Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Ladri di saponette [The Icicle Thief] (1989) του Maurizio Nichetti

Το Ladri di saponette είναι στην ουσία μια σάτιρα του ιταλικού νεορεαλισμού ή καλύτερα ένας φόρος τιμής , μια «πράξη αγάπης» προς το κίνημα αυτό του κινηματογράφου. Η ταινία που σατιρίζεται περισσότερο είναι φυσικά οι κλέφτες των ποδηλάτων, αλλά κριτική ασκείται και στην τηλεόραση, τις διαφημίσεις, τη μεσοαστική ζωή.
Η ιστορία, ή μάλλον οι ιστορίες είναι οι εξής: Ο Νικέτι, ένας σκηνοθέτης- άλτερ έγκο του Maurizio Nichetti-, εμφανίζεται στην ιταλική τηλεόραση, όπου παρουσιάζεται η ταινία του που την προλογίζει ένας κριτικός κινηματογράφου. Η ταινία αυτή, ασπρόμαυρη, είναι σάτιρα του νεορεαλισμού, και εδώ μια οικογένεια, ο άνεργος Αντόνιο, η νοικοκυρά Μαρία, ο μικρός Μπρούνο κι ένα μωρό προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα στις αντιξοότητες τις ζωής στη μεταπολεμική Ιταλία. Την ταινία αυτή παρακολουθεί στην τηλεόραση μια σύγχρονη ιταλική οικογένεια, που είναι η προσωποποίηση του μεσοαστισμού. Η ταινία διακόπτεται συχνά από ηλίθιες διαφημίσεις που παρουσιάζουν ένα πρότυπο καταναλωτισμού, τελείως αντίθετο στην ταινία του Νικέτι. Τελικά μετά από μια διακοπή ρεύματος, οι χαρακτήρες της ταινίας και των διαφημίσεων αρχίζουν να επικοινωνούν μεταξύ τους, ξεκινώντας από μια ημίγυμνη ξανθιά που πέφτει σε πισίνα σε μια διαφήμιση και καταλήγει σε μια λίμνη στο δρόμο του Αντόνιο προς το σπίτι του. Στο τέλος ο σκηνοθέτης αγανακτισμένος από την λάθος τροπή που έχει πάρει η ταινία, αποφασίζει να λάβει ο ίδιος δράση, μπαίνοντας κι αυτός μέσα στην ταινία.
Είναι προφανές ότι ο Νικέτι μέσα από τις σουρεαλιστικές αυτές σκηνές θέλει να σχολιάσει την αντίθεση ανάμεσα στη φτώχεια που παρουσιάζεται στον κινηματογράφο του νεορεαλισμού και στην ευημερία και τον καταναλωτισμό/καπιταλισμό της εποχής του. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή όπου ο πεινασμένος Μπρούνο κοιτάζει μέσα από την τηλεόραση τον καλοταϊσμένο γιο της «μεσοαστικής» οικογένειας να μασουλάει μια σοκολάτα. Σίγουρα σχολιάζεται και η ενασχόληση των διανοούμενων σκηνοθετών με τη «φτωχολογιά», παρόλο που οι ίδιοι ή τουλάχιστον οι άνθρωποι για τους οποίους προορίζονταν οι ταινίες ήταν σίγουρα σε ανώτερη κοινωνικά τάξη. Είτε χρησιμοποιούσαν τους φτωχούς ανθρώπους για να περάσουν τις πολιτικές τους απόψεις, είτε για να περάσουν αξίες όπως το ότι το χρήμα διαφθείρει, ή ότι το νόημα της ζωής βρίσκεται στα απλά πράγματα. Όπως και να 'χει, είναι οι ευνοημένοι της ζωής που κλέβουν τη φωνή των πραγματικών καταπιεσμένων και το γεγονός αυτό από μόνο του είναι προβληματικό.
Οι Ladri di saponette γυρίστηκαν το 89, πριν γίνουν οι μεγάλες αλλαγές στον κόσμο, κι εγώ τους πρωτοείδα  λίγα χρόνια αργότερα, όταν οι διαφημίσεις ήταν όντως έτσι όπως παρουσιάζονται εδώ, πχ, αυτή η άθλια με το άζαξ, όπου νοικοκυρές τραγουδάνε «Το αζαξ ουλτρα καινοτομεί δεν έχει ξέβγαλμα δουλειά πολλή» και στο τέλος πετάνε τους κουβάδες και φωνάζουν «είμαστε ελεύθερες!». Κι επειδή ήμουνα πολύ μικρή, και δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο, έκλαιγα απ' το γέλιο, ειδικά όποτε έβλεπα τη φάτσα του Νικέτι, και για χρόνια μετά και μόνο στο άκουσμα του ονόματος αυτού ξεκαρδιζόμουν στα γέλια. Ειδικά στη σκηνή όπου ο σκηνοθέτης μένει φυλακισμένος στην τηλεόραση παραλίγο να πνιγώ. Τώρα δε ξέρω, γέλασα πολύ στην αρχή, με την ασπρόμαυρη ταινία και τον τρόπο που σατιρίζει τους κλέφτες των ποδηλάτων, αλλά αυτό με τις ξανθιές των διαφημίσεων με ξίνισε κάπως. Όπως και να χει, ευχαριστώ κύριε Νικέτι!


Δυστυχώς δε βρήκα υπότιτλους και αναγκάστηκα να παρακολουθήσω την ταινία στα ιταλικά (υπάρχει και στο youtube). Επίσης, άσχετο, αλλά ο όχι νέος πια Maurizio Nichetti εμφανίζεται και στο Somewhere της Κόπολα ως ο ιταλός σκηνοθέτης Μαουρίτσιο Ρικέτι που βραβεύεται στη γελοία τελετή πριν από το Τζόνυ Μάρκο.

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Café Transit (2005) του Kambuzia Partovi


Ο Kambuzia Partovi είναι σεναριογράφος πολλών ιρανικών ταινιών ανάμεσά τους το «Man, Taraneh, panzdah sal daram» και ο «Κύκλος» του Παναχί. Και στο Café Transit την τελευταία ταινία που έχει σκηνοθετήσει, κεντρικό ρόλο παίζει η καταπίεση της γυναίκας στο Ιράν. Εδώ μια χήρα,- είναι η Fereshteh Sadre Orafaiy, η Παρί του Κύκλου- που ζει στο ιρανικό Αζερμπαϊυζάν, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, δέχεται πιέσεις από τους συγγενείς του συζύγου της να παντρευτεί τον μεγάλο του αδερφό, όπως θέλει το έθιμο της περιοχής. Η Reyhan όμως είναι από αλλού (από το νότιο Ιράν), και δε νιώθει την ανάγκη να τηρήσει αυτό το έθιμο. Αντιθέτως αποφασίζει να ξανανοίξει το Café Transit του τίτλου, που είναι ένα εστιατόριο-καφετέρια πάνω στην εθνική που εξυπηρετεί τους οδηγούς που κατευθύνονται στην Τουρκία. Παρόλο που σχεδόν ποτέ δε βγαίνει απ' την κουζίνα, αυτή η πράξη της εξαγριώνει τον κουνιάδο της που προσπαθεί να κάνει τα πάντα για να την πείσει να γίνει η δεύτερη γυναίκα του.
Μια έκπληξη με περίμενε στην πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας, όταν συνειδητοποίησα ότι η περίεργη γλώσσα που ακούγεται είναι ..ελληνικά. Είναι ο Ζαχαρίο (ο ηθοποιός Νίκος - εδώ Νικόλας- Παπαδόπουλος), που διηγείται σε φίλους πως η γνωριμία του με τη Ρεϊχάν του άλλαξε τη ζωή. Η δεύτερη σκηνή δείχνει μια ρωσίδα να διηγείται κι αυτή στα ρώσικα πόσο σημαντική ήταν η γνωριμία της με τη Ρεϊχάν. Μετά εμφανίζεται ο κουνιάδος που περιγράφει πως η απόφασή της να ανοίξει το εστιατόριο κατέστρεψε την τιμή της οικογένειας.
Η ταινία είναι αρκετά συμπαθητική, και περιγράφει με απλότητα τη ζωή της νέας χήρας, το καταπιεστικό σόι του άντρα της, την προσπάθειά της να φτιάξει μόνη της τη ζωή της, την πνοή που δίνει στο εστιατόριο με τη σπιτική μαγειρική της. Είναι ενδιαφέρον ότι δε μας παρουσιάζεται ως μοντέρνα χειραφετημένη γυναίκα, αλλά ως παραδοσιακή μουσουλμάνα που νοιάζεται περισσότερο για την οικονομική της ανεξαρτησία και το μέλλον των παιδιών της. Αλλά και ο κακός κουνιάδος δεν παρουσιάζεται ως κακός: νοιάζεται πραγματικά για τη νύφη του, μπορεί  να είναι και ερωτευμένος μαζί της, αυτό δεν ξεκαθαρίζεται. Γι 'αυτόν η άρνησή της να τον παντρευτεί σημαίνει ότι δεν εμπιστεύεται τις καλές του προθέσεις και την ικανότητά του να εξασφαλίσει αξιοπρεπή ζωή σ' εκείνη και τα παιδιά της. Τέλος είναι ενδιαφέρουσα η αντίθεση ανάμεσα στη σπιτική ατμόσφαιρα που υπάρχει στο μικρό κουκλίστικο εστιατόριο της ηρωίδας και στη ψυχρότητα του μοντέρνου αλλά άχρωμου ρεστοράν του κουνιάδου. 
Αυτό που νομίζω δεν έδενε με την υπόλοιπη ταινία είναι τα εξωτικά στοιχεία: ο Ζαχαρίο, ένας έλληνας φορτηγατζής που 5 χρόνια ψάχνει τη γυναίκα του που μια μέρα απλά εξαφανίστηκε, και που ερωτεύεται τη Ρεϊχάν μόλις του φτιάχνει σπιτικό μουσακά (ο θεός να το κάνει μουσακά αυτό το φαγητό που βλέπουμε), και η Σβέτα, η δεκαεννιάχρονη ρωσίδα που εμφανίζεται μια νύχτα και την οποία η Ρεϊχάν περιμαζεύει και την φροντίζει «σαν μητέρα». Δεν ταιριάζουν με το ρεαλισμό της υπόλοιπης ιστορίας, αλλά δε δίνεται και αρκετός χρόνος για να καταλάβουμε τι ήταν τελικά αυτό πους άλλαξε τη ζωή. Επίσης οι ενσωματωμένοι υπότιτλοι που μου έτυχε να δω ήταν άθλιοι, κι αυτό φάνηκε όταν μεταφράζονταν ελληνικοί διάλογοι. Κάποιο πρόβλημα υπήρχε και με τους διαλόγους μεταξύ των φορτηγατζήδων, δεν ήτανε φυσικοί, όσοι μιλούσαν σε ξένη γλώσσα, μιλούσαν σαν να είχαν αποστηθίσει ολόσωστες φράσεις, όχι όπως μιλάει κάποιος που έχει μάθει τα βασικά μιας γλώσσας μετά από χρόνια ταξιδιών. Και μια που το φερε η κουβέντα, αν δε με γέλασαν τα αυτιά μου, όλοι στην οικογένεια μιλάνε τούρκικα (αζέρικα) μεταξύ τους και μόνο όταν απευθύνονται στη Ρεϊχάν αλλάζουν στα περσικά.

Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

ΚΟΙΝΕΣ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΙΡΑΝ

Μιας και χωρίς να το θέλω σ' αυτό το μπλογκ έγραψα κυρίως για τον ιρανικό κινηματογράφο, είπα να γράψω και για κάποια κοινά λάθη για το Ιράν που είναι δυστυχώς αρκετά διαδεδομένα, και τα χω βρει σε φόρουμ, σε «σοβαρά άρθρα», σε κριτικές κινηματογράφου και στην καθημερινή ζωή.

1. ΑΛΛΟ ΙΡΑΝ ΑΛΛΟ ΠΕΡΣΙΑ
Ιράν = Περσία. Οι σημερινοί Ιρανοί είναι δηλαδή απόγονοι των κακών περσών που πριν 2000+ χρόνια ήρθαν να κατακτήσουν την ένδοξη πατρίδα μας. Για όσους θέλουν κάτι αμερικάνικο για να πάρει μπρος ο εγκέφαλος, πρόκειται για τις κακές αδερφές στο αριστούργημα «300».

2. ΤΟ ΙΡΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΑΒΙΚΗ ΧΩΡΑ
Το Ιράν δεν είναι αραβική χώρα! Μπορεί για την περσική γλώσσα (φαρσί) να χρησιμοποιείται η αραβική γραφή, όπως συμβαίνει σε πολλά μουσουλμανικά κράτη, αλλά ως γλώσσα είναι ινδοευρωπαϊκή.

3. ΤΟ ΙΡΑΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΑΚΡΙΝΗ ΧΩΡΑ
Μπορεί να κοιτάξει κανείς στο χάρτη: Το Ιράν μπορεί να είναι μακρινή χώρα για τους Άγγλους και τους Ισλανδούς αλλά όχι για τους Έλληνες! Μάλιστα χρειάζεται να διασχίσεις μια μόνο χώρα (την Τουρκία) για να φτάσεις στο Ιράν- και αντίστροφα.

4. ΤΟ ΙΡΑΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΞΩΤΙΚΗ ΧΩΡΑ
Και πάλι αυτό ισχύει για τους αγγλοσάξονες και λοιπούς πολιτισμένους. Στην πραγματικότητα το Ιράν είναι μια πολυπολιτισμική χώρα και ο πολιτισμός του έχει σίγουρα πολλές ιδιαιτερότητες, αλλά και πολλές ομοιότητες με τον ελληνικό. Η μουσική, το φαγητό, αλλά και οι χειρονομίες των ανθρώπων δε διαφέρουν τόσο από τα δικά μας.

5. ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΔΕ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΟΥΝ ΜΟΝΕΣ ΤΟΥΣ
Λάθος! Οι γυναίκες κυκλοφορούνε και ταξιδεύουν μόνες τους, με τσαντόρ ή χωρίς. Τα κορίτσια πηγαίνουν υποχρεωτικά στο σχολείο και αποτελούν την πλειοψηφία των φοιτητών. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι οι γυναίκες έχουν ίσα δικαιώματα με τους άντρες- που για να πω την αλήθεια ούτε αυτοί έχουν πολλά δικαιώματα. Το θέμα της καταπίεσης της γυναίκας είναι σοβαρό και θα 'πρεπε να το χειρίζεται κανείς μόνο με σοβαρότητα.

6. ΤΟ ΙΡΑΝ ΕΙΝΑΙ ΤΡΙΤΟΚΟΣΜΙΚΗ ΧΩΡΑ
Το Ιράν δεν είναι τόσο φτωχή χώρα όσο αφήνουν να εννοηθεί οι περισσότερες ταινίες. Το προσδόκιμο επιβίωσης κατά τη γέννηση σύμφωνα με τον ΟΗΕ είναι 71 χρόνια. Συγκριτικά στην Τουρκία είναι 71,8 και στη Ρωσία 65,5. Υπάρχει δωρεάν παιδεία και μεγάλο μέρος του πληθυσμού ανήκει στη μεσαία τάξη.

7. ΕΧΩ ΔΕΙ 5-6 ΙΡΑΝΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΚΑΙ ΕΓΙΝΑ ΕΙΔΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΙΡΑΝ
Και 560 ταινίες να δει κανείς, δε θα καταλάβει πολλά για μια χώρα. Οι ταινίες είναι ταινίες και ΟΧΙ μαθήματα πατριδογνωσίας

8. ΣΤΟ ΙΡΑΝ ΦΟΡΑΝΕ ΜΠΟΥΡΚΑ
Η μπούρκα υπάρχει παραδοσιακά στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Το τυπικό ιρανικό ρούχο είναι το τσαντόρ, που είναι ένα μεγάλο πανί χωρίς ραφές που οι γυναίκες το τυλίγουν γύρω από το σώμα τους. Δεν είναι υποχρεωτικό να φοράει κανείς τσαντόρ: οι περισσότερες νέες γυναίκες φοράνε μαντήλα και μια ζακέτα (μαντό) που φτάνει περίπου μέχρι τα γόνατα. Και εννοείται, από κάτω παντελόνι.

9. ΦΟΒΑΜΑΙ ΝΑ ΠΑΩ ΣΤΟ ΙΡΑΝ ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ/ΛΟΓΩ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ/ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΑΣΥΝΟΔΕΥΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ
Οι χριστιανοί επισκέπτες δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα στο Ιράν. Δεν είμαι σίγουρη ότι το ίδιο ισχύει για τους εβραίους. Η θρησκευτική ομάδα που καταδιώκεται είναι οι Μπαχάι.
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις είναι σπάνιες στο Ιράν, αντίθετα με τις γειτονικές χώρες Πακιστάν και Αφγανιστάν. Γενικά το Ιράν είναι από τα πιο ασφαλή μέρη να ταξιδέψει κανείς
Οι «ασυνόδευτες» γυναίκες δεν έχουν ΚΑΝΕΝΑ πρόβλημα να κινηθούν στη χώρα. Σύμφωνα με το lonely planet το Ιράν είναι από τις πιο φιλικές στη γυναίκα μουσουλμανικές χώρες.

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Piremard va bagh-e sangi'ash [The Oldman and His Stone Garden] (2004) του Parviz Kimiavi


Ο «Γέρος κι ο Κήπος του από πέτρες» είναι ένα ντοκιμαντέρ που παρουσιάζει τον εντυπωσιακό «κήπο» που έφτιαξε ο κωφάλαλος βοσκός Darvish Khan Esfandiarpoor κρεμάζοντας πέτρες και κοτρόνες σε ξερά δέντρα. Τα πρώτα λεπτά της ταινίας βλέπουμε μια φανταστική ερμηνεία για το πώς άρχισε να φτιάχνεται ο κήπος, όταν ο Νταρβις Χαν είδε μια πέτρα να πέφτει από τον ουρανό. Είναι σκηνές από την ταινία Baghé sangui που είχε γυρίσει ο Κιμιαβι το 1976 με το ίδιο θέμα. Το 2004 ο αλαφροΐσκιωτος βοσκός που είναι περίπου 90 χρονών συνεχίζει να επεκτείνει τον κήπο του, τώρα πια με τη βοήθεια των εγγονών του, αφού δεν έχει τη δύναμη που είχε παλιότερα. Η σχέση του με τις πέτρες είναι παράξενη, και ο αφηγητής λέει ότι τους μιλάει, γιατί νιώθει μοναξιά, και γενικά προσπαθεί να τον παρουσιάσει σαν μυθική φιγούρα που όντας κουφός έχει το χάρισμα να αντιλαμβάνεται πράγματα που μένουν κρυμμένα από εμάς. Οι κάτοικοι του κοντινού χωριού διηγούνται ιστορίες για τα θαυμαστά κατορθώματα του, ιστορίες που μάλλον είναι ψεύτικες. Ο Νταρβις Χαν επικοινωνεί με άναρθρους ήχους και με χειρονομίες και η νύφη του ή οι εγγονές του μας τα μεταφράζουν. Υπάλληλοι για τον τουρισμό τον επισκέπτονται γιατί ο κήπος του έχει γίνει τουριστική ατραξιόν. Γενικά όλοι προσπαθούν να εξηγήσουν τι ήταν αυτό που ώθησε έναν αγράμματο και κωφάλαλο βοσκό να φτιάξει ένα τόσο πρωτότυπο έργο τέχνης. Φυσικά για μας αυτό θα μείνει μυστήριο, και το ντοκιμαντέρ αυτό μου άφησε μια πικρία για την αντιμετώπιση που έχει αυτός ο ανθρώπος.
Εδώ υπάρχει μια σκηνή από την ταινία του 76 που δείχνει τον Νταρβις Χαν να χορεύει έναν «δικό του» χορό:http://www.youtube.com/watch?v=FAISFy9sZL4


O Darvish Khan Esfandiarpoor πέθανε το 2007, ο κήπος του όμως υπάρχει ακόμα και βρίσκεται κοντά στην πόλη Sirjan στο νοτιοανατολικό Ιράν, αν και αμφιβάλλω ότι είναι εύκολο για έναν ξένο να κινηθεί σ' αυτήν την περιοχή.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Ο Κύκλος του Jafar Panahi και η ισλαμοφοβία


Dayereh (2000). Ο κύκλος είναι μάλλον η πιο διάσημη ταινία του Παναχί που πήρε μάλιστα το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας το 2000. Παρόλο που έχει αρκετές ομοιότητες με τις δυο προηγούμενες ταινίες του, όπως ότι εκτυλίσσεται στους δρόμους της Τεχεράνης όπου οι πρωταγωνίστριες ψάχνουν να βρουν κάτι, ενώ γύρω τους ακούγονται «τυχαίες» συζητήσεις περαστικών, έχει διαφορά στη σημασία της πλοκής και στον έντονο κοινωνικό προβληματισμό. Ενώ στο «Άσπρο Μπαλόνι» και τον «Καθρέπτη» βλέπουμε δυο μικρά κορίτσια να προσπαθούν να λύσουν ασήμαντα προβλήματα της καθημερινότητας, στον « Κύκλο» πρωταγωνίστριες είναι γυναίκες του περιθωρίου οι οποίες αγωνίζονται για την ελευθερία τους σε μια εχθρική προς αυτές κοινωνία. Οι δύο βασικές ηρωίδες είναι η Ναργκές με το εκφραστικό βλέμμα που έχει βγει από τη φυλακή με άδεια και προσπαθεί να το σκάσει για το χωριό της, και η Παρί που έχει δραπετεύσει και θέλει να κάνει έκτρωση παράνομα. Εκτός από αυτές γνωρίζουμε και άλλες γυναίκες. Χαρακτηριστικά η ταινία αρχίζει με το άνοιγμα ενός παραθύρου σε αίθουσα τοκετών και μια νοσοκόμα να φωνάζει τους συγγενείς της «Σολμάζ Γκολαμπί» και τελειώνει το βράδυ της ίδια μέρας με ένα αστυνόμο να ανοίγει το παραθυράκι ενός κελιού να ζητάει και πάλι τη Σολμάζ Γκολαμπί. Έτσι κλείνει ο κύκλος της φυλάκισης των γυναικών. Στην ταινία υπάρχουν πολλοί συμβολισμοί: ο κύκλος, ο γάμος, το τσιγάρο που είναι σύμβολο ελευθερίας, και καταφέρνει να το ανάψει με χίλιες δυσκολίες μια πόρνη στο δρόμο για τη φυλακή. Οι ιστορίες της κάθε ηρωίδας μένουν αποσπασματικές, ποτέ δεν μαθαίνουμε πώς κατέληξαν σ' αυτήν την κατάσταση. Τα πρόσωπα τους είναι ταλαιπωρημένα, με πρόωρες ρυτίδες, λαδωμένα μαλλιά, κι αυτό δίνει στην ταινία μια αυθεντικότητα που δε θα υπήρχε αν στη θέση τους έπαιζαν καλλίγραμμες και ανέκφραστες καλλονές, όπως συνηθίζεται.

Η ισλαμοφοβία. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν τέλειωσε η ταινία, όταν την πρωτοείδα στην εφηβεία μου, ήταν ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αυτές οι γυναίκες είναι «λογικά», αφού πρόκειται για φυγάδες και παράνομες. Όντως με μικρές τροποποιήσεις θα μπορούσε να έχει γυριστεί ο κύκλος σε όλες σχεδόν τις δυτικές πρωτεύουσες. Μήπως δεν υπάρχει σεξουαλική παρενόχληση στην Ελλάδα; Σε πόσες χριστιανικές χώρες επιτρέπεται η έκτρωση τον τέταρτο μήνα; Ή μήπως ξέρει κανείς ξενοδοχεία όπου μπορείς να μείνεις χωρίς να δώσεις ταυτότητα; Και οι αισθησιακές πόρνες που χαίρονται τη ζωή τους υπάρχουν μάλλον στον κινηματογράφο και όχι στην πραγματική ζωή. Και δεν στηρίζουν όλοι οι γονείς τα παιδιά τους που καταζητούνται απ' την αστυνομία. Κι αν δεν έχεις λεφτά δεν έχεις πολλές επιλογές πουθενά στον κόσμο. Πιστεύω όμως ότι στην ταινία δεν έχουν τόση σημασία οι προσωπικές ιστορίες της κάθε γυναίκας- εξάλλου δε μαθαίνουμε και πολλά πράγματα γι ' αυτές, αλλά λειτουργούν περισσότερο σαν σύμβολα καταπίεσης.
Είναι όμως και κάτι άλλο: οι καταστάσεις που περιγράφονται στον Κύκλο είναι υπερβολικές και δίνουν λάθος εικόνα για το Ιράν σε όσους -και είναι οι περισσότεροι- τις θεωρούν ρεαλιστικές. Οι γυναίκες στο Ιράν μπορούν να κυκλοφορήσουν ελεύθερα χωρίς συνοδεία. Το ίδιο και να ταξιδέψουν, παρά την περίεργη σκηνή όπου ο υπάλληλος δε δέχεται να πουλήσει εισιτήριο λεωφορείου σε ασυνόδευτη γυναίκα εκτός αν είναι φοιτήτρια (!). Το κάπνισμα δεν απαγορεύεται στις γυναίκες. Αν και η αλήθεια είναι ότι ένα κορίτσι από σπίτι δε θα κάπνιζε στο δρόμο. Και φυσικά οι Ιρανοί δε χωρίζουν τις γυναίκες τους επειδή γέννησαν κορίτσι!
Βέβαια είναι φυσικό ο σκηνοθέτης να παρουσιάζει κάποιες υπερβολές για να μιλήσει για την πραγματικά δύσκολη θέση της γυναίκας στο Ιράν, και για δημιουργήσει αυτή την ατμόσφαιρα καταδίωξης στην ταινία του, και δεν ευθύνεται ο Παναχί που ο κάθε ανίδεος δυτικός τα παίρνει όλα στην κυριολεξία. Και να ξαναχρησιμοποιήσω το παράδειγμα του Κυνόδοντα, που δεν περιγράφει κυριολεκτικά την ελληνική οικογένεια. Το πρόβλημα είναι ότι σε όσες κριτικές διάβασα- και διάβασα αρκετές-, οι άνθρωποι φαίνονται να πιστεύουν ότι όντως «έτσι είναι το Ιράν» κι ακόμα χειρότερα, και άσχετα με την πρόθεση του σκηνοθέτη έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα ισλαμοφοβίας και πιο συγκεκριμένα ιρανοφοβίας που έχει αρχίσει να μου τη δίνει. Δεν λέω ότι ο «Κύκλος» δημιούργησε αυτό το κλίμα, απλά έγινε αφορμή για πολλούς να επιβεβαιώσουν πόσο σκοταδιστικό είναι τελικά αυτό το Ισλάμ.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

3 ταινίες με πρωταγωνίστρια μια δυτική που επιστρέφει στις «τριτοκοσμικές» της ρίζες

Υπάρχουν πάρα πολλές ταινίες που παρουσιάζουν κάποιον όμορφο νέο με δυτική ανατροφή να επισκέπτεται την «τριτοκοσμική» χώρα καταγωγής του, για να βρει κάποιο συγγενή, ή γενικότερα για να γνωρίσει τη χώρα και που έτσι σιγά σιγά ανακαλύπτει τον πολιτισμό της. Αυτό το μοτίβο δίνει τη δυνατότητα στο δυτικό θεατή, γιατί σ' αυτόν απευθύνεται η ταινία, να ταυτιστεί με τον ήρωα, χωρίς όμως αυτός να είναι και «απλός τουρίστας». Κάποια καλή ψυχή βρίσκεται πάντα να εξηγήσει στον ήρωά μας τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του λαού του, κι επί τη ευκαιρία τις καταλαβαίνουμε κι εμείς οι άσχετοι. Προσωπικά προτιμώ να βλέπω ταινίες όπου οι άγνωστες αυτές χώρες δεν μας παρουσιάζονται σαν ζωολογικοί κήποι, πχ δε χρειάζεται σε κάθε ταινία από μουσουλμανική χώρα να μας φωνάζουν στη μούρη: εδώ οι δύστυχες γυναίκες είναι αναγκασμένες να φοράνε μαντήλα. Αυτός είναι κι ένας λόγος που μου αρέσει ο ιρανικός κινηματογράφος: το εξωτικό στοιχείο κρατιέται σε όρια.
Kandahar (2001) του Μαχμαλμπάφ. To Κανταχάρ είναι μια σημαντική ταινία γιατί έκανε το Μαχμαλμπάφ γνωστό στη δύση, αλλά ήταν και η πρώτη ταινία που ασχολήθηκε με το θέμα των Ταλιμπάν, σε μια εποχή που ειδήσεις για το Αφγανιστάν και τη θέση των γυναικών υπήρχαν μόνο στα ψιλά γράμματα των εφημερίδων. Περιγράφει το ταξίδι μιας καναδοαφγανής γυναίκας στο Αφγανιστάν, όπου προσπαθεί να βρει την αδερφή της για να την αποτρέψει από την αυτοκτονία. Η ιστορία βασίζεται στην αληθινή εμπειρία της Nelofer Pazira, που πρωταγωνιστεί στην ταινία παίζοντας τον εαυτό της. Δε ξέρω πώς γίνεται αυτό αλλά μου φάνηκε ότι δεν έπαιζε πολύ καλά το ρόλο της. Πρώτα απ' όλα μας μιλάει σε voice over στα αγγλικά που τα μιλάει πολύ αργά και χωρίς να χρωματίζει καθόλου τη φωνή της- το έψαξα πάντως και έτσι είναι ο τρόπος που μιλάει και στις συνεντεύξεις ακόμα. Στο ταξίδι αυτό αναγκάζεται να φορέσει μπούρκα, προσλαμβάνει ως οδηγό ένα αγόρι που μόλις το έχουν διώξει απ' το ιερατικό σχολείο, συναντάει παράξενους ανθρώπους, όπως έναν μαύρο αμερικάνο που προσποιείται το γιατρό, διακινδυνεύει τη ζωή της και στο τέλος συλλαμβάνεται από τους Ταλιμπάν.
Όπως συμβαίνει συχνά στις ταινίες του Μαχμαλμπάφ, το σενάριο παίζει μικρό ρόλο κι αυτό που μένει είναι οι εικόνες και μερικές σκηνές που θυμίζουν πολύ έντονα ντοκιμαντέρ. Η σκηνή που μου χει μείνει περισσότερο είναι στο ιατρείο στη μέση της ερήμου, όπου πολωνέζες γιατροί προσπαθούν να συνεννοηθούν με ένα πλήθος ανάπηρων αντρών που ζητάει τεχνητά πόδια, άλλος γιατί έχασε το πόδι του από νάρκη, άλλος για να το πουλήσει.

Salt of This Sea (2008) της Annemarie Jacir. Η Σοράγια μια νέα αμερικανίδα παλαιστινιακής καταγωγής, φτάνει στο Ισραήλ και αργότερα στη Δυτική Όχθη με σκοπό να ανακτήσει τα χρήματα που είχε καταθέσει ο παππούς της σε τράπεζα πριν αναγκαστεί να φύγει ως πρόσφυγας μετά τον πόλεμο του 48. Τα πράγματα δεν είναι όμως όπως τα περίμενε: όχι μόνο ο τραπεζικός λογαριασμός έχει «χαθεί» μετά τον πόλεμο, αλλά και η κοινωνία είναι απογοητευτική: υπάρχουν μεγάλες ταξικές διαφορές και κανένας δεν έχει διάθεση για αγώνα. Στη Ραμάλα γνωρίζει τον Εμάντ και τον πείθει να οργανώσουν μαζί μια ληστεία στην τράπεζα που της χρωστάει χρήματα, αλλά και να την ακολουθήσει στο Ισραήλ, όπου βρίσκεται το σπίτι του παππού της. Το δεύτερο μέρος της ταινίας είναι ένα road movie, όπου η Σοράγια ο Εμάντ κι ένας φίλος γυρίζουν στο Ισραήλ και το ζευγάρι προσπαθεί να χαρεί τον έρωτά του. Στο παλιό σπίτι του παππού στη Γιάφα συναντούν μια αριστερή ισραηλινή ακτιβίστρια υπέρ της ειρήνης, η οποία αν και φιλική, αρνείται να επιστρέψει το σπίτι στην εγγονή του παλιού ιδιοκτήτη.
Δυο πράγματα με ενόχλησαν στην ταινία. Πρώτα ο χαρακτήρας της Σοράγια που φέρεται σαν παιδί που της έχουν πάρει το παιχνίδι, και ενώ η ίδια έχει εξασφαλισμένο μέλλον στην Αμερική, έχει την απαίτηση από φτωχούς ανθρώπους να διακινδυνέψουν την ελευθερία τους για να ικανοποιήσουν το καπρίτσιο της. Και φυσικά ο τρόπος που η ταινία αντιμετωπίζει αυτή την αλαζονεία σαν κάτι ηρωικό. Το δεύτερο είναι ο χαρακτήρας του Εμάντ: είναι το αντίστοιχο της γκόμενας σε «αντρικές ταινίες»: υπερβολικά όμορφος- έχουμε την ευκαιρία να τον δούμε και γυμνό σε ένα ..μπλόκο ισραηλινών, ερωτεύεται την πρωταγωνίστρια και την ακολουθεί παντού. Αλλά γενικά δεν πρόκειται για ταινία χαρακτήρων, αλλά για πολιτική ταινία (προπαγάνδας;)

La fille de Keltoum (2001) του Mehdi Charef. Εδώ μια νέα με εντελώς ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά ελβετή φτάνει σε ένα απομονωμένο χωριό της Αλγερίας (δεν είμαι σίγουρη ότι είναι η Αλγερία), προσπαθώντας να βρει τη μητέρα της την Κελτούμ, η οποία πριν πολλά χρόνια την εγκατέλειψε δίνοντας την για υιοθεσία σε ζευγάρι ελβετών. Στο χωριό, αν μπορεί κανείς να το πει χωριό γιατί στην πραγματικότητα είναι σκόρπιες καλύβες συναντά τον παππού και την τρελή θεία της, και μαθαίνει ότι η μητέρα της δουλεύει σε μια παραθαλάσσια τουριστική πόλη. Έτσι η πρωταγωνίστρια με τη βοήθεια της θείας ταξιδεύει ως την πόλη αυτή και στο δρόμο γνωρίζουν όλες τις μορφές καταπίεσης της γυναίκας σε μια συντηρητική κοινωνία, αλλά και τις συγκρούσεις στρατού-επαναστατών. Μπορεί οι περιπέτειες τους να είναι η ενσάρκωση των φαντασιώσεων των δυτικών για το μουσουλμανικό κόσμο, με μάγισσες, χαμάμ, κλέφτες και διψασμένους για σεξ άντρες, αλλά αν αποφασίσει να το δει κανείς σαν σουρεαλιστικό παραμύθι, είναι όντως καλή ταινία και εγώ τουλάχιστον την παρακολούθησα με ενδιαφέρον ως το τέλος.
Περίεργο (αν και συνηθισμένο) είναι και το γεγονός ότι οι μισοί πρωταγωνιστές μιλάνε γαλλικά ακόμα κι αν υποτίθεται ότι είναι αμόρφωτοι χωριάτες. Επίσης, τώρα που το βλέπω, όταν έγραφα τον πρόλογο είχα στο μυαλό μου την κόρη της Κελτούμ..

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Hayat var (2008) και Beş Vakit (2006) του Reha Erdem

Hayat var. Μεταφράστηκε στα αγγλικά «My little sunshine» και το βρήκα με τον τίτλο «Μοναδική μου ηλιαχτίδα» στα ελληνικά. Τέλος πάντων, στα τούρκικα Hayat var σημαίνει «υπάρχει ζωή», ή μάλλον «η Χαγιάτ υπάρχει», γιατί Χαγιάτ, το όνομα της μικρής πρωταγωνίστριας σημαίνει ζωή. Όμως ο περίγυρός της μοιάζει να μην δίνει σημασία στην ύπαρξη της. Μένει σε ένα σπιτάκι στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης με τον πατέρα της και τον ασθματικό παππού της. Ο πατέρας της είναι μάλλον το μόνο άτομο για το οποίο έχει συναισθήματα η Χαγιάτ, αλλά κι αυτός είναι ανίκανος να της σταθεί πραγματικά στην κόρη του στη δύσκολη εποχή της εφηβείας της. Η δουλειά του είναι λαθρεμπόριο και μετακίνηση εκδιδόμενων γυναικών στα πλοία που έχουν αράξει στο Βόσπορο. Η μητέρα της έχει παντρευτεί έναν αχώνευτο αστυνόμο και μόλις έχουν αποκτήσει ένα γιο, τον οποίο φυσικά ζηλεύει η Χαγιάτ. Στο σχολείο την περιφρονούνε γιατί είναι ατημέλητη, και οι παρέες της είναι οι πόρνες που δουλεύουν με τον πατέρα της και μια γειτόνισσα της οποίας η τρυφερότητα προς το κορίτσι αγγίζει τα όρια του σαδισμού. Όμως παρόλο που η ιστορία είναι αρκετά καταθλιπτική, τα έντονα χρώματα, οι πανέμορφες εικόνες από το Βόσπορο, αλλά και το γεγονός ότι οι άνθρωποι χαίρονται τις μικρές χαρές της ζωής, δίνουν μια αισιοδοξία στην ταινία.
Διαφωνώ λίγο με το τέλος , που δε διαφέρει ιδιαίτερα από άλλες ταινίες ενηλικίωσης με ήρωες κορίτσια. Κατά τα άλλα είναι ακόμα μια απ' τις αγαπημένες μου ταινίες.

Beş Vakit ή «πέντε εποχές», στα αγγλικά «Times and Winds», στα ελληνικά «Το πέρασμα του χρονου». Εδώ περιγράφεται η σχέση τριών παιδιών που μεγαλώνουν σε ένα χωριό της επαρχίας με τους πατεράδες τους. Ένα από αυτά τα παιδιά το υποδύεται η Elit İşcan, που δυο χρόνια αργότερα έπαιξε  στο Hayat var. Τα άλλα δύο είναι αγόρια, από τα οποία το ένα θέλει να σκοτώσει τον πατέρα του, για άγνωστο λόγο αφού φαίνεται αρκετά φιλικός, ίσως από ζήλια για το αδερφάκι του, και το άλλο υποφέρει από τη βιαιότητα του πατέρα του- κάποια στιγμή ρωτάει τη μητέρα του: «Γιατί σε έδωσαν σ' αυτόν τον κακό άνθρωπο;». Η Yildiz όμως υπεραγαπά τον πατέρα και μισεί τη μητέρα της, και βλέπει κι αυτή με μισό μάτι το νεογέννητο αδερφάκι της. Τα παιδιά, μαζί με συνομηλίκους τους περνούν τον καιρό τους στα κτήματα ή στο σπίτι, δυσαρεστημένα με τη ζωή τους. Οι μητέρες βρίσκονται στο παρασκήνιο. Ο κόσμος των ενηλίκων είναι σκληρός και άδικος, πνίγει τα παιδιά.
Το Beş Vakit είναι ακόμα μια αγαπημένη μου ταινία που δείχνει τη σκληρότητα που κρύβεται πίσω από ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, μια  απεικόνιση της τουρκικής επαρχίας, που διαφέρει αρκετά από το «Μέλι» του Καπλάνογλου.

Και να πω ότι και το μέλι είναι από τις αγαπημένες μου ταινίες, και με μεγάλη μου χαρά έχω ανακαλύψει τρεις νέους τούρκους σκηνοθέτες (Ερντέμ, Καπλάνογλου, Τσεϊλάν) που γυρίζουν ακριβώς το είδος των ταινιών που λατρεύω.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Bab’Aziz (2005) του Nacer Khemir


Το «Bab’Aziz» είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας του Τυνήσιου Nacer Khemir για τον ισλαμικό μυστικισμό. Διάφορες ομάδες από σούφι αλλά και άλλους ανθρώπους διασχίζουν την έρημο για να φτάσουν στον τόπο συνάντησης των δερβίσηδων απ 'όλον τον κόσμο, έναν τόπο που το ακριβές του σημείο δεν είναι γνωστό στον πρωταγωνιστή. Οι άνθρωποι που συναντάμε διηγούνται διαφορετικές ανολοκλήρωτες ιστορίες που σκοπό έχουν να φωτίσουν το νόημα του σουφισμού. Δε θα πω πολλά για την ταινία γιατί πιστεύω ότι πρόσφερε μια επιφανειακή και ωραιοποιημένη παρουσίαση του πολύ ενδιαφέροντος φαινομένου του μυστικισμού στο ισλάμ, έτσι που να θυμίζει κίνημα new age. Παίζει και η Γκολσιφτέ Φαραχανί, το οποίο δε βελτίωσε την άποψη μου για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Όμως, το σημαντικότερο για μένα ήταν η μουσική που ακούγεται στην ταινία,- το σάουντρακ είναι διαθέσιμο κι αυτό στο διαδίκτυο- που είναι όσο τουλάχιστον κατάλαβα μελοποιήσεις παλιών ποιημάτων. Πραγματικά αξίζει να δει κανείς το μπαμπ αζίζ μόνο και μόνο για τη μουσική.
Το αγαπημένο μου τραγούδι είναι το ποίημα των τριών πεταλούδων του Attar που το τραγουδάει ο Salar Aghili: http://www.youtube.com/watch?v=irk6XTcxVkI
Μια πρόχειρη μετάφραση στα ελληνικά (στην ταινία η μετάφραση είναι κάπως διαφορετική και ετεροχρονισμένη) :

Όλοι στην πραγματικότητα είμαστε τρεις πεταλούδες
μύθοι στον κόσμο των ερωτευμένων
Η πρώτη πλησίασε το κερί
Είπε: «Τώρα κατάλαβα το νόημα του έρωτα»
Η δεύτερη φτερούγισε κοντά στη φλόγα
Είπε: «Τώρα κάηκα στη φωτιά του έρωτα»
Η τρίτη έπεσε μέσα στη φωτιά
Αι, αι, αυτό είναι το νόημα του έρωτα

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Hatalyan [The Hangman] (2010) της Netalie Braun

Ο «δήμιος» αυτού του ισραηλινού ντοκιμαντέρ είναι ο γιεμενίτης Shalom Nagar, ο σωφρονιστικός υπάλληλος που εκτέλεσε τον Άντολφ Άιχμαν το 1962 και που τώρα εργάζεται ως σφαγέας κασέρ. Τα επαγγέλματα αυτά με έκαναν να περιμένω ένα πολιτικό σχόλιο για το μεσανατολικό, την εκδίκηση, τη θανατική ποινή, και ένα σκληρό άνθρωπο. Από τα πρώτα λεπτά της ταινίας όμως, όπου ο ηλικιωμένος Σαλόμ σφάζει μια κότα, είναι αδύνατο να μην τον συμπαθήσεις. Είναι από τους πιο καλόκαρδους και σοφούς χαρακτήρες που έχω δει σε ταινία, ένα είδος ανθρώπου που δύσκολα μπορεί να το εφεύρει σεναριογράφος. Ο Σαλόμ περιγράφει με το δικό του ξεχωριστό τρόπο την εκτέλεση του Άιχμαν, αλλά και άλλα γεγονότα σημαντικά για το Ισραήλ των οποίων χωρίς να το θέλει έγινε μάρτυρας. Το ντοκιμαντέρ δεν είναι σε μορφή συνεντεύξεων, αντίθετα παρακολουθούμε τον Σαλόμ να συζητάει με τη γυναίκα του, με φίλους, πελάτες και πρώην συναδέλφους, τον βλέπουμε να σφάζει ζώα, να κλαίει στην κηδεία του γιου του, να συμμετέχει σε θρησκευτικές γιορτές. Ο τρόπος που σκέφτεται είναι πρωτότυπος, φαινομενικά αφελής, βασικά μου θυμίζει τους γέρους απ' το χωριό μου που οι απόψεις τους μοιάζουν να μην έχουν επηρεαστεί από τίποτα που έχει γραφτεί στα βιβλία. Για παράδειγμα κάποια στιγμή λέει ότι οι εβραίοι φταίνε κι οι ίδιοι για πολλά κακά που τους έχουν συμβεί, κι ενώ περιμένει κανείς ιστορίες για εποίκους και λάθος πολιτικές αποφάσεις, αυτός εννοεί το βιβλικό Μαρδοχαίο που δεν υποκλινόταν στον Αμάν, και τον Ιησού που ήταν κι αυτός εβραίος και τόσους μπελάδες δημιούργησε. Για όλους τους ανθρώπους νιώθει συμπόνοια, ακόμα και για τους τρομοκράτες φυλακισμένους στη Χεβρώνα, ακόμα και για τον Άιχμαν.
Η Netalie Braun είπε ότι ήθελε να τον παρουσιάσει σαν έναν ισραηλινό Φόρεστ Γκαμπ, που άθελα του βρίσκεται στο κέντρο σημαντικών ιστορικών γεγονότων, αλλά και σαν τον μάντη Τειρεσία, που ενώ είναι τυφλός έχει τη μεγαλύτερη σοφία απ' όλους. Και όντως κάπως έτσι παρουσιάζεται ο Σαλόμ σ' αυτό το ντοκιμαντέρ, αν και η σύγκρισή με το Φόρεστ Γκάμπ αδικεί αυτή την ταινία που είναι από τις πιο ωραίες ταινίες που έχω δει πρόσφατα, κι ας είναι ντοκιμαντέρ.

Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

Δυο τουρκικές ταινίες για τις δαιμονικές δυνάμεις του χρήματος



Το Kaç Para Kaç (1999) του Reha Erdem διαδραματίζεται σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης στην Τουρκία όταν οι παλιές ακόμα τουρκικές λίρες έχαναν συνέχεια την αξία τους λόγω του πληθωρισμού. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα όλοι στην ταινία να μιλάνε για τα χρήματα. Κυριολεκτικά όλες οι συζητήσεις αφορούν ή τουλάχιστον καταλήγουν στα χρήματα: οι τιμές, οι μισθοί, το κέρδος, ο πληθωρισμός, το ρίσκο, η συνεχής υποτίμηση του νομίσματος, η κλοπή, τα υλικά αγαθά, η σχέση του κάθε ανθρώπου με τα χρήματα είναι τα μόνα θέματα που φαίνεται να ενδιαφέρουν τους ανθρώπους σε βαθμό μάλιστα που αρχίζει να κουράζει. Ο πρωταγωνιστής, ιδιοκτήτης καταστήματος με πουκάμισα βρίσκει τυχαία μια τσάντα με δολάρια που ξέχασε στο ταξί ο προηγούμενος πελάτης, κι αυτό αλλάζει τη ζωή του. Αντί να χαρεί όμως, τα δολάρια του προκαλούν άγχος, αρχίζει να φοβάται ότι θα τα κλέψουν, έχει τύψεις αλλά σιγά σιγά γίνεται αλαζονικός, και τα κλεμμένα χρήματα του γίνονται εμμονή.
Δε μου άρεσε ιδιαίτερα ο τρόπος που ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τη «μετάλλαξη» του έντιμου και καθώς πρέπει οικογενειάρχη σε άπληστο και φοβισμένο ανθρωπάκο. Επίσης η σχέση του με την οικογένεια του και με τη γειτόνισσα παρουσιάζονται λίγο σχηματικά, υπάρχουν και κάποιες πράξεις του πρωταγωνιστή που είναι αψυχολόγητες. Αλλά και το νόημα, ότι δηλαδή το χρήμα διαφθείρει και κυριεύει την ψυχή του ιδιοκτήτη, μου φαίνεται απλοϊκό, και το τέλος είναι προβλέψιμο. Υπάρχουν όμως μερικές ωραίες σκηνές, όπως το κυνηγητό των τριών κλεφτών στο καραβάκι του Βοσπόρου, και σε αρκετές στιγμές γέλασα με το χιούμορ της ταινίας, που όμως άλλες φορές ήταν τετριμμένο και «τηλεοπτικό».
Ήταν αρκετά ευχάριστο στην παρακολούθηση αλλά δυο άλλες ταινίες του Ερντέμ, το Beş Vakit  και το Hayat var  μου άρεσαν πολύ (πάρα πολύ) περισσότερο.

Στο Takva (2006) του Özer Kızıltan υπάρχει λιγότερο χιούμορ και περισσότερη κριτική όχι τόσο στις ψυχοφθόρες ιδιότητες του χρήματος, όσο στις δομές των θρησκευτικών οργανώσεων. Μία από τις πρώτες σκηνές της ταινίας δείχνει τον ταπεινό Μουχαρέμ έναν «καλόκαρδο αλλά όχι ιδιαίτερα έξυπνο» πιστό μουσουλμάνο να λαμβάνει μέρος σε μια εντυπωσιακή τελετή στο τζαμί ενός τάγματος δερβίσηδων. Δεν είμαι σίγουρη τι είδους τάγμα είναι -πάντως δε στροβιλίζονται, αλλά φτάνουν σε έκσταση κινούμενοι ρυθμικά και ομοιόμορφα. Εξάλλου δεν έχουν τόση σημασία οι θρησκευτικές ιδιαιτερότητες της ομάδας, η ίδια ταινία θα μπορούσε να αφορά μια χριστιανική αίρεση, τους πιστούς ενός γκουρού, ή ένα θιβετιανό μοναστήρι. Το σημαντικό είναι ότι το τάγμα της ταινίας έχει απήχηση στον απλό λαό και είναι γενικά σεβαστό στην κοινωνία. Ο μικρόκοσμος όπου ζει ο πρωταγωνιστής μοιάζει να μην έχει επηρεαστεί από τον μοντέρνο πολιτισμό, ο ίδιος ενώ γύρω στα σαράντα-πενήντα δουλεύει ως παιδί για όλες τις δουλειές σε μια παραδοσιακή γειτονιά της Κωνσταντινούπολης. Όλα αλλάζουν όταν ο ηγέτης του τάγματος του αναθέτει να παραλαμβάνει το ενοίκιο από τα διάφορα ακίνητα που τους ανήκουν. Ο Μουχαρέμ συναντάει έναν κόσμο αμαρτίας και απληστίας, οι σεξουαλικές του φαντασιώσεις γίνονται εντονότερες, ενώ τα χρήματα με τα οποία έρχεται σε επαφή δοκιμάζουν την πίστη του. Παράλληλα η νέα του θέση, του φέρνει περισσότερο σεβασμό και κύρος, κι όλα αυτά μαζί δεν είναι σε θέση να τα χειριστεί.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν φταίει το χρήμα ή αν η ιδέα που πρεσβεύει η οργάνωση είναι από μόνη της προβληματική. Κάποια στιγμή η κάμερα στέκεται στο πορτραίτο του Κεμάλ που βρίσκεται στο μαγαζί όπου δουλεύει ο πρωταγωνιστής, ίσως η ταινία θέτει το ερώτημα προς τα που βαδίζει η Τουρκία.
Πάντως το Takva δε μου άρεσε ιδιαίτερα: έχω την αίσθηση ότι κι εδώ το θέμα παρουσιάζεται επιδερμικά και δεν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον στη σκηνοθεσία. Επίσης οι σκηνές με τις ερωτικές φαντασιώσεις θα μπορούσαν να λείπουν.
Τις ταινίες τις θυμήθηκα γιατί ο κόσμος γύρω μου έχει αρχίσει να συζητάει επικίνδυνα μόνο για τα λεφτά.


Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Désengagement (2007) του Amos Gitai

Όπως έχω ξαναγράψει, Ο Amos Gitai δε μου αρέσει ιδιαίτερα, κι ένας από τους λόγους είναι ότι στις ταινίες του κάνει «προπαγάνδα» των πολιτικών του ιδεών και χρησιμοποιεί σκηνές που σοκάρουν με άκομψο τρόπο.  Παρ' ολ' αυτά το Désengagement που στα ελληνικά το βρήκα με τον τίτλο «Βίαιη Απόσυρση» μου κανε αρκετά καλή εντύπωση, και η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι σίγουρη γιατί. Το θέμα της είναι η όντως βίαιη απόσυρση των ισραηλινών εποίκων από τη Γάζα που έγινε το 2005 επί πρωθυπουργίας Σαρόν και η οποία, αν κατάλαβα καλά, ήταν αμφιλεγόμενη στο Ισραήλ.
Η ταινία ξεκινά με έναν ισραηλινό να γνωρίζει σε ένα τρένο στην Ευρώπη μια παλαιστίνια- που δεν είναι άλλη από τη συνήθη ύποπτη Hiam Abbass- και αφού αρχίσουν μια φιλική (και απλοϊκή) συζήτηση γύρω από τα έθνη τους, ανταλλάσσουν ένα παθιασμένο φιλί. Μετά αυτός φτάνει στη Γαλλία στο σπίτι του θετού πατέρα του που μόλις έχει πεθάνει, κι εκεί συναντάμε την εκκεντρική αδερφή του Ανα (Juliette Binoche) , η οποία περιφέρεται αμέριμνη στο σπίτι και γενικά κάνει διάφορα αλλόκοτα πράγματα. Αυτή η ανάλαφρη, σουρεαλιστική και γεμάτη ερωτισμό ατμόσφαιρα αλλάζει εντελώς στο δεύτερο μέρος της ταινίας , όπου η Ανα αναγκάζεται να πάει στη Γάζα για να συναντήσει την ..κόρη της, που είναι έποικος στη Γάζα, μάλιστα έχει περάσει εκεί όλη της τη ζωή, και δεν έχει δει ποτέ τη μητέρα της (την παίζει η επίσης συνήθης ύποπτη Dana Ivgy). Στο Ισραήλ υπάρχει παντού εκνευρισμός, κανένας δεν καταφέρνει να συνεννοηθεί, οι άνθρωποι συχνά έρχονται στα χέρια. Εδώ η Ανα μοιάζει χαμένη σε μια μια χαοτική κατάσταση, όπου οι θρήσκοι και εθνικιστές έποικοι τραγουδάνε, προσεύχονται και προσπαθούν να αντισταθούν όπως μπορούν στη βία της αστυνομίας και του στρατού, που γκρεμίζει τα σπίτια τους. Μέσα από τα χαρακτηριστικά μεγάλης διάρκειας πλάνα βλέπουμε παιδιά να κλαίνε, άντρες και γυναίκες να σέρνονται με τη βία στα λεωφορεία, ενώ μπροστά τους η περιουσία τους καταστρέφεται. Σίγουρα μια εικόνα που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Όμως έτσι γίνεται κατανοητό το παράλογο του πολέμου, όπου δεν είναι σίγουρο ποιοι είναι τελικά οι κακοί.
Είναι ενδιαφέρον ότι οι μόνοι άραβες που παρουσιάζονται  εκτός απ' την Αμπας είναι φιλειρηνικοί διαδηλωτές, ανάμεσα στους οποίους ένας ηλικιωμένος κύριος απαγγέλει ένα πατριωτικό ποίημα.
Δε ξέρω γιατί μου άρεσε αυτή η ταινία, ίσως το πρώτο της μέρος μου ξύπνησε αναμνήσεις από γαλλικές ταινίες με περίεργους χαρακτήρες και παρηκμασμένους αριστοκράτες μέσα σε παλιές επαύλεις. Και το δεύτερο μέρος είναι από μόνο του αρκετά ενδιαφέρον.

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

Τρεις ιρανικές ταινίες με κοινό θέμα τα χαλιά


Gabbeh (1996) του Mohsen Makhmalbaf

Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, φτάνει σε ένα ποτάμι, όπου πλένουν το χαλί τους. Η γυναίκα είναι ντυμένη με ένα γαλάζιο παραδοσιακό φόρεμα, και ο άντρας της, για άγνωστο λόγο μιλάει τραγουδιστά. Το χαλί που πλένουν λέγεται γκαμπέ (γκιαμπέ) και είναι ένα παραδοσιακό είδος χαλιού, σχετικά πιο απλό από τα συνηθισμένα περσικά χαλιά. Αυτό το χαλί λοιπόν παίρνει μαγικά τη μορφή μιας νέας όμορφης γυναίκας, ντυμένης σαν την γριά, και η οποία αρχίζει να διηγείται την ιστορία της. Ανήκει σε μια φυλή νομάδων και είναι λυπημένη γιατί ο πατέρα της δεν την αφήνει να παντρευτεί τον άντρα που αγαπά, έναν καβαλάρη που τους ακολουθεί από μακριά. Έτσι αρχίζει αυτή η ταινία και στη διάρκεια της βλέπουμε κυρίως την καθημερινή ζωή των νομάδων, τις φάσεις που περνάει η ζωή τους (γάμος, γέννηση, θάνατος,) και οι οποίες αποτυπώνονται στα χαλιά που φτιάχνουν. Παράλληλα υπάρχουν και σκηνές ενός περιπλανώμενου δασκάλου που προσπαθεί να διδάξει τα παιδιά που δεν έχουν τη δυνατότητα να πάνε σχολείο. Διάβασα ότι για το Γκαμπέ, ο Μαχμαλμπάφ, εμπνεύστηκε από τον Παρατζάνοφ, αλλά εκτός από το θέμα των χαλιών που υπάρχει στο Χρώμα του Ροδιού, το ενδιαφέρον για τις παραδοσιακές κουλτούρες, ίσως και κάποιες σκηνές (η μικρή που χάνει την κατσίκα) ή το περίεργο μοντάζ(;), δε βρήκα μεγάλες ομοιότητες με το έργο του Παρατζάνοφ. Ο Μαχμαλμπάφ έχει το δικό κάπως αναρχικό και φαινομενικά τουλάχιστον πρόχειρο στιλ σκηνοθεσίας. Μπορεί το σενάριο να είναι κάπως κοινότυπο -όλες οι ταινίες γύρω από παραδοσιακές κοινωνίες επικεντρώνονται σε γάμους, κηδείες και άλλες εξωτικές τελετές- αλλά το Γκαμπέ έχει πολύ ωραία σκηνοθεσία και πανέμορφες εικόνες, είναι ένας ύμνος στα χρώματα.




Dokhtaran-e khorshid [ Daughters of the Sun] (2000) της Maryam Shahriar
 
Η αλήθεια είναι ότι οι Κόρες του Ήλιου μου θύμισαν περισσότερο τον Παρατζάνοφ, μια που το φερε η κουβέντα, ειδικά στα πρώτα λεπτά με τα σύντομα πλάνα όπου η κάμερα δεν το κουνάει από τη θέση της, ίσως και λόγω της μουσικής. Η ιστορία είναι σχετικά συνηθισμένη: ένα κορίτσι, η Αμανγκολ μεταμφιέζεται σε αγόρι για να πιάσει δουλειά ως μαθητευόμενη σε μια (ας το πούμε) βιοτεχνία χαλιών. Εδώ η δημιουργία των χαλιών παίζει κεντρικότερο ρόλο και δεν έχει τη ρομαντική και φολκλορική χροιά που βρίσκουμε στο Γκαμπέ. Αντίθετα, η πρωταγωνίστρια και τα υπόλοιπα κορίτσια που δουλεύουν μαζί της, αυτές όμως χωρίς να είναι ντυμένες αγόρια, υποφέρουν από τις σκληρές συνθήκες εργασίας. Μια από αυτές ερωτεύεται την Αμανγκόλ χωρίς να ξέρει το πραγματικό φύλο της (ή μήπως το χει καταλάβει;) και η Αμανγκόλ φαίνεται να ανταποκρίνεται ή μπορεί απλά να την συμπαθεί. Ίσως και λόγω λογοκρισίας το θέμα δε γίνεται ποτέ σαφές. Το στιλ της Σαριάρ είναι αρκετά λιτό, χωρίς μελοδραματισμούς και με αρκετούς συμβολισμούς σε μια πολύ μουντή και καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα ταινία και δυστυχώς η σκηνοθέτισσα δεν έχει ξαναγυρίσει άλλη, άγνωστο γιατί.




Kaze no jûtan [The wind carpet] (2003) του Kamal Tabrizi

Σ'αυτήν την ταινία ένα γιαπωνέζος με την κόρη του πηγαίνουν στο Ιράν, και μάλιστα στο Εσφαχάν για να παραλάβουν ένα χαλί που έχουν παραγγείλει. Συμβαίνουν διάφορα αστεία περιστατικά που έχουν σχέση με τις υποτιθέμενες διαφορές περσικού-γιαπωνέζικου πολιτισμού. Το κοριτσάκι βρίσκει όπως είθιστε ένα αγοράκι με το οποίο γίνονται φίλοι , και φυσικά ερωτεύονται. Η διαδικασία της δημιουργίας του χαλιού περιγράφεται εδώ με περισσότερες λεπτομέρειες από τις άλλες ταινίες, και ίσως να παρουσιάζονται πραγματικοί επαγγελματίες, γιατί παρατήρησα οτι κάποιοι έδεναν τους κόμπους πολύ γρήγορα. Νομίζω οτι σκοπός του σκηνοθέτη ήταν να δείξει ακριβώς τα χαλιά αλλά και άλλλες πολιτισμικές ιδιαιτερότητες τις χώρας του, αφού υπάρχει και ξενάγηση στο Εσφαχάν, αλλά και ανακαίνιση παλατιών και φυσικά ένας γάμος. Για μένα είχε αρκετό ενδιαφέρον , αλλά νομίζω οτι προορίζεται μάλλον για τα παιδιά.

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Τα βραβεία Gaudí, η άνθηση του καταλανικού κινηματογράφου και η μιζέρια που hi παρατηρώ


Από το 2009 που δημιουργήθηκαν, τα βραβεία Gaudí δίνονται από τη νεοσύστατη Ακαδημία του Καταλανικού Κινηματογράφου σε καταλανικές παραγωγές. Υπάρχουν δυο βραβεία καλύτερης ταινίας, ένα για ταινίες σε καταλανική γλώσσα και ένα για ταινίες σε ..μη καταλανική γλώσσα, και από μόνο του το γεγονός είναι αρκετά αστείο, για να μην πω τραγικό. Ας σχολιάσω λοιπόν τις 3 ως τώρα ταινίες που έχουν βραβευτεί με το βραβείο ταινίας σε καταλανική γλώσσα  (Premi Gaudí a la millor pel·lícula en llengua catalana)

2009: El cant dels ocells του Albert Serra, ή αγγλιστί Birdsong. Το «Τραγούδι των Πουλιών» που συμμετείχε το 2008 στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες είναι μια ταινία για σκληροπυρηνικούς σινεφίλ, και περιγράφει την πορεία των τριών μάγων μέχρι να συναντήσουν το μικρό Ιησού και μετά την πορεία του γυρισμού. Αυτή η πορεία καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, υπάρχουν ελάχιστοι διάλογοι, αν και όσοι υπάρχουν, εγώ τουλάχιστον τους βρήκα καταπληκτικούς, και εκτός βέβαια από το προσκύνημα δεν γίνεται κανένα αξιοπρόσεκτο γεγονός. Ο Αλμπέρτ Σέρρα είπε ότι τον ενδιέφερε να δείξει την κίνηση των σωμάτων στο τοπίο, κι αυτό βλέπουμε κι εμείς: τρία σώματα να κινούνται αργά σε πανέμορφα τοπία της Ισλανδίας. Τα πλάνα είναι μακρινά και αργόσυρτα, η κάμερα ελάχιστα κινείται. Εγώ τη λάτρεψα, οι πολλοί όμως δεν ενθουσιάστηκαν (καθόλου).

2010: Tres dies amb la família της Mar Coll, Οι «Τρεις μέρες με την οικογένεια» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Mar Coll, όπου η Λέα, μια φοιτήτρια που σπουδάζει στη Γαλλία επιστρέφει στην Καταλονία για την κηδεία του παππού της. Έτσι σιγά σιγά παρουσιάζονται τα προβλήματα στην πολύγλωσσης της οικογένεια, αλλά και σε όλο το σόι που μαζεύεται για τρεις μέρες . Υπάρχουν όλα τα συστατικά που βρίσκει κανείς σε αυτού του είδους τα οικογενειακά δράματα: υποκρισία, κριτική στο «μεσοαστισμό», έλλειψη επικοινωνίας, υπάρχει ακόμα και η κόρη που έχει γίνει το μαύρο πρόβατο επειδή έγραψε ένα μυθιστόρημα με θέμα την πραγματική ιστορία της οικογένειας. Ευτυχώς όμως εδώ δεν αποκαλύπτεται κανένα σκοτεινό μυστικό (πχ αιμομιξία που είναι και της μόδας) , ούτε γίνεται κάτι συνταρακτικό, βλέπουμε απλά να ξεδιπλώνονται οι χαρακτήρες των ανθρώπων, οι σχέσεις τους, και παρουσιάζεται η έλλειψη οράματος από τη νέα γενιά. Οι διάλογοι είναι ρεαλιστικοί, οι χαρακτήρες οικείοι, οι ηθοποιοί παίζουν καλά, σε κάνουν να νοιάζεσαι γι ' αυτούς. Χωρίς να είναι κάτι το ιδιαίτερο, είναι αξιοπρεπής ταινία, και δίνει πολλές ελπίδες για την εξέλιξη της σκηνοθέτισσας. Εγώ θα προτιμούσα να έχει λίγο μεγαλύτερη διάρκεια. Επίσης μεγάλο μέρος των διαλόγων γίνεται στα ισπανικά, ένα ενοχλητικό στοιχείο που βρίσκω σε πολλές καταλανικές ταινίες.

2011: Pa Negre του Agustí Villaronga. Για το «Μαύρο Ψωμί» είχα διαβάσει διθυραμβικές κριτικές στον καταλανικό τύπο, και είχα μεγάλες προσδοκίες. Άρχισα να ψυλλιάζομαι ότι κάτι δεν πάει καλά όταν έμαθα ότι έκανε θραύση στα βραβεία Γκόγια, όπου συχνά βραβεύονται ταινίες κάτω του μετρίου (Camino, Celda 211). Πρόκειται για ένα δράμα, που εκτυλίσσεται στα χρόνια λίγο μετά τον εμφύλιο, ιδωμένο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, του Αντρέου, κι έτσι ανήκει σε ένα είδος αρκετά δημοφιλές στην Ισπανία (El laberinto del fauno, La lengua de las mariposas, El espinazo del diablo, και βέβαια El Espíritu de la Colmena). Το σενάριο βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του καταλανού συγγραφέα Emili Teixidor, ή καλύτερα σε τρία μυθιστορήματα του ιδίου κι αυτό φαίνεται στο αποτέλεσμα: υπάρχουν άπειρα πρόσωπα με απίθανα χαρακτηριστικά να συνδυάζονται στην προσωπικότητα του καθενός. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας γίνεται ένας βομβαρδισμός από αποκαλύψεις, ανατροπές, εξελίξεις και άλλα τέτοια που απεχθάνομαι, και το χειρότερο είναι ότι όλες είναι προβλέψιμες, γιατί η ίδια η ταινία σε προϊδεάζει γι' αυτό που θα συμβεί. Επίσης επαναλαμβάνεται το ίδιο μοτίβο: ο Αντρέου ξυπνά τη νύχτα και ακούει τις κρυφές συζητήσεις των μεγάλων, μερικές φορές τις ακούει τυχαία και τη μέρα. Βέβαια αυτό ήταν απ' ότι κατάλαβα και ο σκοπός του συγγραφέα, να δείξει το πως επιδρούν στον ψυχισμό των «αθώων» παιδιών οι πράξεις των ενηλίκων, ακόμα κι αν εκείνοι πιστεύουν ότι τα παιδιά τίποτα δεν καταλαβαίνουν.
Λοιπόν αφού είδα την ταινία, ξαναδιάβασα με μεγαλύτερη προσοχή τις κριτικές: αυτό που τους χαροποιούσε όλους ήταν ότι επιτέλους γυρίστηκε μια εμπορική ταινία στην καταλανική γλώσσα. Προς τι η χαρά όμως; ακόμα κι αν τα πήγε καλά εμπορικά, διανεμήθηκε μεταγλωττισμένη στα ισπανικά (ακόμα και στο ιντερνετ δύσκολα βρίσκεις «κόπια» με τον πρωτότυπο ήχο), πιθανώς έχουν αλλάξει και τα ονόματα, και πάω στοίχημα ότι κανένας δεν αντιλήφθηκε ούτε καν ότι πρόκειται για την Καταλονία. Κι εδώ είναι που βλέπω μια μιζέρια, που την βρίσκει κανείς εύκολα σε μικρές «χώρες», και φυσικά και στην Ελλάδα: να πανηγυρίζουν κριτικοί και φίλοι του κινηματογράφου γιατί κατάφερε μια ντόπια μεν, μετριότατη δε, ταινία να αποκτήσει εμπορική επιτυχία.
Τελικά καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί ο Αλμπερτ Σέρρα δε χάρηκε και πολύ που πήρε το πρώτο βραβείο Γκαουντί το 2009. Όσο για την Καταλονία, ούτε ο κινηματογράφος, ούτε το θέατρο, ούτε καμιά άλλη τέχνη θα την κάνει γνωστή στον κόσμο, κι αν δεν υπήρχε η Μπάρτσα, δε θα την ήξερε κανείς.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Jazireh ahani [Iron Island] (2005) του Mohammad Rasoulof



Άλλη μια σουρεαλιστική ταινία με φόντο τον Περσικό κόλπο. Εδώ παρακολουθούμε έναν «καπετάνιο» που έχει βρει ένα εγκαταλειμμένο πετρελαιοφόρο στη θάλασσα και νοικιάζει το χώρο σε φτωχούς ανθρώπους υποσχόμενός τους ότι θα τους βοηθήσει να φτιάξουν τη ζωή τους στο πλοίο. Ο καπετάνιος το έχει οργανώσει έτσι ώστε να είναι σχετικά επαρκές, υπάρχει ακόμα και σχολείο για τα παιδιά, μια κατσίκα και τηλεφωνική υπηρεσία. Οι άντρες δουλεύουν γι'αυτόν, πουλώντας τα σίδερα που βγάζουν από το πλοίο και κάνοντας ποιός ξέρει τί άλλες δουλειές, και μ'αυτόν τον τρόπο πληρώνουν το νοίκι τους και τα έξοδα τους. Ο καπετάνιος αν και φαίνεται πως νοιάζεται για τους ανθρώπους του, στην πραγματικότητα δε χαρίζει τίποτα (ότι τους δώσει το σημειώνει στο τεφτέρι του), και προσπαθεί να βγάλει απ'τη μύγα ξύγκι. Κανονίζει ακόμα και τους γάμους των παιδιών τους, όλα με χρηματικό όφελος. Παράλληλα τους απαγορεύει να έχουν τηλεόραση ή άλλο μέσο επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο που να μην το ελέγχει ο ίδιος. Όμως αυτός ο καταπιεστής παρουσιάζεται σχεδόν συμπαθητικός από το Rasoulof. Πρόκειται ξεκάθαρα για μια πολιτική αλληγορία, όπου βλέπουμε τον «απλό λαό» να πιστεύει με μεγάλη αφέλεια και να υπακούει τυφλά σε έναν άνθρωπο, εξαιτίας της φτώχειας (η αλήθεια είναι ότι δε φαίνεται να 'χουν πολλές εναλλακτικές), της αμάθειας, αλλά και της προσωπικής γοητείας που έχει κάθε κλασικός δικτάτορας.
Υπάρχει και η παράνομη αγάπη ενός εφήβου για ένα κορίτσι που μάλλον δεν του έχει μιλήσει ποτέ και το οποίο ετοιμάζεται να παντρευτεί αυτόν που έχει αποφασίσει ο καπετάνιος. Εμένα όμως με συνάρπασε κυρίως η ντοκιμαντερίστικη απεικόνιση της ζωής μέσα στο πλοίο, που περιγράφεται με ρεαλισμό σα να ήταν κάτι το φυσιολογικό. Οι μικρές λεπτομέρειες μου άρεσαν περισσότερο και όχι τόσο το μήνυμα που θέλει να περάσει ο σκηνοθέτης και οι συμβολισμοί του.

Το θέμα της τηλεόρασης ως μέσο επικοινωνίας σε απομακρυσμένες περιοχές αλλά και η λογοκρισία απασχολεί ιδιαίτερα το Rasoulof, και έχει γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ, το Baad-e-daboor (2008) που δείχνει πώς οι Ιρανοί καταφέρνουν να ξεγελάσουν τη λογοκρισία με απαγορευμένα δορυφορικά πιάτα, αλλά και με κυκλώματα επεξεργασίας και διακίνησης απαγορευμένων ταινιών. Με το επεξεργασία εννοώ μεταγλώττιση, κόψιμο αισχρών σκηνών αλλά και φοτοσοπ έτσι ώστε να καλύπτονται τα άσεμνα ρούχα των γυναικών, βάρβαρες πρακτικές που με κάνουν και ανατριχιάζω. Για όποιον ξέρει γερμανικά υπάρχει στο youtube:http://www.youtube.com/watch?v=j8EPobWTlAs
Σκηνή από το Baad-e-daboor: ένας δάσκαλος μεταφέρει το δορυφορικό πιάτο 


Ο Mohammad Rasoulof είναι ο σκηνοθέτης που φυλακίστηκε την ίδια εποχή με τον Παναχί. Η τελευταία του ταινία μεταφέρθηκε λαθραία στις Κάννες μέσα σε κέικ (!) και διαγωνίστηκε στο Ένα κάποιο βλέμμα, όπου και βραβεύτηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Khamushiye darya [Silence of the Sea] (2004) του Vahid Mousaian



Ο Σιά ένας Ιρανός που μένει για καιρό στη Σουηδία αφήνει τη Σουηδέζα γυναίκα του και τα ξανθά παιδιά τους για να πάει πίσω στο Ιράν, όπου πέθαναν οι γονείς του. Όμως δε μπορεί να μπει νόμιμα στη χώρα·  δε ξέρουμε ακριβώς γιατί, ούτε τί ήταν αυτό που τον έκανε να φύγει πριν από χρόνια. Έτσι πηγαίνει πρώτα στο νησί Qeshm του Περσικού Κόλπου, που είναι ζώνη ελεύθερου εμπορίου, και από κει προσπαθεί να περάσει απέναντι. Αυτό όμως είναι δύσκολο γιατί στο λιμάνι τα χαρτιά ελέγχονται προσεκτικά από τις αρχές. Δε μαθαίνουμε ποτέ τί ακριβώς θέλει να κάνει στο Ιράν, ποιοί είναι οι λόγοι που τον κάνουν να αφήσει τη βολεμένη ζωή στη Σουηδία- το όνειρο κάθε Ιρανού, και να διακινδυνέψει τη ζωή του. Ίσως τον περιμένει κάποιος ή κάποια, ίσως είναι πολιτικοί οι λόγοι. Το σίγουρο είναι ότι έχει μετανιώσει για την φυγή του και για την εγκατάλειψη των γονιών του και δεν είναι ευχαριστημένος με τη ζωή του. Αν η Σουηδία είναι ο (πλαστός) παράδεισος και το Ιράν η κόλαση από την οποία κάποτε ξέφυγε, το νησί αυτό είναι κάτι σαν καθαρτήριο. Στις ζωές των ανθρώπων που συναντά τυχαία εκεί, βλέπει τα στάδια της δική του ζωής, αλλά και το μέλλον που φαντάζεται για τον εαυτό του. Στο νησί συμβαίνουν και διάφορα σουρεαλιστικά γεγονότα, και παρεμπιπτόντως νομίζω ότι οι Ιρανοί σκηνοθέτες χρησιμοποιούν τα νησιά του Κόλπου για ότι σουρεαλιστικό τους κατέβει στο κεφάλι. Βοηθάνε βέβαια και οι περίεργες μάσκες που φοράνε οι γυναίκες για να μην ερεθίσουν τους άντρες, αλλά και οι δύσκολες συνθήκες ζωής, και το λαθρεμπόριο και η ανομία που φαίνεται να επικρατούν εκεί.
Η ταινία αρχίζει με ένα βίντεο όπου δυο ηλικιωμένοι κατηγορούν το γιο τους που τους άφησε μόνους. Συνεχίζεται για κάποια λεφτά με σκηνές από τη βιντεοκάμερα του Σιά καθώς γυρίζει τους δρόμους της πόλης του στη Σουηδία ενώ ακούγεται η συζήτηση με τη γυναίκα του που προσπαθεί να τον αποτρέψει απ'το να φύγει. Λίγο πριν φτάσει στο νησί κάποιος του λέει να κλείσει την κάμερα και τότε η ταινία γίνεται «κανονική». 
 
Μου άρεσε πολύ  η «Σιωπή της Θάλασσας» και δεν καταλαβαίνω γιατί είναι τόσο άγνωστη. Όπως διάβασα κι αλλού είναι κάτι σαν τη Γεύση του Κερασιού, χωρίς να χει όμως τη λιτότητα του τελευταίου. Οι διάλογοι είναι στα περσικά, σε μια διάλεκτο/γλώσσα που μοιάζει με τα περσικά και είναι η μητρική γλώσσα του Σιά και σ'αυτήν μιλάει με έναν παλιό φίλο του στο κινητό, και στα σουηδικά που μιλάει με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Το τηλέφωνο παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ταινία και προσθέτει στη σουρεαλιστική ατμόσφαιρα.