηνοθέτη προφέρεται Άντζεϊ και όχι Αντρζεϊ (έλεος) ή Αντρέι (!). Δυστυχώς τα πολωνικά ονόματα συχνά κατακρεουργούνται, φταίει βέβαια και η ιδιόρρυθμη ορθογραφία τους. Μια χρήσιμη πληροφορία: στα πολωνικά το rz διαβάζεται ζ.  

The Messenger του Oren Moverman. Αυτή κι αν δεν είναι ταινία για το θάνατο. Ένας αμερικανός στρατιώτης που τραυματίστηκε στον πόλεμο του Ιράκ, όταν επιστρέφει στην Αμερική αναλαμβάνει την «αποστολή» να ενημερώνει τους συγγενείς των στρατιωτών για το θάνατό τους στη μάχη. Έτσι βλέπουμε 6-7 πολύ σκληρές σκηνές όπου γονείς ή σύζυγοι μαθαίνουν τα νέα του θανάτου των αγαπημένων τους προσώπων. Κάποιοι κλαίνε, άλλοι γίνονται βίαιοι, άλλοι το παίρνουν πιο ψύχραιμα. Ο στρατιωτικός που συνοδεύει τον ήρωα είναι κυνικός και φαίνεται να μην τον αγγίζουν οι καταστάσεις τις οποίες βιώνει, αλλά στο βάθος είναι κι αυτός επηρεασμένος ψυχολογικά. Θα μπορούσε να λείπει η υποχρεωτική για τον αμερικάνικο κινηματογράφο ερωτική ιστορία, συνολικά πάντως είναι μια αναπάντεχα αξιοπρεπής ταινία, ίσως λίγο παραπάνω αντιπολεμική.

Chéri του Stephen Frears . Ο Chéri έχει μια μακροχρόνια σχέση με την αρκετά μεγαλύτερή του «εταίρα» Λεα, αλλά αναγκάζεται από την κοινωνία να την εγκαταλείψει για να παντρευτεί την παρθένα κόρη άλλης εταίρας. Αυτή η ταινία εποχής δεν έχει κάτι που να μην το χω ξαναδεί, αλλά και τίποτα που να περισσεύει: είναι η τυπική ιστορία των καταραμένων εραστών με εντυπωσιακά κουστούμια, κυνικούς διαλόγους και αρκετό χιούμορ. Και με άγγιξε.

My One and Only του Richard Loncraine. Ένα ευχάριστο ροαντ μούβι , όπου μια ξανθιά που μοιάζει να έχει βγει από τις ταινίες του χόλιγουντ του 50, εγκαταλείπει τον άπιστο άντρα της, αγοράζει ένα αυτοκίνητο και περιηγείται στην Αμερική με τους έφηβους γιους της ψάχνοντας ..νέο σύζυγο. Η ταινία είναι γεμάτη από τα κλισέ των ταινιών αυτής της εποχής που όμως συνειδητά τα ειρωνεύεται και είναι βασισμένη στη ζωή του ηθοποιού George Hamilton. Στο τέλος βλέπουμε ότι οι καιροί έχουν πια αρχίσουν να αλλάζουν και η σέξυ νοικοκυρά δεν είναι πια της μόδας.


Mammoth του Lukas Moodysson , που εδώ γυρίζει μια ταινία που έχει αρκετές ομοιότητες με το «Βαβέλ»: περιγράφει παράλληλες ιστορίες που διαδραματίζονται σε διάφορα σημεία του κόσμου με επίκεντρο μια πλούσια αμερικανική οικογένεια. Πιο συγκεκριμένα ο πλούσιος επιχειρηματίας σύζυγος πηγαίνει ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Ταϊλάνδη όπου γνωρίζει μια ντόπια πόρνη, η χειρούργος (παιδοχειρούργος;) σύζυγος νιώθει ενοχές που η κόρη τους περνάει περισσότερο χρόνο με τη φιλιππινέζα νταντά, και στις Φιλιππίνες οι γιοι της νταντάς την θέλουν να επιστρέψει κοντά τους. Απίστευτα συντηρητική ταινία που λέει δυο πράγματα: οι δυτικοί εκμεταλλεύονται τους τριτοκοσμικούς και δε μπορούν να τους βοηθήσουν ακόμα κι αν το θέλουν, και οι μητέρες πρέπει να είναι κοντά στα παιδιά τους, αλλιώς ο θεός θα θυμώσει και κάτι κακό θα συμβεί. Παρά το διδακτισμό και τα υπερβολικά κλισέ, δε μου φάνηκε και τόσο κακή, και μου άρεσε η ιστορία που διαδραματίζεται στην Ταϊλάνδη: τα εκδιδόμενα κορίτσια που έχουν μια ψεύτικη ευγένεια μέχρι αηδίας, η προσπάθεια συνεννόησης με τον καλοπροαίρετο αμερικάνο..

Lille soldat της Annette K. Olesen. Μια πρώην στρατιωτίνα που έχει γυρίσει απ'το Ιράκ με ψυχολογικά τραύματα, και που υποτίθεται ότι πάντα ήθελε να σώσει τον κόσμο προσλαμβάνεται από τον νταβατζή (!) πατέρα της ως οδηγός για την αγαπημένη του πόρνη. Οι γυναίκες που διακινεί ο πατέρας του είναι ξένες, κυρίως αφρικανές και κυριολεκτικά τις πουλάνε και τις αγοράζουν. Όπως είναι φυσικό, η στρατιωτίνα γνωρίζεται καλύτερα με την πόρνη και αποφασίζει να την βοηθήσει. Ακόμα μια ταινία για πόρνες γεμάτη κλισέ, κι αυτή από σκανδιναβή σκηνοθέτη, και που βγάζει το συμπέρασμα πως ότι και να κάνεις, δε μπορείς να βοηθήσεις τους φτωχούς τριτοκοσμικούς.

Και το Lille soldat και το Mammoth μοιάζουν να μας λένε ότι το παγκόσμιο «σύστημα» είναι σάπιο και οι ατομικές πρωτοβουλίες δύσκολα μπορούν να αλλάξουν κάτι, μεταξύ άλλων επειδή και οι φτωχές χώρες ευθύνονται για τη μοίρα τους, ή μάλλον είναι κι αυτές μπλεγμένες στο ίδιο σύστημα. Όντως, τι μπορεί να κάνει κανείς για να βελτιώσει τις τεράστιες κοινωνικές αδικίες στον πλανήτη; Είναι σίγουρα υποκριτικό εμείς οι προνομιούχοι να θέλουμε να βοηθήσουμε τους αδικημένους για να εξαλείψουμε τις ενοχές μας, ενώ ταυτόχρονα απολαμβάνουμε τα αγαθά που μας προσφέρει το σάπιο αυτό σύστημα. Δεν είναι όμως επίσης υποκριτικό να μην κάνουμε τίποτα γιατί «έτσι κι αλλιώς τίποτα δε θα αλλάξει»;

Stοrm του Hans-Christian Schmid Αξιοπρεπές πολιτικό δράμα για μια δικαστή της Χάγης που αγωνίζεται να κλείσει στη φυλακή σέρβο εγκληματία πολέμου. Σύγκρουση ιδεαλισμού- πραγματισμού, μαφιόζοι που εκφοβίζουν μάρτυρες, παρασκήνια στη λειτουργία του δικαστηρίου, ο εθνικισμός και η διαφθορά των βαλκανίων είναι τα υλικά αυτής της ταινίας.


Mei Lanfang (Forever Enthralled) του Chen Kaige. Μια βιογραφία, ή καλύτερα αγιογραφία του ηθοποιού της όπερας του Πεκίνου Mei Lanfang με έμφαση στις προσπάθειες του σε νεαρή ηλικία να εκμοντερνίσει την κινέζικη όπερα και την (ηρωική) απόφαση του να μη δίνει παραστάσεις στη διάρκεια της γιαπωνέζικης κατοχής. Μια τυπική εμπορική ταινία όπου εξαίρονται τα ιδανικά του καλλιτέχνη, το θάρρος του, ο πατριωτισμός του κτλ. Για όσους ενδιαφέρονται για άγνωστες πτυχές της όπερας του Πεκίνου ή για προσωπικότητες της Κίνας  έχει σίγουρα κάποιο ενδιαφέρον..

Happy Tears του Mitchell Lichtenstein  Τυπική αμερικάνικη ταινία για δυο διαφορετικές μεταξύ τους αδερφές που συναντούνται στο σπίτι του άρρωστου πατέρα τους για να τον φροντίσουν. Ένοχα μυστικά, συμφιλίωση με τους γονείς και το παρελθόν, μαθήματα ζωής, και άλλα τυπικά που βρίσκει κανείς σε τέτοιου είδους ταινίες με ηρωίδες σε κρίση.

In the Electric Mist του Bertrand Tavernier Τυπική αμερικανική ταινία με το καλό αστυνόμο να ψάχνει έναν κατά συρροή δολοφόνο με φόντο την καθυστερημένη και ρατσιστική όπως παρουσιάζεται Λουιζιάνα. Το πρόβλημα είναι ότι το μυστήριο των φόνων λύνεται πολύ χλιαρά. Τέλος πάντων, τουλάχιστον έμαθα κάποια πράγματα όπως ότι η Λουιζιάνα είναι ρατσιστική και καθυστερημένη και ότι όλοι εκεί έχουν γαλλικά ονόματα και χρησιμοποιούν γαλλικές φράσεις.

Rage της Sally Potter Με φόντο μια οθόνη με διαφορετικό κάθε φορά χρώμα, οι άνθρωποι ενός οίκου μόδας δίνουν συνέντευξη σε έναν έφηβο που δεν τον βλέπουμε. Δε θα είχα πρόβλημα με μια ταινία που αποτελείται μόνο από μονολόγους, αν οι μονόλογοι αυτοί δεν ήταν γεμάτοι από τις γνωστές κοινοτοπίες για τη μόδα και ότι άλλο κλισέ μπορεί να φανταστεί κανείς (ανορεξικά καταθλιπτικά μοντέλα, αχόρταγοι επιχειρηματίες, καλοσυνάτοι μετανάστες, ναρκισσιστικές  τρανσέξουαλ) και αν ο τρόπος που παίζουν οι ηθοποιοί δεν ήταν τόσο υπερβολικός, και το μήνυμα τόσο απλοϊκό

Συνολικά έμεινα πολύ πιο ευχαριστημένη απ' ότι από τις Κάννες της ίδιας χρονιάς. Μεγάλη μου απορία συνεχίζει να είναι με ποια κριτήρια γίνεται η επιλογή των ταινιών σε ένα φεστιβάλ.




Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

Salaam Cinema (1995) του Mohsen Makhmalbaf

Το Salaam Cinema είναι ένα ντοκιμαντέρ -αν και τα όρια μεταξύ ταινίας μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ είναι αρκετά ασαφή- αφιερωμένο στα 100 χρόνια κινηματογράφου. Ο Μαχμαλμπάφ έχει βάλει αγγελία ζητώντας ερασιτέχνες ηθοποιούς, και τελικά εμφανίζονται πάρα πολλοί άνθρωποι, άντρες και γυναίκες. Μερικούς απ' αυτούς τους επίδοξους ηθοποιούς τους βλέπουμε σε «οντισιόν», όπου ο σκηνοθέτης τους ρωτάει γιατί θέλουν να γίνουν ηθοποιοί και προσπαθεί να τους βγάλει συναισθήματα, κυρίως να τους κάνει να κλάψουν. Αυτή η επιμονή του να τους κάνει να κλάψουν και γενικά η συμπεριφορά του μου φάνηκε αρκετά σκληρή, σχεδόν σαδιστική. Χαρακτηριστικά κάποια στιγμή λέει σε δυο κοπέλες ότι δεν είναι άξιες να γίνουν ηθοποιοί, αφού τις έχει ταλαιπωρήσει αρκετή ώρα αναγκάζοντάς τες να κλάψουν. Όταν αυτές τελικά κλαίνε, τους λέει ότι δεν είναι ευχαριστημένος από αυτό το κλάμα τους, γιατί είναι ειλικρινές, αυτός θέλει τον ηθοποιό να κλαίει κατά παραγγελία. Δε ξέρω πως είναι οι οντισιόν στην πραγματικότητα, και φαντάζομαι ότι είναι παντού ψυχοφθόρες, όμως δεν είναι και τόσο ευχάριστη εμπειρία να βλέπεις ανθρώπους να ταπεινώνονται για χάρη του κινηματογράφου. Πάντως η ταινία έχει αρκετές ωραίες στιγμές, ειδικά στην αρχή, όπου βλέπουμε διάφορους συχνά περίεργους τύπους να προσπαθούν να πείσουν το Μαχμαλμπάφ να τους προσλάβει. Στο τέλος επικεντρώνεται σε δυο κοπέλες, αυτές για τις οποίες έγραψα πριν, και που έχουν αρκετή υπομονή και επιμονή.  
Μεταξύ των συνεργατών του Μαχμαλμπάφ  εμφανίζεται και ο Moharram Zaynalzadeh, ο ποδηλάτης στον «Ποδηλάτη» του 87 που περιγράφει πως έχασε πολλά κιλά τότε για να παίξει σωστά το ρόλο του. Και ανάμεσα στους επίδοξους ηθοποιούς είναι και η Shaghayeh Djodat, η οποία ένα χρόνο αργότερα έπαιξε τη Gabbeh στο «Gabbeh» και η οποία λέει ότι θέλει να συμμετάσχει σε ταινία του σκηνοθέτη γιατί ξέρει ότι οι ταινίες του ταξιδεύουν στα διεθνή φεστιβάλ, και έτσι έχει την ελπίδα να βγει έξω από τη χώρα και να συναντήσει τον αγαπημένο της. Δε ξέρω όμως αν ο ιερός της σκοπός συγκίνησε το Μαχμαλμπάφ ή το ιδιαίτερα όμορφο εξωτικό πρόσωπό της για να κερδίσει το ρόλο.