Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Äta sova dö [Eat sleep die] της Gabriela Pichler



Φαγητό, ύπνος και μετά θάνατος. Έτσι περιγράφει μια ηρωίδα της ταινίας τη ζωή στο χωριό της, κι αυτή η φράση δίνει τον τίτλο, όχι άδικα. Η ταινία περιγράφει τη ζωή μιας νέας εργάτριας σε ένα χωριό στη νότια Σουηδία, όπου πράγματι, δεν υπάρχουν πολλοί εναλλακτικοί τρόποι να περάσεις την ώρα σου μετά τη δουλειά. Το πραγματικό πρόβλημα, όμως, εμφανίζεται όταν το εργοστάσιο συσκευασίας σαλάτας, η βασική πηγή απασχόλησης στο χωριό, «αναγκάζεται» να απολύσει εργαζόμενους για να μην «αναγκαστεί» να κλείσει.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι που κάνουν την ταινία ξεχωριστή και ο σημαντικότερος είναι η πρωταγωνίστρια του που κλέβει την παράσταση. Είναι η νεαρή Ράσα, Σουηδέζα με καταγωγή από το Μαυροβούνιο, εργάτρια στο εργοστάσιο από τα 16 της, αυθόρμητη, δυναμική και ευχαριστημένη με τη ζωή της (και τη δουλειά της). Ένας άλλος λόγος είναι ότι η ταινία είναι ιδιαίτερα ρεαλιστική, οι χαρακτήρες είναι αληθινοί κι ανθρώπινοι. Έχουν πολλά ελαττώματα, όπως ότι είναι ρατσιστές και όχι ιδιαίτερα συναδελφικοί όταν έρχονται οι απολύσεις. Παρόλο το ρεαλισμό όμως, η ταινία έχει ωραίες ποιητικές σκηνές, και μπόλικο διακριτικό χιούμορ που χτυπάει στην ουσία των κοινωνικών προβλημάτων.

Είναι ενδιαφέρον ότι οι περισσότερες ταινίες που ειρωνεύονται το παράλογο του συστήματος, περιγράφουν τη ζωή της ανώτερης ή μεσαίας αστικής τάξης. Ταυτόχρονα η συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών που περιγράφουν τη ζωή της εργατικής τάξης, έχουν βία, ναρκωτικά, παρανομία...

Η Gabriela Pichler, που μεγάλωσε σε ένα παρόμοιο χωριό - όπως και οι ηθοποιοί άλλωστε- είπε σε μια συνέντευξη ότι αποφάσισε να αφαιρέσει απ' την ταινία της τον έρωτα και το έγκλημα, δυο στοιχεία που είναι τόσο σημαντικά από μόνα τους που δεν θα χωρούσαν στην ταινία της.




Σε μια χαρακτηριστική σκηνή ρωτάνε τη Ράσα ποιες είναι οι δεξιότητες της. Κι εκείνη, μετά από λίγη σκέψη απαντάει: «Ξέρω να ζυγίζω με το χέρι ακριβώς 170 γραμμάρια ρόκας. Μπορώ να πακετάρω 12 συσκευασίες σαλάτας σε τεσσεράμισι δευτερόλεπτα».

Θυμάμαι σε μια συζήτηση στο φέισμπουκ, κάποιοι προσπαθούσαν να υπερασπιστούν την ταινία «Όσα παίρνει ο άνεμος» και του Νότιους γενικότερα. Έλεγαν λοιπόν ότι δεν ήταν όλοι οι αφέντες σκληροί με τους σκλάβους κι ότι κάποιοι σκλάβοι αγαπούσαν τους αφέντες τους, άρα η δουλεία δεν ήταν και το απόλυτο κακό, όπως το παρουσιάζουν οι νικητές Βόρειοι. Για μένα, η δουλεία είναι μισητή όχι τόσο επειδή κάποιοι αφέντες κακομεταχειρίζονται τους δούλους τους, αλλά επειδή κάνει τους ανθρώπους να πέσουν τόσο χαμηλά ώστε να αγαπήσουν την κατάντια τους και να μην νοιάζονται για την ελευθερία.




Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

40-cı qapı [The 40th door](2009) του Elçin Musaoğlu

Στα παλιά αζέρικα παραμύθια έρχεται η στιγμή της μυστικής τεσσαρακοστής πόρτας. Ο ήρωας νικάει τον κακό δράκο κι ελευθερώνει απ' το κάστρο με τα σαράντα δωμάτια την όμορφη βασιλοπούλα, φυλακισμένους, ζώα, πουλιά και φυτά. Αλλά δεν μπορεί να ανοίξει την πόρτα του τελευταίου δωματίου. Η τεσσαρακοστή πόρτα σε όλες τις ιστορίες παραμένει κλειστή.

Έτσι αρχίζει και η δική μας ιστορία. Ο ήρωας του παραμυθιού, που ζει ευτυχισμένα σ'ένα φτωχό χωριό κοντά στο Μπακού, χάνει ξαφνικά τον πατέρα του. Η μαμά του δε μπορεί να δουλέψει, κι ο μόνος τρόπος να κερδίσει χρήματα είναι να πουλήσουν ένα παλιό χαλί που είναι οικογενειακό κειμήλιο. Η μαμά ούτε αυτό δεν μπορεί να το κάνει σωστά, αλλά έτσι κι αλλιώς ο μικρός ήρωας δε θέλει να αποχωριστεί το μοναδικό ενθύμιο του πατέρα του. Πρέπει λοιπόν να βρει μόνος του χρήματα. Έτσι ξεκινάει η περιπέτεια του που θα τον κάνει να γνωρίσει κάποιους ενδιαφέροντες χαρακτήρες και να μπλέξει σε καταστάσεις που δεν περίμενε ποτέ.

Αρχικά νόμιζα ότι ήταν ακόμα μια ταινία με έφηβους που χάνουν τους πατεράδες τους και καταφέρνουν με τιμιότητα, αυταπάρνηση, και θάρρος να γίνουν ο άντρας του σπιτιού, κάτι σαν το περσικό Niaz/The need, ή απ' αυτές που ο ήρωας παρ' όλη την προσπάθεια δεν τα καταφέρνει και τόσο καλά  πχ. Μεθυσμένα άλογα. Εδώ όμως ο ήρωας είναι πιο πολύπλοκος, και για αυτό και η ταινία πιο ενδιαφέρουσα και πιο μαγική.

Την ταινία την είδα στο γιουτουμπ με αγγλικούς υπότιτλους. Είναι πολύ σύντομη -μια ώρα και κάπου είκοσι λεπτά- αν και για μένα ο χρόνος πέρασε πιο γρήγορα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο χαρακτήρας της μάνας, που ενώ είναι συμπαθητική, φαίνεται αρκετά ανώριμη και άχρηστη.





Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Bache Vaghti Bache Bood [When the Kid was a Kid] (2011) της Anahita Ghazvinizadeh


 «Το παιδί όταν ήταν παιδί» είναι ένα αγοράκι, που από τα πρώτα δευτερόλεπτα της ταινίας, το βλέπουμε να ντύνεται και να βάφεται σαν γυναίκα. 
Δεν πρόκειται όμως για μια συνηθισμένη ιστορία παρενδυσίας αλά ιρανικά: είναι ένα φαινομενικά αθώο παιχνίδι που όμως αποκαλύπτει διάφορες πτυχές της σύγχρονης υποκριτικής κοινωνίας του Ιράν. Βασικά βλέπουμε μερικά γειτονόπουλα να παίζουν, μόνο που το παιχνίδι τους δεν είναι ρεαλιστικό παιχνίδι παιδιών, αλλά μάλλον ένας ενοχλητικός τρόπος να παρουσιαστούν κάποιες σκληρές αλήθειες. Όπως και να 'χει, είναι μια πολύ δυνατή και πρωτότυπη ταινία.

Η ταινία είναι αρκετά σύντομη (17 λεπτά) και είναι διαθέσιμη στη σελίδα της σκηνοθέτριας : http://anahita.mixform.com/videos/1506-when-the-kid-was-a-kid



Στο μυαλό μου έρχεται ακόμα μια ταινία απ' το Ιράν, η οποία είναι αυτό που θα λέγαμε κλασσική ιρανική ταινία, με την έννοια ότι είναι μινιμαλιστική και εκφράζει πανανθρώπινες αξίες, χωρίς να συγκρούεται με κατεστημένα.. To Bazi του Gholamreza Ramezani περιγράφει το δύσκολο πρωινό ενός μοναχοπαιδιού που είναι αναγκασμένο να παίζει μόνο του. Η ταινία κάνει ακριβώς αυτό: παρακολουθεί το κοριτσάκι να παίζει μόνο του και να βαριέται. Με διακριτικότητα σχολιάζεται και η θέση των γυναικών, και ασκείται φυσικά κριτική στην αστική ζωή. Πάντως, αυτή η λιτή και ιδεολογικά απλή ταινία εμένα με έκανε να κλάψω στο τέλος.


O Ραμεζανί έχει γυρίσει ακόμα μια ταινία που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, τη Hayat, όπου η πρωταγωνίστρια, η  Χαγιάτ είναι μια ευσυνείδητη μαθήτρια που οι αναποδιές της ζωής, η φτώχεια, η θέση των γυναικών στα χωριά, κτλ,κτλ, την εμποδίζουν να πάει σχολείο για να δώσει εξετάσεις. Αυτή η ταινία είναι τόσο διδακτική, που μοιάζει να βγήκε απ' το υπουργείο παιδείας του Ιράν για να πείσει τους χωρικούς να στείλουν τις κόρες τους σχολείο.
Η δε Ghazvinizadeh μετακόμισε, όπως πολλοί άλλοι, για σπουδές στις ΗΠΑ, όπου γύρισε ακόμα μια ταινία μικρού μήκους, το Needle, η οποία μάλιστα βραβεύτηκε στις Κάννες.

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Banoo-Ye Ordibehesht (1999) [The May Lady] της Rakhshan Bani-Etemad



Η Φορούγ, μια σκηνοθέτρια ντοκιμαντέρ που ζει εδώ και χρόνια με το μοναχογιό της, σκέφτεται να παντρευτεί τον άντρα που αγαπά. Ο γιος της έχει πια μεγαλώσει, είναι ήδη φοιτητής αλλά αντιδρά σ'αυτή τη σχέση και στο ενδεχόμενο να αποχωριστεί τη μητέρα του. Έτσι η Φορούγ βρίσκεται στο δίλημμα: είναι μια μητέρα που πρέπει να απαρνηθεί τα πάντα για το παιδί της, ή ένας άνθρωπος που έχει και δικές του ανάγκες;

Κι ενώ η Φορούγ βασανίζεται απ' αυτές τις σκέψεις, γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ για την «υποδειγματική μητέρα», και παίρνει συνεντεύξεις από γυναίκες λιγότερο προνομιούχες απ' αυτή, αλλά και από νομικούς και διανοούμενες που αναλύουν τη θέση της μητέρας στο Ιράν.

Αυτές οι συνεντεύξεις που μοιάζουν αυθεντικές (αν και μάλλον δεν είναι) είναι για μένα το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας. Βλέπουμε γυναίκες των λαϊκών τάξεων, εργάτριες, χήρες, φυλακισμένες να διηγούνται δραματικά γεγονότα της ζωής τους, να κρύβονται στο τσαντόρ τους από ντροπή, να γυρίζουν την πλάτη στην κάμερα για να προστατέψουν το πρόσωπό τους στην κοινωνία.
Μπροστά σ'αυτά τα αποσπάσματα του ντοκιμαντέρ, τα προβλήματα της σκηνοθέτριας και του κακομαθημένου γιου της μοιραία φαίνονται επιπόλαια.

Ενδιαφέρον έχει και η ποιητική γλώσσα που χρησιμοποιούν η Φορούγ και  ο φίλος της, και που δυστυχώς χάνεται στη μετάφραση-αλλά δεν πειράζει, ευτυχώς που υπάρχουν τα iraniantorrents για να βρίσκουμε σπάνιες καλές ιρανικές ταινίες, κι ας μην είναι πάντα τέλειοι οι υπότιτλοι.

Ο περσικός τίτλος της ταινίας (Banoo-Ye Ordibehesht) σημαίνει η Κυρία όχι του Μάη, αλλά του περσικού μήνα Ορντιμπεχεστ. Είναι ο δεύτερο μήνας του περσικού έτους και αρχίζει περίπου στις 20 του δικού μας Απρίλη και τελειώνει περίπου στις 20 του Μάη.

Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Baran (2001) του Majid Majidi


Βρισκόμαστε στο Ιράν σε μια οικοδομή που χτίζεται στα βόρεια προάστια της Τεχεράνης. Εκτός από τους νόμιμους Ιρανούς εργάτες, εκεί δουλεύουν και πολλοί Αφγανοί πρόσφυγες χωρίς χαρτιά, οι οποίοι πρέπει να εξαφανιστούν όταν έρχονται οι επιθεωρητές. Κάποια στιγμή ένας απ' τους Αφγανούς εργάτες πέφτει κάτω και σπάει το πόδι του και την επόμενη μέρα, ένας συμπατριώτης του φέρνει το «γιο» του τραυματισμένου στην οικοδομή και παρακαλεί το αφεντικό να τον πάρει στη θέση του πατέρα. Ο Λατίφ, που μέχρι τότε δούλευε σαν παιδί για όλες τις δουλειές, αναγκάζεται να δώσει τη θέση του στο μικρό Αφγανό, κι ο ίδιος αρχίζει να δουλεύει σαν κανονικός εργάτης, μια πολύ πιο βαριά δουλειά, γι'αυτό μισεί θανάσιμα τον αντικαταστάτη του.

Η Βροχή (Baran) του Ματζιντί είναι από τις πιο γνωστές ιρανικές ταινίες, και οι περισσότεροι, ακόμα κι αν δεν θυμούνται τον τίτλο της, κάπου θα την έχουν πετύχει (σε καμιά ΕΤ3). Χτες που την ξανάβλεπα όμως σκέφτηκα ότι πολλά στοιχεία της ίσως περνούν απαρατήρητα.


Ο αέρας ανοίγει την κουρτίνα, από τον καθρέφτη φαίνεται η Μπαράν να χτενίζεται
Το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας δεν είναι η Μπαράν, η ηρωίδα που δίνει το όνομά της στην ταινία. Αντίθετα η βασική +, είναι η ενηλικίωση του Λατίφ, ο οποίος όταν αρχίζει η ταινία είναι ένα ανέμελο παιδί πάντα έτοιμο για καυγά και τελικά, μέσα απ' τον έρωτά του για τη Μπαράν, μαθαίνει την ματαιότητα του υλικού κόσμου, ή μάλλον των εγκόσμιων. Μαθαίνει να δίνει χωρίς να περιμένει ανταπόδοση. Αυτό το μοτίβο υπάρχει σε όλες τις ταινίες του Ματζιντί: Η «φώτιση» φτάνει όταν αποβάλει κανείς ότι ήταν σημαντικό γι' αυτόν: χρήματα, μια όμορφη γυναίκα, όραση, βραβεία. Αντίθετα η απόκτηση αυτών των αγαθών σημαίνει την απώλεια της ψυχής: αυτό το τελευταίο συμβαίνει στην «Ιτιά» και στα «Σπουργίτια». Είναι πολύ ενδιαφέρον τρόπος σκέψης, θυμίζει λίγο βουδισμό, αλλά έχει περισσότερο σχέση με τον ισλαμικό μυστικισμό. Ένα άλλο χαρακτηριστικό στα έργα του σκηνοθέτη που θυμίζει βουδισμό είναι η αγάπη και η φροντίδα των «φωτισμένων» ηρώων για τα ζώα, ειδικά τα μικρά και αβοήθητα.

Ένα άλλο βασικό θέμα της ταινίας είναι η κοινωνική κριτική: δε βλέπουμε μόνο την εκμετάλλευση των Αφγανών από τους Ιρανούς και τη δύσκολη ζωή τους χωρίς χαρτιά, και με πόλεμο στο σπίτι. Η ταινία δείχνει μια κοινωνική διαστρωμάτωση που βασίζεται στην εκμετάλλευση μιας κοινωνικής ομάδας από την αμέσως ανώτερη. Πχ ο μηχανικός δεν πληρώνει το Μεμάρ (το αφεντικό στην οικοδομή), επειδή ένα ντουβάρι είναι στραβό, κι ο Μεμάρ με τη σειρά του δεν πληρώνει τους εργάτες. Οι ίδιοι οι Ιρανοί εργάτες αντιπαθούν τους Αφγανούς και ζητούν να πληρωθούν αυτοί με τα λιγοστά χρήματα που διαθέτει ο Μεμάρ. Και είναι χαρακτηριστικός και ο μικρόκοσμος των αμόρφωτων και φτωχών εργατών που κοιμούνται όλοι μαζί στην οικοδομή, στην άκρη μιας πολύ καλής περιοχής με ουρανοξύστες.

Κάτι που νομίζω ότι το χάνουν οι Έλληνες θεατές είναι ότι οι Ιρανοί εργάτες είναι χωρισμένοι ανάλογα με την εθνική τους καταγωγή. Σε ένα δωμάτιο κοιμούνται οι άνθρωποι απ' το Λορεστάν, σ' άλλο οι Κούρδοι, και σ' άλλο οι Αζέροι. Μάλιστα η κάθε εθνική ομάδα έχει κι από ένα αφεντικό που διαπραγματεύεται με το Μεμάρ για τα μεροκάματά τους. Περισσότερα γράφει το σάιτ του Ματζιντί: http://www.cinemajidi.com/baran/background.html

Η Μπαράν είπαμε ότι δεν είναι η πρωταγωνίστρια, όχι μόνο δεν μιλάει ποτέ, αλλά μαθαίνουμε ελάχιστα γι' αυτήν: ότι είναι ατσούμπαλη, ότι ταΐζει περιστέρια κι ότι είναι γενικά μια καλή και σεμνή κόρη.
Είναι συνηθισμένο σε ταινίες απ' το Ιράν ή άλλες μουσουλμανικές χώρες οι γυναίκες να μην μιλάνε ποτέ, κι αυτό να είναι σχόλιο για την κοινωνική τους θέση· ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι και το «Κάποτε στην Ανατολία» του Τσεϊλάν.
Πάντως ας μην ξεχνάμε ότι μπροστά στους άντρες είναι που οι γυναίκες δεν έχουν φωνή. Όμως ακόμα και στις πιο συντηρητικές κοινωνίες εννοείται ότι οι γυναίκες έχουν φωνή και γενικά κοινωνική ζωή μεταξύ τους, και φυσικά μέσα στην οικογένεια τους. Πρόκειται δηλαδή για χωρισμό των δυο φύλων. Με λίγα λόγια επειδή ο Ματζιντί ή ο Κιαροστάμι δεν μπορούν να βγουν για καφέ με μια συντηρητική Αφγανή, δε σημαίνει αυτό ότι δεν έχει ζωή η γυναίκα, ή πολύ περισσότερο ότι είναι ένα άβουλο ον χωρίς χαρακτήρα που απλά υπακούει τον πατέρα ή το σύζυγο. Απλά η ζωή της είναι αθέατη για έναν ξένο άντρα. Έλα ντε όμως που οι άντρες γυρίζουν ταινίες, και γράφουν βιβλία και φιλοσοφούν, και ουσιαστικά μεταδίδουν τη δικιά τους (μη ολοκληρωμένη) εικόνα στον υπόλοιπο κόσμο.

Με το αφγανικό έθιμο όπου κορίτσια μεταμφιέζονται σε αγόρια είχα γράψει εδώ. Όπως βλέπουμε και στη Μπαράν, το κορίτσι δεν τα καταφέρνει καθόλου καλά στο ρόλο του αγοριού, τουλάχιστον όχι χωρίς τη βοήθεια άλλων αντρών.

Οι ήρωες μιλάνε περσικά μεταξύ τους. Ο Μεμάρ - παρεμπιπτόντως είναι ο ίδιος ηθοποιός που παίζει στα «Σπουργίτια»- είναι Αζέρος στην καταγωγή κι αυτό φαίνεται στην προφορά του που μοιάζει με την τούρκικη. Φαίνεται και σε μερικές φράσεις που πετάει στα αζέρικα, ειδικά όταν είναι θυμωμένος. Οι Αφγανοί μιλάνε νταρί μια γλώσσα που ουσιαστικά είναι ίδια με τα περσικά, μάλιστα λένε ότι είναι μια εξευγενισμένη μορφή περσικών, πιο κοντινή στην καθαρεύουσα. Για μένα τα νταρί ακούγονται λίγο σαν τιτιβίσματα πουλιών, και είναι πολύ πιο δύσκολο να τα καταλάβω απ' ότι τα μακρόσυρτα περσικά των Ιρανών.


Και μια βοήθεια με τα ονόματα που με μπέρδεψαν κι εμένα μέχρι να τα ξεχωρίσω
Ο Λατίφ είναι ο νεαρός πρωταγωνιστής.
Ο Μεμάρ είναι το αφεντικό, ο φωνακλάς.
Ο Νατζάφ είναι ο Αφγανός εργάτης που πέφτει και σπάει το πόδι του, ο πατέρας της Μπαράν.
Ο Σολτάν είναι ένας φίλος του, αυτός που φέρνει τη Μπαράν στην οικοδομή.
Ραχμάτ είανι το όνομα που χρησιμοποιεί η Μπαράν στην οικοδομή.



Η Μπαράν είναι μια απ' τις πιο αγαπημένες μου ταινίες. Αυτή την ανάρτηση-που ελπίζω να μην είναι η τελευταία- την αφιερώνω στο Δημήτρη που με παρακίνησε να ξαναπιάσω το μπλογκ, σε όσους και όσες δουλεύουν χωρίς να πληρώνονται, και στους αφγανούς εργάτες που μας φιλοξένησαν μια νύχτα σε μια τέτοια οικοδομή μέσα στην έρημο.