Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Hearat Shulayim [Footnote] (2011) του Joseph Cedar κι ακόμα δυο ταινίες του.

Οι ήρωες του Hearat Shulayim είναι οι ακαδημαϊκοί Σκόλνικ (όχι τυχαίο το επώνυμο), πατέρας και γιος, που ειδικεύονται στη μελέτη του Ταλμούδ στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Όμως παρά τη συγγένειά τους είναι τελείως διαφορετικοί στη μέθοδο έρευνάς τους. Ο πατέρας Ελιέζερ ζει χωμένος μέσα στα χαρτιά, μελετάει αδιάκοπα και δημοσιεύει μόνο ότι θεωρεί έγκυρο επιστημονικά. Και δεν είναι δημοφιλής στους φοιτητές. Ο γιος Ούριελ έχει πιο μοντέρνα προσέγγιση, εκδίδει βιβλία για το ευρύτερο κοινό, όπως πχ «Τα έθιμα του γάμου την εποχή του Μωυσή» και είναι ευχάριστος ομιλητής. Όπως είναι λογικό ο πατέρας του τον θεωρεί επιφανειακό· κάποια στιγμή στην ταινία περιγράφει πολύ ωραία τη διαφορά του με το γιο του: «έστω ότι είμαστε αρχαιολόγοι και βρίσκουμε κομμάτια από πήλινα αγγεία. Εγώ θα τα μελετούσα και θα προσπαθούσα να τα ταξινομήσω σε σχέση με την χρονική περίοδο που πιστεύω ότι ανήκουν, ο γιος μου θα ένωνε κομμάτια από διαφορετικές χρονικές περιόδους και διαφορετικές τεχνοτροπίες για να ανακατασκευάσει ένα αγγείο που είναι όμως ψεύτικο».
Η κατάσταση περιπλέκεται όταν από λάθος ανακοινώνεται στον Ελιέζερ ότι θα του απονεμηθεί το πολυπόθητο Βραβείο Ισραήλ, ενώ στην πραγματικότητα ο γιος του είναι αυτός που έχουν επιλέξει για το βραβείο.
Η ταινία περιγράφει ειρωνικά την κατάσταση στο πανεπιστήμιο, όπου κυριαρχούν οικογενειοκρατία, προσωπικές κόντρες, γραφειοκρατία και ανοργανωσιά (κάτι μου θυμίζουν όλα αυτά), αλλά και τη σχέση πατέρα και γιου που είναι τελικά πιο πολύπλοκη από σκέτη αντιζηλία. 
Ειδικά στην αρχή ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ασυνήθιστες μεθόδους όπως γραφικά φτιαγμένα με υπολογιστή που δείχνουν τον Ούριελ να δίνει διαλέξεις σε διαφορετικά σημεία πάνω στο χάρτη της Ιερουσαλήμ, ή κάτι σαν γραπτό βόις όβερ όπου γράφεται πχ «Αυτή είναι η αγαπημένη φράση του Ελιέζερ». Όσο προχωράει η ταινία όμως, η ιστορία δένει περισσότερο κι αυτά τα τρικ μειώνονται.
Το Hearat Shulayim έκανε πρεμιέρα πέρυσι στις Κάννες όπου μάλιστα πήρε το βραβείο σεναρίου, μάλλον δίκαια. Αν κάτι την δυσκολεύει σαν ταινία, είναι οι συχνές αναφορές σε θέματα για το Ταλμούδ και γενικότερα πράγματα που έχουν να κάνουν με το Ισραήλ και που μπορεί να «χαθούν» από κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος. Αλλά από την άλλη, η βασική πλοκή θα μπορούσε να λαμβάνει χώρα σε πολλές άλλες περιοχές του πλανήτη ;-)

Το ρόλο του Ούριελ παίζει ο Lior Ashkenazi (έχει παίξει σε πάρα πολλές ισραηλινές ταινίες) που τρόμαξα που τον είδα σ' αυτή την κατάσταση, χοντρό, με γκρίζο μαλλί και γένια και καθόλου γοητευτικό.





 Ο Joseph Cedar, έχει σκηνοθετήσει μέχρι τώρα 4 ταινίες. Στην πρώτη (Ha-hesder/Time of Favor) κάποιοι φανατικοί σιωνιστές έποικοι ετοιμάζουν να κάνουν μια τρομοκρατική ενέργεια που έχει σχέση με το Όρος του Ναού, ενώ παράλληλα υπάρχει μια ερωτική ιστορία με την όμορφη κόρη του πνευματικού τους ηγέτη. Δεν είδα πάνω από μισή ώρα, όχι ακριβώς επειδή βαρέθηκα αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα με τους υπότιτλους.


Η δεύτερη Campfire/Medurat Hashevet περιγράφει τη ζωή μιας χήρας με δυο έφηβες κόρες, η οποία αποφασίζει να συμμετέχει σε έναν νέο εποικισμό που έχει οργανώσει η κοινότητά της. Όπως είναι φυσικό τα μέλη της κοινότητας, όχι μόνο είναι εθνικιστές και θρήσκοι, αλλά και πολύ συντηρητικοί και προτείνουν στη μητέρα να βρει κάποιον καινούριο άντρα να παντρευτεί και μαζί να μετακομίσουν στον εποικισμό. Έτσι η μάνα γνωρίζει άντρες που της προξενεύουν ενώ η μεγαλύτερη κόρη της επαναστατεί, και η μικρότερη που είναι ερωτευμένη με ένα συνομήλικο της ξεκινά να πειραματίζεται με τα αγόρια. Σε μια κατασκήνωση από μέλη της νεολαίας τους συμβαίνει κάτι πολύ δυσάρεστο αλλά πολύ ρεαλιστικό δυστυχώς, που εγώ τουλάχιστον δυσκολεύτηκα να το δω: η μικρή κόρη φεύγει από την επίσημη κατασκήνωση και πάει στην παρέα του αγαπημένου της, όπου ένας μεγαλύτερος φίλος του (φαντάρος) την αναγκάζει να κάνει κάποια πράγματα. Αλλά δε θέλω να αποκαλύψω κι άλλα σπόιλερ. Για μένα αυτή η ταινία από τη μια περιγράφει με ευαισθησία δύσκολα θέματα, από την άλλη πολλές φορές ξεπέφτει σε κομεντί του στιλ «χήρα ψάχνει σύζυγο και γνωρίζει γελοίους καθωσπρέπει κυρίους». Το τέλος είναι επίσης πολύ βιαστικό και αδικαιολόγητα αισιόδοξο.
Το ρόλο ενός απ' τους γελοίους υποψήφιους συζύγους παίζει ο Yehoram Gaon, ο οποίος είναι γνωστός και αγαπημένος μου τραγουδιστής λαντίνο τραγουδιών (εδώ ένα), αλλά στην ταινία «ψέλνει» ασκεναζίτικους ύμνους.

Η τρίτη τέλος ταινία του Σίντερ είναι το Beaufort (2007) που κέρδισε μάλιστα την Αργυρή Άρκτο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, αλλά νομίζω ότι δεν προβλήθηκε στην Ελλάδα. Σε σχέση με τις προηγούμενες του ταινίες, μοιάζει μινιμαλιστική. Παρακολουθούμε την καθημερινότητα μια ομάδας Ισραηλινών στρατιωτών που φυλάνε το οχυρό Beaufort στο έδαφος του Λιβάνου, λίγο πριν το Ισραήλ υποχωρήσει από τα εδάφη του Λιβάνου που είχε καταλάβει. Η ταινία δεν έχει ούτε ερωτικές , ούτε άλλου είδους προσωπικές ιστορίες που κατευθύνουν την εξέλιξη. Ουσιαστικά δεν έχουμε και μεγάλη εξέλιξη, η μάλλον έχουμε, αλλά παρουσιάζεται χωρίς μελοδραματισμούς. Ούτε έχουμε κανένα κραυγαλέο αντιπολεμικό μήνυμα, είναι μικρά συμβάντα και λόγια που δείχνουν την έλλειψη ηρωισμού στον πόλεμο, και πάλι αυτή είναι δική μου ερμηνεία. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι είναι φόρος τιμής στους νέους που έχασαν τη ζωή τους (ή τα νιάτα τους) υπερασπίζοντας την πατρίδα τους, έστω κι αν τελικά δεν είχε μεγάλο νόημα η θυσία τους: το κάστρο έτσι κι αλλιώς θα επιστρεφόταν στο Λίβανο. Πολύ ωραία είναι και η φωτογραφία. Φυσικά τα γυρίσματα δεν έγιναν στο Beaufort που όπως είπαμε ανήκει πλέον στο Λίβανο, αλλά στο παραπλήσιο κάστρο Nimrod που βρίσκεται στα υψώματα του Γκολάν (χε χε). Μερικοί απ΄τους ηθοποιούς έπαιξαν δυο χρόνια αργότερα στο Lebanon, που έχει κατά κάποιο τρόπο παρόμοια θεματολογία και στιλ.

Ο σκηνοθέτης διάβασα ότι είναι ορθόδοξος εβραίος κι αν αυτό είναι αλήθεια μάλλον ανήκει στην προοδευτική μερίδα της (εβραϊκής, μην ξεχνιόμαστε) ορθοδοξίας. Οι δυο τελευταίες του ταινίες μου άρεσαν αρκετά ως πολύ και ελπίζω να μου αρέσει ακόμα περισσότερο η επόμενη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: