Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Τα βραβεία Gaudí, η άνθηση του καταλανικού κινηματογράφου και η μιζέρια που hi παρατηρώ


Από το 2009 που δημιουργήθηκαν, τα βραβεία Gaudí δίνονται από τη νεοσύστατη Ακαδημία του Καταλανικού Κινηματογράφου σε καταλανικές παραγωγές. Υπάρχουν δυο βραβεία καλύτερης ταινίας, ένα για ταινίες σε καταλανική γλώσσα και ένα για ταινίες σε ..μη καταλανική γλώσσα, και από μόνο του το γεγονός είναι αρκετά αστείο, για να μην πω τραγικό. Ας σχολιάσω λοιπόν τις 3 ως τώρα ταινίες που έχουν βραβευτεί με το βραβείο ταινίας σε καταλανική γλώσσα  (Premi Gaudí a la millor pel·lícula en llengua catalana)

2009: El cant dels ocells του Albert Serra, ή αγγλιστί Birdsong. Το «Τραγούδι των Πουλιών» που συμμετείχε το 2008 στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες είναι μια ταινία για σκληροπυρηνικούς σινεφίλ, και περιγράφει την πορεία των τριών μάγων μέχρι να συναντήσουν το μικρό Ιησού και μετά την πορεία του γυρισμού. Αυτή η πορεία καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, υπάρχουν ελάχιστοι διάλογοι, αν και όσοι υπάρχουν, εγώ τουλάχιστον τους βρήκα καταπληκτικούς, και εκτός βέβαια από το προσκύνημα δεν γίνεται κανένα αξιοπρόσεκτο γεγονός. Ο Αλμπέρτ Σέρρα είπε ότι τον ενδιέφερε να δείξει την κίνηση των σωμάτων στο τοπίο, κι αυτό βλέπουμε κι εμείς: τρία σώματα να κινούνται αργά σε πανέμορφα τοπία της Ισλανδίας. Τα πλάνα είναι μακρινά και αργόσυρτα, η κάμερα ελάχιστα κινείται. Εγώ τη λάτρεψα, οι πολλοί όμως δεν ενθουσιάστηκαν (καθόλου).

2010: Tres dies amb la família της Mar Coll, Οι «Τρεις μέρες με την οικογένεια» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Mar Coll, όπου η Λέα, μια φοιτήτρια που σπουδάζει στη Γαλλία επιστρέφει στην Καταλονία για την κηδεία του παππού της. Έτσι σιγά σιγά παρουσιάζονται τα προβλήματα στην πολύγλωσσης της οικογένεια, αλλά και σε όλο το σόι που μαζεύεται για τρεις μέρες . Υπάρχουν όλα τα συστατικά που βρίσκει κανείς σε αυτού του είδους τα οικογενειακά δράματα: υποκρισία, κριτική στο «μεσοαστισμό», έλλειψη επικοινωνίας, υπάρχει ακόμα και η κόρη που έχει γίνει το μαύρο πρόβατο επειδή έγραψε ένα μυθιστόρημα με θέμα την πραγματική ιστορία της οικογένειας. Ευτυχώς όμως εδώ δεν αποκαλύπτεται κανένα σκοτεινό μυστικό (πχ αιμομιξία που είναι και της μόδας) , ούτε γίνεται κάτι συνταρακτικό, βλέπουμε απλά να ξεδιπλώνονται οι χαρακτήρες των ανθρώπων, οι σχέσεις τους, και παρουσιάζεται η έλλειψη οράματος από τη νέα γενιά. Οι διάλογοι είναι ρεαλιστικοί, οι χαρακτήρες οικείοι, οι ηθοποιοί παίζουν καλά, σε κάνουν να νοιάζεσαι γι ' αυτούς. Χωρίς να είναι κάτι το ιδιαίτερο, είναι αξιοπρεπής ταινία, και δίνει πολλές ελπίδες για την εξέλιξη της σκηνοθέτισσας. Εγώ θα προτιμούσα να έχει λίγο μεγαλύτερη διάρκεια. Επίσης μεγάλο μέρος των διαλόγων γίνεται στα ισπανικά, ένα ενοχλητικό στοιχείο που βρίσκω σε πολλές καταλανικές ταινίες.

2011: Pa Negre του Agustí Villaronga. Για το «Μαύρο Ψωμί» είχα διαβάσει διθυραμβικές κριτικές στον καταλανικό τύπο, και είχα μεγάλες προσδοκίες. Άρχισα να ψυλλιάζομαι ότι κάτι δεν πάει καλά όταν έμαθα ότι έκανε θραύση στα βραβεία Γκόγια, όπου συχνά βραβεύονται ταινίες κάτω του μετρίου (Camino, Celda 211). Πρόκειται για ένα δράμα, που εκτυλίσσεται στα χρόνια λίγο μετά τον εμφύλιο, ιδωμένο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, του Αντρέου, κι έτσι ανήκει σε ένα είδος αρκετά δημοφιλές στην Ισπανία (El laberinto del fauno, La lengua de las mariposas, El espinazo del diablo, και βέβαια El Espíritu de la Colmena). Το σενάριο βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του καταλανού συγγραφέα Emili Teixidor, ή καλύτερα σε τρία μυθιστορήματα του ιδίου κι αυτό φαίνεται στο αποτέλεσμα: υπάρχουν άπειρα πρόσωπα με απίθανα χαρακτηριστικά να συνδυάζονται στην προσωπικότητα του καθενός. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας γίνεται ένας βομβαρδισμός από αποκαλύψεις, ανατροπές, εξελίξεις και άλλα τέτοια που απεχθάνομαι, και το χειρότερο είναι ότι όλες είναι προβλέψιμες, γιατί η ίδια η ταινία σε προϊδεάζει γι' αυτό που θα συμβεί. Επίσης επαναλαμβάνεται το ίδιο μοτίβο: ο Αντρέου ξυπνά τη νύχτα και ακούει τις κρυφές συζητήσεις των μεγάλων, μερικές φορές τις ακούει τυχαία και τη μέρα. Βέβαια αυτό ήταν απ' ότι κατάλαβα και ο σκοπός του συγγραφέα, να δείξει το πως επιδρούν στον ψυχισμό των «αθώων» παιδιών οι πράξεις των ενηλίκων, ακόμα κι αν εκείνοι πιστεύουν ότι τα παιδιά τίποτα δεν καταλαβαίνουν.
Λοιπόν αφού είδα την ταινία, ξαναδιάβασα με μεγαλύτερη προσοχή τις κριτικές: αυτό που τους χαροποιούσε όλους ήταν ότι επιτέλους γυρίστηκε μια εμπορική ταινία στην καταλανική γλώσσα. Προς τι η χαρά όμως; ακόμα κι αν τα πήγε καλά εμπορικά, διανεμήθηκε μεταγλωττισμένη στα ισπανικά (ακόμα και στο ιντερνετ δύσκολα βρίσκεις «κόπια» με τον πρωτότυπο ήχο), πιθανώς έχουν αλλάξει και τα ονόματα, και πάω στοίχημα ότι κανένας δεν αντιλήφθηκε ούτε καν ότι πρόκειται για την Καταλονία. Κι εδώ είναι που βλέπω μια μιζέρια, που την βρίσκει κανείς εύκολα σε μικρές «χώρες», και φυσικά και στην Ελλάδα: να πανηγυρίζουν κριτικοί και φίλοι του κινηματογράφου γιατί κατάφερε μια ντόπια μεν, μετριότατη δε, ταινία να αποκτήσει εμπορική επιτυχία.
Τελικά καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί ο Αλμπερτ Σέρρα δε χάρηκε και πολύ που πήρε το πρώτο βραβείο Γκαουντί το 2009. Όσο για την Καταλονία, ούτε ο κινηματογράφος, ούτε το θέατρο, ούτε καμιά άλλη τέχνη θα την κάνει γνωστή στον κόσμο, κι αν δεν υπήρχε η Μπάρτσα, δε θα την ήξερε κανείς.

2 σχόλια:

ΛΕΛΟΣ είπε...

Το πιανω απο κει που το αφηνεις...
Ειμαι αρρωστακι με την μπαρτσα (απο πολυ παλια, οχι τωρα που ειναι τρεντι) κι ετσι λατρευω να παρακολουθω γενικοτερα οσα συμβαινουν εκει. Απο την τριαδα αυτην εχω δει μονο το pa negre.
Ειχα κι εγω μεγαλες προσδοκιες πριν το δω, ειχε τις προδιαγραφες, δεν ξερω, κατι μου λεγε πως θα το γουσταρω. Τελικα ομως θα συμφωνησουμε και εδω :)

Μιλωντας γενικοτερα, σαν ισπανοφιλος κανω συχνα τα στραβα ματια για την εμμονη τους με τον εμφυλιο. Αλλα δεν τους εχει κουρασει πια σαν θεμα;

Μ' αρεσε που με δυο λεξεις αδειαζεις και το celda 211, το οποιο ειχα στην playlist, αλλα βλεποντας καποιες σκορπιες σκηνες, δεν με επεισε και βρεθηκε στον καδο με συνοπτικες διαδικασιες.

τα λεμε!

Simurgh είπε...

Χμ, με τη Μπάρτσα και το ποδόσφαιρο γενικότερα δεν έχω και τις καλύτερες σχέσεις, και συχνά λυπάμαι που κάποιοι φανατίζονται και έχουν κάνει ιδεολογία τους ένα παιχνίδι όπου μάλιστα παίζουν τόσα συμφέροντα. Το ποδόσφαιρο είναι ωραίο να το παίζεις φαντάζομαι (δεν έχω παίξει παρά μόνο μια φορά), αλλά το να κάθεσαι στο σπίτι και να σου γίνεται παθητική εισαγωγή πάθους (παθητική γιατί δεν είσαι στο γήπεδο να αλληλεπιδράσεις με άλλους παίχτες) μου φαίνεται τρομαχτικό.
Βέβαια σχεδόν το ίδιο γίνεται αν κάθεσαι και βλέπεις ταινίες, και γενικά όποτε είσαι παθητικός θεατής κάθε είδους. Απ' την άλλη και καλά η τέχνη σε βοηθά να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Μπορεί όμως και να αποχαυνώσει ακόμα περισσότερο, να σου κάνει πλύση εγκεφάλου.
Για να ξαναγυρίσουμε στη Μπαρτσελόνα, την τελευταία φορά που είδα αγώνα της, έπαιζε πολύ καλύτερα απ' την αντίπαλό της, νομίζω ότι είναι αντικειμενικά πολύ καλή ομάδα αυτόν τον καιρό. Αλλά θα προτιμούσα ο κόσμος να ήξερε περισσότερο για τη λογοτεχνία, τη μουσική, την πολιτική, τον πολιτισμό (το σινεμά δεν τον βάζω γιατί δεν έχει και πολλά να επιδείξει) της Καταλωνίας και όχι για τις επιδόσεις των παικτών της «εθνικής» της ομάδας σε ένα διεθνές άθλημα.
Η celda 211 είναι ένα κλασσικό δράμα φυλακών με όλα τα κλισέ και τις απιθανότητες του είδους. Η παραγωγή είναι αρκετά καλή και συναγωνίζεται τις αμερικάνικες ταινίες με το ίδιο θέμα, ίσως γι' αυτό βραβεύτηκε. το camino που συνιστώ να μην το δεις είναι ότι πιο εμετικά μελοδραματικό έχω δει ποτέ.
Για τον εμφύλιο: σκέψου ότι μετά από πολύ σκληρό πόλεμο, οι δημοκρατικοί χάνουν και έρχεται μια δικτατορία για καμιά σαρανταριά χρόνια, και δεν πέφτει ποτέ, αντίθετα μετά το θάνατο στα βαθιά γεράματα του Φράνκο γίνεται μια ομαλή μετάβαση προς τη δημοκρατία με πρωτεργάτες τους φασίστες που τόσα χρόνια είχαν την εξουσία. Ουσιαστικά ποτέ δε δικαιώθηκαν οι δημοκρατικοί (ας μη μιλήσω για κομμουνιστές και αναρχικούς). Άνθρωποι που πολέμησαν για έναν καλύτερο κόσμο (κατά τη γνώμη τους) είδαν τα παιδιά και τα εγγόνια τους να μεγαλώνουν στο φασισμό. Είναι πολύ μεγάλο το άχτι τους για να το ξεχάσουν εύκολα.
Ρε συ αφού βλέπεις σπάνιες ταινίες, γιατί δε κάνεις δικό σου μπλογκ;